Συνέντευξη με τον Δομίνικο Ιγνατιάδη με αφορμή την νέα του ταινία
2016-10-20Η πρώτη ταινία του Δομίνικου Ιγνατιάδη, με τίτλο «Village Potemkin», είναι ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τα ναρκωτικά και τις εμπειρίες ανθρώπων που μπήκαν στον κόσμο των ουσιών. Πρόκειται για μία καταγραφή βιωμάτων, σκέψεων και συνθηκών που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία. Λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα της δεύτερης ταινίας του, τον συναντήσαμε για να μιλήσουμε μαζί του για την αφορμή να δημιουργήσει, δίνοντας ο ίδιος καθημερινά έναν εξαιρετικά σημαντικό και δύσκολο αγώνα.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα μιας ταινίας και συγκεκριμένα ενός ντοκιμαντέρ;
Το ντοκιμαντέρ είναι κάτι που βγήκε από την την καρδιά μου που σημαίνει ότι οφείλω να λέω πάντα την αλήθεια. Ή τέλος πάντων, τη δική μου αλήθεια. Αυτός είναι ο λόγος που ο κόσμος συγκινείται όταν το βλέπει, επειδή είναι χτισμένο πάνω στην ειλικρίνια. Ξεκίνησα κάπως αργά, στα 32. Επέζησα και ξεκίνησα. Με τον καιρό άρχισα να δημιουργώ, ήμουν άλλωστε πολύ κουρασμένος. Για πολύ καιρό δεν είχα «δέρμα» και ζούσα μέσα σε πολλές συναισθηματικές εντάσεις. Πάντα δυσκολευόμουν να επικοινωνήσω με τους άλλους, επομένως, η κάμερα είναι ένας τρόπος να δημιουργήσω μια γέφυρα ανάμεσα στον εαυτό μου και τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν μπορω να επικοινωνώ με τον καθιερωμένο τρόπο, δυστυχώς.
Η ουσία της δουλειάς μου, βρίσκεται πάντα στη σχέση με τον εκάστοτε ήρωα μου. Ποτέ δε με ενδιέφερε να έχω τη θέση του παρατηρητή, αυτού που δεν εμπλέκεται σε καταστάσεις. Η τεχνική και η αισθητική δε με ενδιαφέρουν τόσο, όσο η ουσία και το ένστικτο· όχι η συνείδηση. Όλα όσα αρχίζουν να αποκτούν ρεαλισμό, τεχνικό αισθητισμό, παύουν να με ενδιαφέρουν.
Ο προσωπικός μου τρόπος πρέπει να βασίζεται στον δικό μου τρόπο ζωής, στις εμπειρίες μου, στις επιθυμίες μου και στον τρόπο που βλέπω εγώ τον κόσμο. Ακροβατώ πάνω στην εξάρτησή μου. Οι μεταπτώσεις μου, έχουν άμεση επίδραση και στη δημιουργικότητα μου. Γι'αυτό, το ντοκιμαντέρ χρειάστηκε τόσο χρόνο -σχεδόν τρία χρόνια. Ζω υπό όρους. Δουλεύω και ερωτεύουμαι υπό όρους φυσικής, συναισθηματικής και πνευματικής εξάντλησης.
Πώς διαχερίζεται κανείς τόσα συναισθήματα και βιώματα μπροστά σε μία κάμερα; Πόσο εύκολο ήταν αυτό για σένα;
Είχαμε όλοι την προθυμία να εκθέσουμε τις γυμνές μας επιθυμίες, την επιθυμία να επικοινωνήσουμε με το κοινό για να μας ακούσει. Φυσικά είμαστε και νάρκισσοι οπότε βοήθησε και αυτό στην έκθεση μας, χωρίς να έχουμε κάποιον ενδοιασμό.
Καταρχήν, το ντοκιμαντέρ είναι επιτυχημένο γιατί οι θεατές ταυτίζονται με αυτό. Η ταύτιση είναι το συναισθηματικό όπλο του. Ο φύλακας των συναισθημάτων του κοινού. Εφόσον αναβιώσουν και προβάλλουν τα δικά τους συναισθήματα και τις δικές τους αδυναμίες, πάνω στις κακουχίες που χτυπούν την ανθρώπινη ψυχή, τότε έχω πετύχει.
Δε φοβάμαι να εκτεθώ, γιατί οι θεατές δε με ξέρουν. Σε τελευταία ανάλυση, δεν τους νοιάζει ποιός είμαι. Για τον πόνο τους νοιάζονται και τον πόνο τους νιώθουν σε κάθε σκοτεινή αίθουσα, όταν πάνε να δούνε κάποιο έργο. Οπότε με μεγάλη μου χαρά τους αφήνω να το χαρούν.
Το ντοκιμαντέρ ήταν μια «εγχείρηση του ασθενή» μπροστά στο κοινό, αλλιώς δε θα είχε νόημα να το κάνω. Άκουσα τους ανθρώπους που συμμετέχουν στις ομάδες αυτοβοήθειας που πηγαίνω και μου τράβηξαν την προσοχή. Έτσι, τους προσέγγισα.
Κανείς δε γεννιέται με την επιγραφή «σκηνοθέτης» στο κουτελό του. Η επιθυμία μου με οδήγησε. Είναι η ίδια επιθυμία που είχα κάποτε για τα ναρκωτικά, η ίδια και για κάποιες γυναίκες που γνώρισα στη ζωή μου. Ήταν το μόνο σημάδι που είχα και με οδήγησε προς αυτό που ήθελα και που είχα ανάγκη, να μεταφέρω μέσω του φακού τα βαθύτερα γενεσιουργά αίτια του εθισμού. Και το πώς το εκάστοτε σύστημα δαιμονοποιεί και, παράλληλα, εκμεταλεύεται τους χρήστες ουσιών.
Δεν σε τρόμαξε το γεγονός πως το προσωπικό θα γινόταν αυτόματα δημόσιο, μετά το τέλος της ταινίας; Ο τρόπος με τον οποίο η δική σου, μοναδική ιστορία θα γινόταν αυτόματα λόγος του καθενός, αντικείμενο σχολιασμού και συζητήσεων;
Όχι, δεν τρόμαξα. Δεν ήθελα ποτέ να μπω στα σώματα ασφαλείας, ούτε δημόσιος υπάλληλος να γίνω. Καταρχήν είναι σίγουρο αυτό που θα σου πω, τσεκαρισμένο, όχι ανυπόστατο -όσοι κουτσομπολεύουν είναι οι ίδιοι που νιώθουν πάντα εξαπατημένοι, αυτοί που δεν έχουν την προσοχή και τα προνόμια που περίμεναν. Είναι η αντίδραση στην απώλεια, όπως η κλοπή. Οπότε δε θα ενδώσω σε αυτόν το φαύλο κύκλο τους. Στο τέλος-τέλος, ας με κουτσομπολέψουν, σαν καθαρόαιμος νάρκισσος που είμαι μου αρέσει να με κουτσομπολεύουν. Με κούρασε η ακατάσχετη φλυαρία, η κενολογία και η πολυλογία επί κάποιου θέματος από πλευράς πολλών, εκτός αυτών που βίωσαν το πρόβλημα της εξάρτησης με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Οι περισσότεροι κερδοσκοπούν από το πρόβλημα και αυτοί που δεν κερδοσκοπούν, χτίζουν αστικούς μύθους. Μικρός όταν ήμουν, μου έλεγαν ότι πρέπει να προσέχω γιατί ίσως κάποιος θα ήθελε να με πλησιάσει και να μου ρίξει ένα χάπι στο ποτήρι. Όσα λέει ότι ξέρει ο καθένας εδώ στην Ελλάδα για τα ναρκωτικά, άλλο τόσο ξέρω εγώ για το πώς κατασκευάζουμε ένα διαστημόπλοιο και το εκτοξεύουμε στον Άρη.
Το θέμα είναι πως πολλοί άνθρωποι δίνουν εντελώς λάθος μηνύματα, και πιθανότατα άθελά τους, γιατί δεν υπάρχει επίσημη επιστημονική και τεκμηριωμένη ενημέρωση για την πρόληψη, που είναι και το πιο σημαντικό. Όσοι μίλησαν, ξαναέζησαν τη δική τους εμπειρία, ελπίζοντας να αναβιώσουν ή να απαλλαγούν από το βάρος αυτής της εμπειρίας, βγάζοντας στο φακό τον πόνο και την ευγνωμοσύνη που νιώθουν. Οπότε αποσκοπούσα σε δύο στόχους: Να λυτρωθώ εγώ και όλοι μας, κάνοντας μια, ας το πω, δημόσια αυτόβουλη διαπόμπευση του εαυτού μας για την αποδοχή της ευαλωτότητας μας, βγάζοντας τη μάσκα της υποκρισίας και πάντοτε σε αντιστάθμισμα με τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών-τοξικομανών αλλά και όλων των ναρκωμανών που κατά περιόδους γίνονται τόσο ευκολοι στόχοι για την εκάστοτε εξουσία.
Πόσο εύκολη ήταν η υλοποίηση της ιδέας; Οικονομικά αλλά και πρακτικά;
Αφού τερμάτισα σε αυτή την κούρσα των τριών χρόνων με θανάτους, χωρισμούς και υποτροπές, θεωρώ τον εαυτό μου νικητή που έφτασα στο τέρμα, που μου επέτρεψα να φτάσω. Το αρχικό ποσό ήταν πολύ χαμηλό. Οι περισσότεροι βοήθησαν χωρίς αντάλλαγμα. Ήμουν ανοιχτός και κατάφερα να γνωρίσω απίστευτους ανθρώπους που μόνο με αυτούς θα το έκανα. Είχα γνωρίσει το Γιάννη, το Σταύρο, την Ευγενία, το Νίκο, τον Ντίνο με τις μουσικές του, και κανείς μα κανείς δεν μου ζήτησε χρηματα.. Εκτίμησαν νομίζω τη θεματολογία και ότι ζητούσα συμμάχους και όχι ελεημοσύνη.
Επίσης, όλοι τους είναι ιδιοφυίες και αυτό που τους ξεχωρίζει από τις ψεύτικες ιδιοφυίες είναι ότι πράγματα που δεν ξερουν να κάνουν, παραδέχονται ότι δεν ξέρουν να τα κάνουν· σε αντιδιαστολή με τις ψεύτικες ιδιοφυίες που είναι αφοσιωμένες μονο στο να προφυλάσσουν τη φήμη τους.
Πως ένιωσες την πρώτη φορά που είδες την ταινία; Είχες ποτέ στο μυαλό σου ότι μπορεί και να μην καταφέρεις ποτέ να την βγάλεις;
Το τρένο της παραγωγής μου και τα τρία αυτά χρόνια, κουτσα στραβά πάντα κινούνταν και, σύμφωνα με τον δεύτερο νόμο του Νεύτωνα, δύσκολα θα σταματούσα.
Θα σου εξηγήσω πώς ένιωθα με μία εικόνα: Στεκόμασταν στην προβολή του working progress που έγινε στο Θέατρο Εμπρός, σε ένα ψηλό σημείο της πόλης και χαμογελούσαμε. Κοιτάγαμε τα φώτα της πόλης να σβήνουν ένα ένα και σκεφτόμασταν πόσες αγωνίες μπορεί να κρύβει κάθε φως που κλείνει. Τελικά, ανήκω σε μια φυλή που πάντα έχανε. Είμαστε, όμως, η φυλή εκείνη που στην Κρίση έχασε ελάχιστα πράγματα γιατί δεν είχαμε ποτέ πολλά στην ουσία. Είμαστε η φυλή που έχει ήδη πτωχεύσει. Ένιωθα την πραγματική αξία του ντοκιμαντέρ που δείχνει μια σπαρακτική παρουσία της απουσίας, μια κραυγη για την αξία, την ουσία και το νόημα του ανθρώπου πως βρίσκεται στο ταπεινό.
Τι νέο έρχεται; Ασχολείσαι με κάτι σχετικό αυτόν τον καιρό;
Ετοιμάζω μια ταινία μικρού μήκους την οποία αφιερώνω στον πατέρα μου.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείς να δεις εδώ.