Οι άνθρωποι του ΚΕΤ μιλάνε στο debop.gr
2015-09-18Το Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων είναι μια ανήσυχη εστία τέχνης και πολιτισμού στην καρδιά της Κυψέλης. Σε αυτήν την ιδιαίτερη γειτονιά επέλεξαν άνθρωποι με όραμα, στόχο, πάθος για κάθε είδους τέχνη αλλά και με όρεξη για δουλειά, να βρουν το καταφύγιο τους και να στεγάσουν τα όνειρά τους, τις επιθυμίες τους, τόσο τα δικά τους όσο και άλλων συνεργατών τους. Από τη στιγμή που μπαίνεις στο χώρο προδιατίθεσαι θετικά. Τα χαμόγελα περισσεύουν, το μπαράκι είναι φιλόξενο και χώρος που μαζεύονται όλοι τριγύρω να μιλήσουν και να γνωριστούν, νιώθεις μια ελευθερία και μια όμορφη ενέργεια να σε κατακλύζει. Νιώθεις αμέσως κομμάτι αυτού που θα συμβεί. Οι άνθρωποι που βρίσκονται πίσω από αυτό το εγχείρημα είναι: η Φωτεινή Μπάνου, ο Δημήτρης Αλεξάκης, η Μαριέττα Σπηλιοπούλου και η Δάφνη Ανέστη. Μας παρουσίασαν το πρόγραμμα του χώρου και μας μίλησαν και για τη δική τους δουλειά - ένα όνειρο χρόνων- που θα πραγματοποιηθεί φέτος εκεί.
-Ας ξεκινήσουμε με το νέο πρόγραμμα:
Δάφνη: Ο βασικός άξονας του προγράμματος είναι το θέατρο, υπάρχει όμως και πολλή μουσική, performances και σεμινάρια για όλες τις ηλικίες. Πρόκειται για έργα πολιτικά, όχι όμως με την έννοια του διδακτικού- δογματικού θεάτρου. Τα έργα αυτά είναι σημερινά, πολύ σύγχρονα. Για παράδειγμα, αν σκεφτεί κανείς το Τσερνόμπιλ (έργο που θα παρουσιαστεί φέτος εδώ και μιλάμε παρακάτω για αυτό) και τη Φουκουσίμα, η αναγωγή στο σήμερα είναι έντονη.
-Έχουμε λοιπόν για τη θεατρική χρονιά:
Φωτεινή: Ξεκινάμε με ένα χοροθεατρικό πρότζεκτ, τη Stachtopetarida : 6 καλλιτέχνες από διαφορετικές χώρες συναντιούνται στο Kythnos Dance Week, συνδυάζοντας την τοπική μουσική και χορευτική παράδοση με σύγχρονες τεχνικές χορού. Το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης θα παρουσιαστεί στο ΚΕΤ την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου.
Δημήτρης: Η πρώτη θεατρική πρεμιέρα είναι ο Κόλχαας σε διασκευή, μετάφραση, σκηνοθεσία και ερμηνεία του Νίκου Αλεξίου. Έχει παρουσιαστεί ξανά τα προηγούμενα δύο χρόνια και αποτελεί την πιο καθοριστική του δουλειά: Πρόκειται για μια διασκευή πάνω στο αφήγημα του Kleist, που είναι η συγκλονιστική ιστορία μιας αγροτικής επανάστασης στην Γερμανία του 16ου αιώνα. Ξεκινάει από έναν έμπορο αλόγων, τον Μίκαελ Κόλχαας, στην εποχή όπου υπάρχει ακόμα ο φεουδαρχισμός στην Γερμανία, αλλά υπάρχουν και αστοί –έμποροι-, η απαρχή δηλαδή της αστικής τάξης. Ο Κόλχαας έχει μέσα του έντονο το αίσθημα και του δικαίου και του νόμου και του εμπορίου. Είναι από τους πρώτους αστούς, λίγο πριν τη Γαλλική επανάσταση και τα αποτελέσματα που έφερε σε όλη την Ευρώπη. Ο Kleist γράφει το έργο μερικά χρόνια μόνο μετά τη Γαλλική επανάσταση και στην ουσία βρίσκει στην ιστορία της Γερμανίας ένα υπαρκτό πρόσωπο- προάγγελο της επανάστασης αυτής κατά της φεουδαρχίας. Η ιστορία έχει ως εξής: Πρόκειται για την κατάσχεση των δυο πιο όμορφων αλόγων του Μίκαελ Κόλχαας, τα οποία συμβολίζουν όλη του τη δουλειά και την αξία του, καθώς τα έχει φροντίσει και μεγαλώσει. Για αυτόν η κατάσχεση αυτή είναι μια κατάφωρη αδικία και προσφεύγει στη δικαιοσύνη, λόγω όμως της παρέμβασης του βαρώνου δε δίνεται συνέχεια στο δικαστήριο στη μήνυσή του. Η γυναίκα του στην προσπάθειά της να μεταπείσει το βαρώνο δολοφονείται από τους ανθρώπους του φεουδάρχη. Επομένως χάνει και τη γυναίκα του. Στη συνέχεια πουλάει όλα του τα υπάρχοντα, κρατάει όμως τα άλογα και τα όπλα, μαζεύει γύρω του τους ανθρώπους που είχε γύρω του, υπηρέτες που φρόντιζαν τα ζώα και ξεκινά στην ουσία αντάρτικο. Πηγαίνουν στο κάστρο του βαρώνου και σκοτώνουν όλους τους ανθρώπους του. Μέσα σε λίγους μήνες μαζεύονται γύρω του μάστορες, κτηνοτρόφοι, άνθρωποι από όλες τις ομάδες και σχηματίζεται γύρω του μια στρατιά, αποτελούμενη από το λαό, που καταφέρνει μέσα σε πολύ λίγο καιρό να καταλύσει όλο το φεουδαρχικό κράτος.
Είναι πολύ σημαντικό αυτό το κείμενο να παρουσιαστεί τώρα, διότι κι εμείς έχουμε να κάνουμε με μια πολύ ισχυρή, διεφθαρμένη αριστοκρατία, το είδαμε με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο με τις διαπραγματεύσεις, κι είναι συγκλονιστικό να παρακολουθείς την ιστορία ενός κόσμου που δεν έχει γίνει ακόμα πραγματικότητα κι ενός κόσμου που ναι μεν πεθαίνει αλλά είναι ακόμα πολύ ισχυρός.
Δάφνη: Ακολουθεί η παράσταση Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη με θέμα τη δολοφονία ενός νεαρού, που έκλεψε και ήπιε ένα κουτάκι μπύρας σε ένα σούπερ μάρκετ στη Γαλλία. Η καταδίωξη από την ασφάλεια του κτηρίου κατέληξε στη δολοφονία του.
Δημήτρης: Καταρχήν δεν πρόκειται για ένα θεατρικό έργο, αλλά για αφήγημα στο πρώτο πρόσωπο. Είναι μια ιστορία του 2009, του Laurent Mauvignier, ενός από τους καλύτερους γάλλους συγγραφείς αυτή τη στιγμή, κι είναι η προσπάθειά του να προσεγγίσει το γεγονός, να περιγράψει και να προσεγγίσει τη βία αυτή, το μίσος, τον πανικό, το θάνατο που έρχεται αλλά δεν μπορείς να πιστέψεις ότι έρχεται, όμως τον νιώθεις. Είναι μια πολύ δυνατή γραφή για τον κοινωνικό αποκλεισμό στη σημερινή Γαλλία κι ενδεχομένως σε όλη την Ευρώπη. Το αφήγημα έχει έντονη προφορικότητα, δεν είναι πάντα ξεκάθαρο ποιος μιλάει και σε ποιον και μπλέκονται έτσι πρόσωπα, καταστάσεις κι αναμνήσεις. Σκηνοθετεί η Άσπα Τομπούλη και πρωταγωνιστεί ο Νίκος Νίκας.
Φωτεινή: Αυτό που έχει πολύ ενδιαφέρον σ’ αυτό το κείμενο είναι η σχέση μαρτυρίας και φανταστικής περιγραφής.
-Μαριέττα μίλησέ μας για τη δική σου δουλειά φέτος στο ΚΕΤ, αλλά και για το σεμινάριο που έκανες.
Μαριέττα: Πέρσι κάναμε ένα σεμινάριο προς το τέλος της χρονιάς, το οποίο, αν και σύντομο, πήγε ανέλπιστα καλά και θα το επαναλάβουμε και φέτος. Όλος ο άξονας βασίζεται στη γειτονιά της Κυψέλης (η οποία δεν έχει καμιά σχέση με την Κυψέλη που θεωρούνταν το «Κολωνάκι» της τότε εποχής), όπου ζουν άνθρωποι από τόσο διαφορετικές κουλτούρες και το ζητούμενο είναι πώς μπορούν οι κουλτούρες αυτές να έρθουν σε επαφή και να αλληλεπιδράσουν. Η δικιά μου σκέψη είναι πως πρέπει να ξαναδούμε από την αρχή το χάρτη της πόλης, όχι μόνο της Κυψέλης, όλης της Αθήνας. Αντί να κοιτάμε τα λάθη που έχουν γίνει στο παρελθόν στον τρόπο ένταξης των ανθρώπων στην κοινωνία μας, να δούμε το χάρτη αυτόν και να τον φτιάξουμε από την αρχή. Το σεμινάριο αφορά εφήβους, ηλικίας 12-16. Είναι οι ηλικίες που είναι περισσότερο ανήσυχες κι ίσως αντιμετωπίζουν και τα περισσότερα προβλήματα σε σχέση με την ένταξή τους.
Δάφνη: Το κάλεσμά μας ήταν γενικό και απευθύνθηκε σε πολλούς φορείς και ομάδες μεταναστών και τελικά ανταποκρίθηκε ο φορέας Στέγη Plus, που ασχολείται με ασυνόδευτα παιδιά, που οι γονείς τους αγνοούνται ή βρίσκονται κάπου μακριά σε άλλη χώρα, και τα φιλοξενούν μέχρις ότου βρεθεί μια λύση. Πολλές φορές επαναπατρίζονται και επανασυνδέονται με τις οικογένειές τους.
Μαριέττα: Οι έφηβοι ανταποκρίθηκαν πολύ καλά σε αυτό κάλεσμα και ξαφνικά είδαμε ένα άνοιγμα που δεν υπάρχει ούτε σε επαγγελματίες ηθοποιούς. Ήρθαν πολύ ανοιχτοί κι έτοιμοι να τους συμβεί κάτι απροσδιόριστο και βγήκε ένα υπέροχο αποτέλεσμα. Αυτό είναι και όλο το όνειρο που στεγάζει αυτή την ιδέα.
-Πώς λύσατε το θέμα της γλώσσας;
Δάφνη: Δεν υπήρχε κοινή γλώσσα.
Μαριέττα: Ούτε καν τα αγγλικά. Ίσως τα πολύ βασικά αγγλικά, αυτά τα λίγα πράγματα που όλοι ξέρουμε για να μπορούμε να επικοινωνούμε στοιχειωδώς. Φτιάξαμε μια καινούρια γλώσσα, σωματική, που μπορεί να μη σημαίνει κάτι για κανέναν, για μας όμως ήταν κώδικας επικοινωνίας. Υπήρχε πολλή ζωγραφική επίσης, μουσική και σωματικότητα, πράγματα που ενώνουν τους ανθρώπους χωρίς να χρειάζονται κοινή γλώσσα. Στόχος είναι τα παιδιά αυτά να γνωριστούν, να συνεργαστούν και να αναπτυχθούν σχέσεις μεταξύ τους.
-Και τι άλλο ετοιμάζετε φέτος εδώ;
Δάφνη: Θα φιλοξενήσουμε το θεατρικό έργο Ιστορία του γερασμένου παιδιού, βασισμένο στο ομώνυμο διήγημα της Jenny Erpenbeck, σε διασκευή και σκηνοθεσία της Σεβαστιάνας Αναγνωστοπούλου, καθώς και το θεατρικό μονόλογο Δαίμονας της Μαρίας Ευσταθιάδη, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Αγγελίδη και ερμηνεία της Μαριέττας Σπηλιοπούλου.
Μαριέττα: Είναι ένας «πολυφωνικός» μονόλογος με αφορμή ένα κεφάλαιο από τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι, το οποίο είχε αρχικά λογοκριθεί για την αιρετικότητά του. Στο κεφάλαιο αυτό εξομολογείται ο Νικολάι Σταβρόγκιν πως βίασε μια πολύ νεαρή κοπέλα και την οδήγησε στην αυτοκτονία. Η Ευσταθιάδη χρησιμοποιεί στοιχεία της εξομολόγησης του ήρωα για να ξαναπεί την ιστορία, με διαφορετική αφετηρία, αντιστρέφοντας και το πρόσωπο της εξομολόγησης. Ακούμε την ιστορία από το κορίτσι που βιάστηκε, αλλά έζησε. Μια ερωτική ιστορία που παρ' όλη την άσχημη έναρξή της συνεχίζεται και εξελίσσεται μέσα στα χρόνια, έως ότου ο Σταβρόγκιν οδηγηθεί τελικά στην αυτοκτονία.
-Πώς διαλέξατε αυτό το έργο;
Μαριέττα: Ξεκίνησε από τη γνωριμία του Μιχάλη με κάποια κείμενα της Μαρίας. Ο Δαίμονας τον κέρδισε πολύ, μου το πρότεινε, το αγάπησα με τη σειρά μου κι έτσι ζητήσαμε από τη Μαρία Ευσταθιάδη να μας το εμπιστευτεί. Είναι μεγάλη τιμή και χαρά.
Μιλήστε μας τέλος για τη νέα δουλειά του ΚΕΤ, που θα είναι εξ’ ολοκλήρου δική σας και καμαρώνετε για αυτήν:
Φωτεινή: Πραγματοποιείται επιτέλους ένα όνειρό μας που ήταν και η αφορμή για να ανοίξει το ΚΕΤ. Θα παρουσιαστεί το Μάϊο λοιπόν μια δουλειά δική μας, όπου πυρήνας είμαστε ο Δημήτρης κι εγώ, μαζί με δυο ακόμα ηθοποιούς, την Παρασκευή Πατελάκη και την Ιζαμπέλα Κυριαζή. Σιγά σιγά όμως θα μπαίνουν και άλλοι συνεργάτες στο σχέδιο.
Το θέμα του έχει να κάνει με την καταστροφή του Τσερνόμπιλ. Δεν έχει τη ματιά ενός ντοκιμαντέρ, αφορά στις ιστορίες κάποιων ανθρώπων -κυρίως γυναικών- μετά από το πυρηνικό ατύχημα. Μια πρώτη εκδοχή είχαμε παρουσιάσει στη Γερμανική Σχολή Αθηνών το 2009, με ερασιτέχνες ηθοποιούς. Τη δεύτερη εκδοχή του έργου την παρουσιάσαμε με επαγγελματική ομάδα στο Εθνικό Θέατρο, στο θεσμό «Αναγνώσεις», το 2010. Εδώ και πέντε χρόνια μας «κυνηγάει» αυτή η τρίτη εκδοχή, που με κάποιον τρόπο εμπεριέχει και τις δυο προηγούμενες.
Το ΚΕΤ λοιπόν υπάρχει επειδή μια μέρα είπαμε με τον Δημήτρη να δούμε αυτόν το χώρο, ο οποίος ανήκει στην οικογένεια και ήταν ξεχασμένος και κλειστός, μήπως μπορέσουμε να κάνουμε κάποια πρόβα και να προχωρήσουμε τα σχέδια που είχαμε στο μυαλό μας. Έτσι μπήκαμε μέσα στο χώρο, αλλά στην πορεία προέκυψαν τόσες επαφές και τόσες συζητήσεις με καλλιτέχνες για διάφορα σχέδια, που βρεθήκαμε τελικά να οργανώνουμε ολόκληρο καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Ένα ήταν σίγουρο: ότι δεν πρόκειται για έναν χώρο που τον κρατάς για τον εαυτό σου. Στην πορεία προέκυψαν πολλά σχέδια, πολλών καλλιτεχνών, που τα ζήσαμε και τα ζούμε όλα σαν προέκτασή μας. Όλες αυτές οι εμπειρίες εμπεριέχονται αναπόφευκτα μέσα σ΄ αυτό το πρωταρχικό μας σχέδιο, που επιτέλους βρίσκει φέτος την ολοκληρωμένη του μορφή. Αυτή είναι η μικρή ιστορία του ΚΕΤ και μοιάζει σα να επιστρέφουμε εκεί από όπου αρχίσαμε.
-Δημήτρη, μίλησέ μας για το έργο:
Δημήτρης: Ο τίτλος είναι Στη χώρα μου, λένε ότι το Τσερνόμπιλ είναι ένα δέντρο που μεγαλώνει. Στο αναλόγιο του Εθνικού Θεάτρου είχε άλλον τίτλο και μια πιο μεταβατική γραφή. Ήταν επτά γυναικείοι μονόλογοι, εμπνευσμένοι από τα γεγονότα του ατυχήματος. Τώρα κρατάμε κάποια κείμενα από τότε, πιο εξελιγμένα. Το έργο σε αρκετά μεγάλο μέρος αφορά στη μαζική φυγή, μετανάστευση, μιας ολόκληρης πόλης γύρω από τον αντιδραστήρα, του Πριπιάτ. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια μεγάλη σοβιετική πόλη, που είχε χτιστεί για το προσωπικό, τα στελέχη, τους μηχανικούς του σταθμού και τις οικογένειές τους. Ο αντιδραστήρας του Τσερνόμπιλ χτίστηκε πάρα πολύ γρήγορα και πρόχειρα και δίπλα του ξεφύτρωσε μια μεγάλη πόλη πενήντα χιλιάδων κατοίκων, που μετά το ατύχημα εκκενώθηκε μέσα σε δυο μέρες.
Ο πυρήνας του έργου είναι το θέμα της ραδιενέργειας ως αόρατης απειλής πάνω στους ανθρώπους και τη φύση και το δεύτερο θέμα που διαπερνά όλο το έργο, είναι αυτή η μαζική, εξαιρετικά γρήγορη κι άξαφνη μετανάστευση μιας ολόκληρης πόλης. Φανταστείτε μια μεγάλη, σύγχρονη πόλη, με πολυκατοικίες, στην οποία έρχονται ένα πρωί με μεγάφωνα άνθρωποι από τη διοίκηση και καλούν τον κόσμο να μαζέψει κάποια απολύτως απαραίτητα πράγματα, διότι «φεύγουμε για δυο-τρεις μέρες για προστασία, στο δάσος έξω από την πόλη». Τους είπαν ότι θα επιστρέψουν και τους απαγόρευαν να πάρουν μαζί τους κατοικίδια ή ο,τιδήποτε είχε μπαταρία και φορτιστή και κουβαλούσε πάνω του ραδιενέργεια. Κάποιοι προσπαθούν να πάρουν μαζί τους τα κατοικίδιά τους λαθραία, ενώ ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός συστρατεύεται προκειμένου να γίνει η εκκένωση. Έρχονται λεωφορεία και φορτώνουν όλη την πόλη και φεύγουν. Σύμφωνα με υπαρκτές μαρτυρίες, στην αρχή τους λένε ότι φεύγουν μόνο για λίγο στην εξοχή... Σιγά σιγά όμως οι άνθρωποι σκορπίζονται και το έργο καταλήγει σε αυτό.
-Πώς είναι η δομή του έργου;
Δημήτρης: Ο κορμός του έργου είναι τέσσερις γυναικείοι μονόλογοι: μια ράφτρα που ζει τώρα στη Μόσχα, που ήταν ράφτρα και στο Πριπιάτ και με αφορμή ένα ρούχο, ένα νυφικό που φτιάχνει, θυμάται ένα άλλο νυφικό που έφτιαχνε στην πόλη της λίγο πριν το ατύχημα. Ο δεύτερος μονόλογος είναι μια αρκετά μεγάλη γυναίκα, άστεγη πλέον, που περιφέρεται στο μετρό της Μόσχας, μιλώντας στον κόσμο που χρησιμοποιεί το μετρό, όπου μπαίνει στο λόγο της η πραγματικότητα του Τσερνόμπιλ σαν παραλήρημα, αφού, κατά κάποιον τρόπο, μόνο σαν παραλήρημα μπορείς να την προσεγγίσεις. Υπάρχει και άλλη μια γυναίκα που έμενε στα χωριά γύρω από το Πριπιάτ, αγρότισσα, από τους παλιούς κατοίκους της απαγορευμένης πλέον ζώνης, η οποία είναι μάλλον από αυτούς που επέλεξαν να μην φύγουν. Διότι κάποιοι επέλεξαν να μείνουν παράνομα, κατά παράβαση της εντολής εκκένωσης, με μεγάλο κίνδυνο για την υγεία τους. Αυτή λοιπόν συνέχισε να μένει εκεί, να ασχολείται με τη γη, τα ζώα, τα μήλα, το πηγάδι. Πηγαίνει συχνά στο Κίεβο, περιγράφει τις βόλτες αυτές και μιλάει στον άντρα της, που βρίσκεται στο χώμα. Κάθε χρόνο, το ψυχοσάββατο, οι παλιοί πλέον κάτοικοι της ζώνης, επιστρέφουν για λίγο στην απαγορευμένη περιοχή, με άδεια (αφού η περιοχή έχει σύνορα με στρατιωτικά φυλάκια), για να επισκεφθούν τους νεκρούς τους. Στη Ρωσία και την Ουκρανία συνηθίζουν να πηγαίνουν εκεί με μια βότκα, με αχλάδια και μήλα, προκειμένου να φάνε και να συνομιλήσουν με τους νεκρούς. Αυτό είναι κάτι πολύ παγιωμένο στη λαϊκή κουλτούρα, ότι δηλαδή κουβαλάμε τους νεκρούς μας μαζί μας, τους μιλάμε και επικοινωνούμε μαζί τους. Κι αυτή η γυναίκα αυτό κάνει. Είναι ένας διάλογος με έναν άνθρωπο που απουσιάζει. Υπάρχει έντονα δηλαδή η παρουσία των απόντων. Υπάρχει τέλος και μια κοπέλα που εμφανίζεται σαν την εναλλακτική νεολαία (στην Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ένα πρόσωπο από τα Εξάρχεια). Είναι σε ένα πάρκο, ίσως στη Μόσχα, ίσως στο Κίεβο, ίσως στη Λευκορωσία ή και αλλού και αναμεταδίδει μια φαντασιακή ραδιοφωνική εκπομπή, ζωντανά, χωρίς μικρόφωνο και μηχανήματα, μόνη της. Είναι ουσιαστικά μια αναμετάδοση που περιγράφει μια ζωντανή πόλη, τους ανθρώπους που πάνε εκεί και τι κάνουν, τις νοικοκυρές που στρώνουν το τραπέζι και τι σκέφτονται εκείνη τη στιγμή, έναν άνθρωπο μεγάλης ηλικίας που ξαφνικά έπειτα από δυο βήματα από εκεί που μένει δεν αναγνωρίζει πια τους δρόμους, ένα μωρό, και μέσα σε αυτό φράσεις που προέρχονται από το Τσερνόμπιλ. Κάτι σύγχρονο δηλαδή, στο οποίο όμως εμπεριέχεται και η ιστορία.
Είναι τέσσερις μονόλογοι, με έναν πολυφωνικό πρόλογο κι επίλογο, με πραγματικές φράσεις και καταστάσεις από τα γεγονότα. Εκεί υπάρχει και το στοιχείο του ντοκουμέντου, το οποίο έρχεται σε αντίφαση με το ποιητικό- φαντασιακό. Οπότε το ντοκουμέντο έχει κι αυτό μια ποιητική χρήση, πράγμα που βρίσκω πολύ ενδιαφέρον.
-Και αφορά αποκλειστικά τέσσερις γυναίκες;
Δημήτρης: Ναι, έχει να κάνει με το πώς έβλεπα την προφορική παράδοση και τη μεταφορά του λόγου στις παραδοσιακές κοινωνίες. Απλά μου έβγαινε πιο δυνατά να ειπωθεί από γυναίκες, είναι πολύ απελευθερωτικό.
Με τα παιδιά αυτά θα μπορούσα να συζητάω ώρες, για μελλοντικά σχέδια, για μουσική, θέατρο, βιβλία, ιδέες που προκύπτουν επιτόπου, σκέψεις που ακόμα δεν έχουν ολοκληρωθεί. Όπως και έγινε. Μιλήσαμε αρκετά και πριν και μετά, αλλά θέλω να τους ξαναδώ μαζεμένους να μου ανακοινώνουν νέες περιπέτειες, οπότε αρκούμαστε σε αυτά προς το παρόν... Κρατήστε το αναλυτικό πρόγραμμα του ΚΕΤ που είναι πλούσιο και αφορά σε πολλά πράγματα, επισκεφθείτε το χώρο για να δείτε περί τίνος πρόκειται και μην ανησυχείτε. Το debop θα είναι εδώ και θα ενημερώνει...