Ο συγγραφέας Φώτης Δούσος συστήνεται στο deBóp

Ο συγγραφέας Φώτης Δούσος συστήνεται στο deBóp

Ο Φώτης Δούσος ζει στο Ρέθυμνο. Είναι σκηνοθέτης θεάτρου, δάσκαλος δημιουργικής γραφής, συγγραφέας, αυτήν την περίοδο πραγματοποιεί τη διατριβή του σχετικά με την πλοκή του ελληνικού μυθιστορήματος μέσα σε 100 χρόνια (1880-1980) στο τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης ενώ παλιότερα ασχολήθηκε εντατικά και με τη μουσική, καθώς συμμετείχε και στο συγκρότημα "Δάρνακες". Σχετικά πρόσφατα, δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις Νήσος και μέσω της σειράς λ που έχουν επιμεληθεί, το μυθιστόρημά του «Τέλεση». Ο πρωταγωνιστής είναι ένας νέος που αναζητά το μέλλον του στο θεατρικό σανίδι και όταν προσλαμβάνεται σε μια μεγάλη παραγωγή, αποφασίζει τη μάσκα που πρέπει να φορέσει για τον ρόλο, να την κάνει μόνιμο χαρακτηριστικό του. Αυτή η μάσκα γίνεται κυριολεκτικά και μεταφορικά κομμάτι του εαυτού του...

Από όλες τις ιδιότητες που είχες ή έχεις, ποια είναι αυτή που σε εκφράζει περισσότερο;

Το γράψιμο.

Ποια ήταν η στιγμή που αποφάσισες να ασχοληθείς με όλα αυτά;

Από μικρός ήθελα να ακολουθήσω ένα καλλιτεχνικό επάγγελμα. Δε με ενδιέφεραν οι οικονομικές απολαβές, η πιθανή ανασφάλεια, τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσω στον δρόμο μου. Δεν τα έβλεπα καν όλα αυτά. Ούτε τώρα τα βλέπω.

Το γεγονός ότι βιοπορίζεσαι από καλλιτεχνικές δραστηριότητες σε κάνει να νιώθεις ευτυχισμένος;

Κάνε το χόμπι σου δουλειά -  δε λένε; - και δε θα δουλέψεις ούτε μία μέρα! Κάπως έτσι είναι. Εγώ τυγχάνει να έχω και αρκετά χόμπι (θέατρο, γράψιμο, μουσική κτλ).

Ο χρόνος σου, ελεύθερος και επαγγελματικός, είναι δηλαδή γεμάτος από βιβλία και καλλιτεχνικά δημιουργήματα;

Ναι. Συχνά διαβάζω επειδή είναι μέρος της δουλειάς μου. Ίσως απλώς βαφτίζω την ανάγνωση «μέρος της δουλειάς» για να μπορώ να διαβάζω όποτε θέλω χωρίς τύψεις και ενοχές. Διαβάζω το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ. Όποτε βρίσκω χρόνο, ή καλύτερα όταν κλέβω χρόνο. Και κλέβω αρκετά.

Υπήρξες και μέλος των "Δάρνακες", για τους οποίους έχουν μιλήσει με τα καλύτερα λόγια οι VIC. Σου έχει λείψει η μουσική;

Όχι ιδιαίτερα. Αλλά μου λείπουν καμιά φορά οι ομαδικές διαδικασίες στη δημιουργία της μουσικής. Και ακόμα περισσότερο η αίσθηση ότι όλα είναι ανοιχτά, όλα είναι μπροστά σου. Το να μπεις με την μπάντα σου σε ένα βανάκι και να πάτε για συναυλία σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα, χωρίς να ξέρεις τι θα συναντήσεις, τι θα δεις, πώς θα σας υποδεχτούνε. Αυτές ήταν ωραίες στιγμές.

Η «Τέλεση» είναι για μένα ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων. Με την απόσταση που έχεις πάρει διακρίνεις τυχόν χαρακτηριστικά που σου αρέσουν ή όχι στην ιστορία;

Με παίδεψε η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε αυτό το βιβλίο. Αλλά δεν είναι το ζήτημα αν μου αρέσει ή όχι. Το ζήτημα είναι αν λειτουργεί αυτή η επιλογή για τη συγκεκριμένη ιστορία. Και κατόπιν πολλής σκέψης και πειραματισμών κατέληξα ότι λειτουργεί. Ας πούμε, το κλειστοφοβικό στοιχείο που υπάρχει στην ατμόσφαιρα εξυπηρετείται πολύ καλά από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση.

Τελικά το βιβλίο αυτό είναι «ψυχολογικό θρίλερ»;

Θα το έλεγα περισσότερο υπαρξιακό θρίλερ. Αλλά αυτός δεν είναι και τόσο εμπορικός όρος. Οπότε ας βολευτούμε με το ψυχολογικό.

Συμπονάς τους χαρακτήρες που δημιουργείς;

Τους συμπονώ αλλά ταυτόχρονα προσπαθώ να είμαι ανηλεής μαζί τους. Ένας μαθητής μου από το παιδικό εργαστήρι δημιουργικής γραφής που εμψυχώνω μου είχε πει: «Αγαπώ πολύ τους ήρωες που απελπίζονται βαθιά μέσα στην ιστορία». Αυτός είναι ένας γνώμονας για το τι πρέπει να κάνουμε όταν σχεδιάζουμε χαρακτήρες. Να τους αφήνουμε να απελπίζονται βαθιά. Να φτάνουν στα άκρα.

Τι κάνει τους ανθρώπους να βάζουν «μάσκες»;

Πολλά πράγματα. Άλλοτε θες να κρύψεις κάτι. Και άλλοτε να φανερώσεις. Κάποιες φορές είναι και ένας τρόπος να βρεις τον εαυτό σου. Και άλλοτε να συναντήσεις τους άλλους.

Οι εκδόσεις «Νήσος» όπου ανήκεις, έχουν κάνει ηχηρή εμφάνιση στο εκδοτικό δυναμικό της χώρας τα τελευταία χρόνια. Γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό;

Οι εκδόσεις Νήσος έχουν κάνει τη διαφορά τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό εκδοτικό τοπίο γιατί η φιλοσοφία τους είναι πολύ διαφορετική από τη φιλοσοφία των περισσότερων εκδοτικών οίκων. Επίσης, έχουν πολύ οξυμμένο ένστικτο και υψηλό λογοτεχνικό κριτήριο. Θα σου θυμίσω πως ξεκίνησε η λογοτεχνική σειρά της Νήσου (γιατί πιο πριν έβγαζε κυρίως δοκίμια, πολιτική θεωρία κτλ). Το πρώτο βιβλίο της σειράς «λ» λοιπόν ήταν το περιβόητο “Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους” του Μιχάλη Αλμπάτη. Ένα βιβλίο που κατά ομολογία του ίδιου του συγγραφέα είχε απορριφθεί από το σύνολο των μέινστριμ εκδοτικών οίκων. Θέλει λοιπόν και «μύτη» για να είσαι καλός εκδότης. Οι περισσότεροι δυστυχώς δε διαθέτουν. Αλλά όσον αφορά την κριτική στο εκδοτικό σύστημα μπορείς και να ανατρέξεις στο προηγούμενο βιβλίο μου, τη “Λίστα” του Λεπορέλο!

Σου αρέσουν οι παρουσιάσεις είτε οι δικές σου είτε άλλων;

Ναι, όταν γίνονται με σεβασμό προς στο κοινό και δε διέπονται από πνεύμα ναρκισσιστικό και αυτάρεσκο. Κανείς δεν αντέχει τις μακροσκελείς  και ανέμπνευστες αναλύσεις. Αλλά έχει τρομερό ενδιαφέρον όταν η εκδήλωση γίνεται αφορμή για μια εποικοδομητική συζήτηση στην οποία συμμετέχει και το ακροατήριο.

Ποιες κινήσεις πρέπει να κάνουν οι ελληνικές εκδόσεις για να επικοινωνηθούν περισσότερο έξω;

Χρειάζεται κυρίως συντονισμένη προσπάθεια. Έμπρακτη στήριξη από το Υπουργείο Πολιτισμού και όχι σπασμωδικές κινήσεις.

Υπάρχει κάποιος συγγραφέας, νέος ή παλιός, που πιστεύεις ότι θα έπρεπε να ήταν παγκοσμίως γνωστός;

Κάποιοι συγγραφείς μας, όπως ο Καζαντζάκης, ο Βασιλικός, ο Σαμαράκης, είχαν μεγάλη μεταφραστική τύχη και όχι άδικα. Άλλοι, εξίσου σημαντικοί ή και ακόμα περισσότερο, δεν τα πήγαν καλά έξω. Είναι πολλοί οι παράγοντες για την επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού και δεν έχουν να κάνουν μόνο με την αξία του έργου. Για μένα πολλοί μεταπολεμικοί συγγραφείς μας θα άξιζαν να βγουν προς τα έξω, ο Κάσδαγλης, ο Κοτζιάς, ο Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ, ο Κώστας Χατζηαργύρης, ο Δημήτρης Χατζής. Βέβαια, κάποιους από αυτούς δεν τους διαβάζουμε ούτε στην Ελλάδα τώρα πια…

Πραγματοποιείς και τη διατριβή σου αυτήν την εποχή. Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια παραπάνω για αυτήν;

Είναι μια ιχνηλάτηση της πλοκής στο ελληνικό μυθιστόρημα από το 1880 μέχρι το 1980. Την τελειώνω όπου να ‘ναι. Θα μου λείψει.

Ποιοι καλλιτέχνες, από διάφορες τέχνες, σε έχουν εμπνεύσει;

Με έχουν εμπνεύσει πολλοί ποιητές κατά καιρούς, με το έργο τους και τον βίο τους. Από τον Καρυωτάκη, τον Ρεμπώ, τον Μπωντλαίρ μέχρι τον σύγχρονό μας Κορεάτη ποιητή Κο Ουν.

Πες μου πέντε αγαπημένα σου βιβλία.

Κατά καιρούς αλλάζει η ιεράρχηση των αγαπημένων μου βιβλίων. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια η λίστα μου έχει αποκρυσταλλωθει κάπως έτσι: Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, Άγριοι Ντετέκτιβ του Ρομπέρτο Μπολάνιο, Η Σκούπα και το Σύστημα του Ντέιβιντ – Φόστερ Γουάλας, Μυθοπλασίες του Μπόρχες, Δον Κιχώτης του Θερβάντες.

Πώς αποφάσισες να μη ζεις σε μεγάλο αστικό κέντρο;

Ήταν συγκυριακοί οι λόγοι. Αλλά δεν το έχω μετανιώσει. Έτσι κι αλλιώς προέρχομαι από την επαρχία. Και μου αρέσει η ήρεμη, ανέμελη ζωή. Οι νευρώσεις της μεγαλούπολης μου προκαλούν, κάποτε, δυσφορία. Πάνω από όλα είναι ωραίο να έχεις κοντά σου τη θάλασσα και το βουνό.

Πώς συνδυάζεται η ισορροπία ανάμεσα στην οικογένεια, την εργασία και τον ελεύθερο χρόνο;

Δε συνδυάζεται. Είναι ένα διαρκές σπάσιμο της ισορροπίας μέχρι την ανεύρεση μιας άλλης, ανώτερης ισορροπίας που λέει και ο Καζαντζάκης.

Κλείσε με μια φράση από την «Τέλεση».

«Οι ηθοποιοί είναι πάντα γυμνοί πάνω στη σκηνή. Δεν έχουν πανοπλία. Δεν μπορούν να κρυφτούν πουθενά. Η μόνη τους προστασία είναι τα λόγια που λένε. Και τα λόγια, παρά την παντοδυναμία τους, δε συνθέτουν παρά μια αόρατη στολή. Καλύπτουν το σώμα με μια ανεπαίσθητη, διάφανη μεμβράνη που δεν είναι ικανή να απομακρύνει τα βέλη του κοινού».

 

 

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.