Συζητώντας με τον Στέφανο Ρόκο για το δικό του «No More Shall We Part»
2019-02-21Αν έπρεπε να τοποθετήσω χρονικά την γνωριμία μου με τον Στέφανο νομίζω πρέπει να ήταν κάπου 20 χρόνια πριν, τότε που όλα στην πόλη της Αθήνας ήταν πολλά υποσχόμενα και που κυριώς εμείς, πιο μικροί, δεν είχαμε σταματημό σε όσα κάναμε και όσα ονειρευόμαστε να κάνουμε.
Στα χρόνια που πέρασαν, κάθε φορά που τον συναντώ, κάθε φορά που βλέπω τη δουλειά του, νιώθω πως ο Στέφανος μένει πιστός σε αυτό τον τρόπο ζωής: δεν έχει σταματημό, σε όσα κάνει και όσα ονειρεύεται να κάνει. Και το πιο σημαντικό, τα καταφέρνει.
Περιμένοντας με ανυπομονησία να δούμε από κοντά το τωρινό του κατόρθωμα, την οπτικοποίηση του άλμπουμ «No More Shall We Part» (2001) των Nick Cave and The Bad Seeds (που είναι πολλά παραπάνω από όσα αυτές οι λίγες λέξεις μπορούν να πουν), τον συναντήσαμε μαζί με τον κοινό μας φίλο Παντελή Ιωάννου και τα είπαμε λιγάκι...
Παρακάτω λοιπόν, μια φιλική στην ουσία της συζήτηση, για τη ζωγραφική, τη μουσική, την υπομονή, τον Nick Cave και κάποια ακόμη πραγματάκια.
Διαβάστε την και ελάτε να τα πούμε από κοντά στο Μπενάκη.
Ο Στέφανος Ρόκος, ο άνθρωπος που μπορεί να καταγράφει την ομορφιά στους καμβάδες του τόσο καλά όσο λίγοι, μιλά στο deBόp λίγο πριν το στήσιμο της τελευταίας του έκθεσης που θα εγκαινιαστεί στις 3 Απριλίου στο Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς και που -επιτρέψτε μας!- εμείς καλούμε εικαστικό γεγονός της χρονιάς!
Η μουσική είχε πάντα πολύ έντονη παρουσία στα έργα σου. Άλλοτε σε λεπτομέρειες, άλλοτε ως ολόκληροι πίνακες ή και εκθέσεις με soundtrack αποτελούμενα από τραγούδια γραμμένα ειδικά γι' αυτές από αγαπημένους σου μουσικούς, είναι πάντα "εκεί". Είναι για εσένα μια πηγή έμπνευσης, ή αποτίεις φόρο τιμής σε κάτι που αγαπάς μέσω της τέχνης σου;
Κάποια στιγμή στην εφηβεία μου προσπάθησα να μάθω μουσική, συγκεκριμένα ξεκίνησα μαθήματα κιθάρας, με στόχο στη συνέχεια να μάθω ηλεκτρικό μπάσο και τελικά να φτιάξω ένα συγκρότημα. Στην πορεία όμως κατάλαβα ότι δεν είχα μουσικό ταλέντο και ότι ήμουν φάλτσος. Αυτό με βοήθησε να συνειδητοποιήσω την κλίση μου στη ζωγραφική, να καταλάβω τις δυνάμεις και τα εφόδιά μου, αλλά και να συγκεκριμενοποιήσω την ανάγκη να εντάξω το είδος της μουσικής που αγαπώ στη ζωγραφική μου.
Η μουσική ήταν πάντα πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία των έργων μου, μια διέξοδος που μου έδειχνε λύσεις για τη θεματολογία της έκθεσης που με απασχολούσε την κάθε περίοδο, αλλά και για τη μείξη των χρωμάτων και τον χαρακτήρα της γραμμής μου – η οποία σχεδόν ποτέ δεν είναι ίσια.
Στο τελικό αποτέλεσμα, λοιπόν, θεωρώ ότι υπάρχει με έναν τρόπο μια μουσικότητα και, ενώ τα έργα μου στέκονται αυτόνομα με ή χωρίς μουσική, είναι εύκολο να θεωρήσει κάποιος ότι αποτίουν φόρο τιμής σε μία Τέχνη που μπορεί μεν να μην κατόρθωσα ποτέ να πλησιάσω παραπάνω, αλλά που επηρεάζει διαρκώς, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, τη ζωγραφική μου.
Πες μας την ιστορία του project «No More Shall We Part». (Πώς γνωρίστηκες με τον Nick Cave; Πώς χτίστηκε η σχέση; Πώς προέκυψε και προχώρησε το project;)
Είναι μια πορεία χρόνων, που χτίστηκε βήμα-βήμα από το 1990 μέχρι σήμερα.
Στο κείμενο με τον τίτλο «Ακολουθώντας την πλοκή» που έγραψα για το λεύκωμα «Stefanos Rokos: Nick Cave & The Bad Seeds’ No More Shall We Part, 14 paintings 17 years later» εξηγώ αυτήν τη διαδρομή και τα κομβικά της σημεία, το ανέκδοτο με τους πιγκουίνους, τη σχέση μου με τον Jim Sclavunos, και τη διείσδυσή μου σε ένα οικείο μεν, απροσπέλαστο όμως μέχρι εκείνη τη στιγμή περιβάλλον, το οποίο με οδήγησε στην έκδοση του βιβλίου και στην ολoκλήρωση του project – με τις ευλογίες του Nick Cave.
Διαβάζουμε την περιγραφή της σχέσης σου με τον Cave από τον drummer και φίλο του, Jim Sclavunos. Τι σήμανε τη μετάβαση από την επιφυλακτικότητα στην οικειότητα; Πως είναι να συνεργάζεσαι με τον Cave;
Το πιο σημαντικό και ουσιώδες κομμάτι της στενότερης σχέσης που αναπτύχθηκε μεταξύ μας τα τελευταία χρόνια είναι ότι αυτή η συνεργασία δεν είναι συνεργασία. Όταν μοιράστηκα την ιδέα μαζί του, θέλησε αμέσως να την στηρίξει, καθώς γνώριζε καλά και εκτιμούσε τη δουλειά μου. Όμως σε καμία στιγμή μέσα στα τρία χρόνια κατά τα οποία δούλευα αφοσιωμένος τα έργα από τα τραγούδια του δεν θέλησε να κάνει επεμβάσεις, αναλύσεις των νοημάτων των στίχων ή να μου υποδείξει κάποια προσέγγιση.
Είχα αποφασίσει από την αρχή ότι όλη η διαδικασία της δημιουργίας των έργων θα περνούσε μέσα από τη δική μου προσωπική ματιά, τη δική μου ερμηνεία και τα δικά μου βιώματα.
Αυτό το γεγονός μάς έφερε ακόμη πιο κοντά, καθώς αποκαλύφθηκαν σιγά σιγά μπροστά μας η κοινή αισθητική, οι κοινοί προβληματισμοί και τα κοινά θέματα που υπήρχαν στις δουλειές μας, τα οποία παρατηρούσαμε από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Γιατί το «No more shall we part»; Τι σημαίνει για εσένα αυτός ο δίσκος;
To άλμπουμ «No More Shall We Part» είχε μεγάλο αντίκτυπο και επίδραση στην προσωπική μου ζωή, καθώς και στην καλλιτεχνική μου εξέλιξη, από το 2001 που κυκλοφόρησε.
Την εποχή εκείνη, προσπαθώντας να σώσω μια σχέση που είχε ήδη καταρρεύσει, ένιωθα να ταυτίζομαι με τις βασικές ιδέες που πραγματεύεται το άλμπουμ, τον Θεό και τον Έρωτα. Οραματιζόμουν για κάθε τραγούδι μια ζωγραφική εικόνα μέσα από την προσωπική μου καλλιτεχνική ματιά, και, μέσα στην αφέλειά μου, έναν γάμο με την κοπέλα που αγαπούσα.
Ως μεταπτυχιακός φοιτητής τότε στο Λονδίνο, είχα επιχειρήσει να μετουσιώσω σε εικόνα το τραγούδι «The Sorrowful Wife» κάνοντας μία από τις πρώτες μου ξυλογραφίες. Εκεί πρωτοχάραξα τον εναρκτήριο στίχο του τραγουδιού «I married my wife on the day of the eclipse».
Πολλά χρόνια αργότερα, χωρίς να έχω καταφέρει να ταυτιστώ με τη συζυγική ζωή που περιγράφει το άλμπουμ, οι εικόνες που είχα πρωτοσκεφτεί για κάθε τραγούδι του δίσκου με ακολουθούσαν ακόμη. Έτσι, αμέσως μετά τα εγκαίνια της τελευταίας μου έκθεσης «Η Εποχή του Ηλεκτρισμού», αποφάσισα ότι θα αφιέρωνα όλη μου την καλλιτεχνική δραστηριότητα προκειμένου να υλοποιήσω αυτό το project.
Αναφέρεις πως με την πρώτη ακρόαση του album οι εικόνες πήραν μορφή μέσα σου. Τελικά ποιο τραγούδι ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση;
Αναμφισβήτητα το «Fifteen Feet of Pure White Snow». Δεδομένου ότι οι στίχοι του δεν αναφέρονται στα ναρκωτικά, όπως πίστεψαν πολλοί δημοσιογράφοι και ακροατές της εποχής (και ίσως ακόμη να το πιστεύουν), ήταν το μόνο τραγούδι για το οποίο δεν είχα ποτέ καμία απολύτως ιδέα σχετικά με το τι συμβολίζουν οι στίχοι του, τι συμβαίνει με όλα αυτά τα πρόσωπα και τα ονόματα που εμφανίζονται, τον τρόπο που θα το μετουσιώσω σε εικόνα. Δεν θέλησα ποτέ να ζητήσω μια εξήγηση από τον ίδιο τον Cave. Σε μία όμως από τις συζητήσεις μαζί του μπροστά από το τελειωμένο πια έργο μου, μου λύθηκαν κάποιες απορίες και ένιωσα πολύ χαρούμενος.
«Hallelujah». Ακούγεται δύο φορές στον δίσκο, τη μία περισσότερο σαν προσωπική κατάκτηση, την άλλη μιας και «God is in the house.». Πότε αισθάνθηκες τελευταία φορά έτσι (και με τον ένα ή/και με τον αλλο τρόπο);
Από τα δύο αυτά τραγούδια πιο συχνά αισθάνομαι αυτό που περιγράφεται στο πρώτο: “The tears are welling in my eyes again / I need twenty big buckets to catch them in / And twenty pretty girls to carry them down / And twenty deep holes to bury them in”.
Πόσο κοντά είναι ο Nick Cave σε αυτό που φανταζόσουν πριν τον γνωρίσεις από κοντά; Ποιος είναι για εσένα πια;
Το περίεργο είναι ότι για τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη αισθανόμουν από 13 χρονών μια ιδιαίτερη, αδικαιολόγητη οικειότητα και ένα δέος, τα οποία εξακολουθώ να αισθάνομαι και σήμερα, στα 42 μου. Απλώς τώρα η οικειότητα είναι δικαιολογημένη και το δέος αμείωτο.
Είμαστε φίλοι και υπάρχει μεγάλη εκτίμηση και από τις δυο πλευρές. Μου αρέσει μέχρι και σήμερα να θαυμάζω μεγάλους καλλιτέχνες σαν να είμαι παιδί.
Αυτήν την περίοδο στο Λονδίνο έχει για πρώτη φορά στην Tate Modern μια μεγάλη έκθεση για τον Pierre Bonnard. Την επισκέφθηκα και έμεινα με τις ώρες μπροστά από τα έργα του σκεπτόμενος διάφορα πράγματα. Στεκόμουν και παρατηρούσα με δέος και οικειότητα.
Πες μας κάτι που δεν ξέρουμε για αυτόν (Eίναι καλός μάγειρας;).
Η συγκεκριμένη απάντηση βρίσκεται σε μια λεπτομέρεια μέσα στο έργο «Love Letter». Μπορείτε αν θέλετε να την αποκωδικοποιήσετε και να έρθετε μετά να με βρείτε για να το συζητήσουμε.
Στέφανε, πως αισθάνεσαι που η συγκεκριμένη δουλειά ολοκληρώνεται;
Ομολογώ πως έχω ανάγκη να δω τα έργα στημένα στο Μουσείο Μπενάκη και την έκδοση που δουλεύαμε εμμονικά εδώ και τρία χρόνια με τον καλό μου φίλο γραφίστα Μανόλη Σπορίδη να πωλείται στα βιβλιοπωλεία και στο διαδίκτυο.
Θέλω να δω ολόκληρο το πρότζεκτ σαν θεατής και να το επεξεργαστώ με καθαρό μυαλό, σαν τρίτος.
Ανυπομονώ επίσης να διαβάσω τους στίχους των τραγουδιών του Nick Cave δίπλα στα έργα μου, καθώς και το κείμενο που έγραψε ο επιμελητής της έκθεσης Σταύρος Καβαλλάρης.
Κι όταν τα κάνω όλα αυτά και αισθανθώ περίεργα, θέλω να ξεκινήσω να δουλεύω καινούργια έργα στο εργαστήριό μου.
Τι θα έλεγε ο Στέφανος του σήμερα σε αυτόν του 2015;
Θα του έλεγα μπράβο που τα κατάφερες, αλλά πρόσεξε, γιατί αν περάσουν άλλα 17 χρόνια για να υλοποιήσεις μία άλλη τόσο σημαντική για 'σένα ιδέα, θα είσαι 59!
--
Όλες τις λεπτομέρειες για την έκθεση «Νο More Shall We Part» μπορείτε να τις βρείτε εδώ.
Παρακολουθήστε την πορεία του έργου του Στέφανου Ρόκου μέσα από την ιστοσελίδα του, το facebook page του και το instagram.