Barcelona Pursuit | Ένα mixtape και μία ιστορία από τον dj George Koukopoulos
2021-01-21
Βαρκελώνη, Ιούνιος 2002
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο Ζουζέπ Ταραδέλιας. Εκείνη, ελαφριά ντυμένη, μα πάντα προσεγμένα, κατέβηκε τη μεταλλική σκάλα του αεροσκάφους, βαδίζοντας προς το λεωφορείο που θα την πήγαινε στο θάλαμο των αφίξεων, για την παραλαβή των αποσκευών της. Έπειτα, πήρε ένα ταξί για το σπίτι που νοίκιασε μέσω διαδικτύου, το οποίο βρισκόταν στην ακριβή περιοχή της πόλης. Ήταν πολύ σοβαρή και πίσω από τα μεγάλα, μαύρα της γυαλιά κοιτούσε τους ανθρώπους γύρω της, ακούγοντας προσεκτικά τη μουσική στα κομψά ακουστικά της.
Οι γονείς της, την έστειλαν εκεί για μεταπτυχιακό πάνω στα ανθρώπινα δικαιώματα, το οποίο από μικρό παιδί, ήταν το όνειρο της. Είχε πάρει πτυχίο στην αρχιτεκτονική, αλλά ποτέ δεν της άρεσε. Καταγόταν από μια εύπορη οικογένεια, μεγαλωμένη στα νότια προάστια της Αθήνας. Είχε τα πάντα, λεφτά, ομορφιά, γνωριμίες, άντρες που την ποθούσαν όσο τίποτα άλλο. Της άρεσαν όλα αυτά, όμως από κάποιο σημείο κι έπειτα τους έβρισκε ρηχούς, γιατί αποζητούσε κάτι παραπάνω. Νόμιζε πως το να ήταν με κάποιον που ήταν όμορφος και φτασμένος, με κοινωνικό στάτους, θα της έλυνε όλα τα προβλήματα κι έτσι βαριόταν, με αποτέλεσμα να έρχεται το τέλος, που είναι λίγο-πολύ γνωστό κι αναμενόμενο. Ήταν λίγο πάνω από τα 24.
Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα από το αεροδρόμιο ένας 18χρονος, μόλις είχε ξυπνήσει και ετοίμαζε τον στιγμιαίο φτηνό καφέ που βρήκε σε προσφορά στο σούπερ μάρκετ. Έμενε στην εστία του πανεπιστημίου Universitat de Barcelona, σε ένα άθλιο κοιτώνα με πολλά δωμάτια. Η ησυχία άγνωστη λέξη, μιας και τα παιδιά κάνανε φασαρία μονίμως. Μεγαλωμένος στην επαρχία, έφυγε από το σπίτι του στα 16, προσπαθώντας να πάρει τη ζωή στα χέρια του κι έτσι βρέθηκε στην Αθήνα. Πέρασε από πολλές γειτονιές, και συντηρούταν με μικροκλοπές και άλλες παραπλήσιες παράνομες ενέργειες. Ένα βράδυ όμως έμπλεξε άσχημα και η μόνη λύση ήταν να φύγει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Πάντα ήθελε να σπουδάσει κάτι, όμως οι οικογενειακές συνθήκες, σε συνδυασμό με την τραγική οικονομική του κατάσταση, το καθιστούσαν ένα άπιαστο, απατηλό όνειρο.
Έτσι λοιπόν με τα λιγοστά χρήματα που είχε μαζέψει, βρέθηκε στη Βαρκελώνη δουλεύοντας ως σερβιτόρος σε μπαρ και καφέ. Κατάφερε να γραφτεί στο πανεπιστήμιο, βρήκε το μικρό δωμάτιο στην εστία, συνεχίζοντας να δουλεύει και να διαβάζει για να καταφέρει να κάνει κάτι αληθινά αξιόλογο στη ζωή του. Οι σπουδές του αφορούσαν τα οικονομικά, μιας και ήθελε να δώσει στον κόσμο να καταλάβει πως είναι να μεγαλώνει κάποιος στη φτώχια.
Ένα από τα πολλά βράδια που εργαζόταν στο μπαρ, αντίκρυσε δύο μάτια που δεν είχε ξαναδεί όμοια τους αλλού. Εκείνη καθόταν στο μέρος με τα ακριβά τραπέζια, συνοδευόμενη από διάφορους κουστουμάτος τύπους και μερικές κοπέλες. Τους σέρβιρε τα ποτά και αυτή του χαμογέλασε από ευγένεια. Δεν θα μπορούσε να ήταν του γούστου της, καθότι το μηνιαίο της εισόδημα ίσως να πλησίαζε το ετήσιο δικό του. Όμως του άρεσε πολύ και την έβλεπε να χαμογελάει αμήχανα, σαν να μην την γέμιζε όλο αυτό που γινόταν γύρω της. Οι ώρες περάσανε και ενώ το μαγαζί είχε αδειάσει κατά το ήμισυ, εκείνος βγήκε από την πίσω πόρτα να κάνει το διάλειμμα του, τρώγοντας ένα μικρό κρουασάν που είχε πάρει με τα τελευταία του κέρματα, αφού πληρωνόταν με την ημέρα από το μπαρ. Λίγο παραπέρα άκουσε γυναικεία κλάματα και πήγε να δει τι συμβαίνει. Τη βρήκε να κάθεται δίπλα σε κάτι κάδους και να καπνίζει. Αφού τη ρώτησε αν είναι καλά στα ισπανικά, αντιλήφθηκε πως είχαν την ίδια καταγωγή και έτσι συνέχισε να της μιλάει στα ελληνικά. Του είπε πως εκείνο το βράδυ χώρισε με το δεσμό της από την Ελλάδα και κατευθείαν όλοι αυτοί οι τύποι που, χίμηξαν σαν τα όρνια στη θέα ενός πτώματος, για να την κατακτήσουν. Της άρεσαν κάποιοι, αλλά όπως πάντα τους έβρισκε λίγους και βαρετούς. Η απόγνωση για το τι ήθελε στη ζωή της, έκανε πολύ θόρυβο στο μυαλό της που ασφυκτιούσε εκεί μέσα. Ήθελε απλά λίγη ηρεμία, αλλά από την άλλη δεν άντεχε να είναι μόνη της. Μια τρελή και διαρκής πάλη στο κεφάλι της, την αποσυντόνιζε. Αυτός προσπάθησε να την ηρεμήσει λίγο, αλλά αυτή αποφεύγοντας την επαφή με τα μάτια, άκουγε χωρίς να μιλάει. Της μίλησε για τη μαγεία των ανθρωπίνων σχέσεων και για το πως τα κατάφερε να βρίσκεται εκεί, χωρίς τη βοήθεια κανενός.
Χωρίς να καταλάβει αν την έπεισε με αυτά που έλεγε, την κάλεσε σπίτι του για να μιλήσουν και να την κάνει να νιώσει καλύτερα. Αυτή παραδόξως συμφώνησε κι έτσι, μόλις έκλεισε το μαγαζί, πήραν ένα ταξί και πήγαν στην εστία που έμενε. Μπήκαν στο μικρό δωμάτιο. Ήταν φανερό στο πρόσωπο της, ότι δεν της άρεσε ο χώρος, μιας και είχε συνηθίσει στην πολυτέλεια, αλλά ένιωθε μια ανεξήγητη ασφάλεια και ζεστασιά. Μιλήσανε αρκετά εκείνο το βράδυ, γεγονός που την έκανε να χαλαρώσει και να δει με διαφορετική οπτική όλα αυτά που βίωνε. Της είπε για όλη την περιπέτεια της ζωής του και έτσι ξεδίπλωσε μπροστά της έναν άλλο κόσμο, που δεν είχε καν φανταστεί πως υπήρχε. Μιλήσανε για αρκετές ώρες και ήρθαν πιο κοντά από όσο υπολόγιζαν, αλλά έπρεπε να φύγει γιατί ξημέρωνε και γιατί έπρεπε να πάνε για μάθημα.
Βρεθήκανε μερικές φορές ακόμα κάνοντας βόλτες, θαυμάζοντας τα κομψοτεχνήματα του Γκαουντί και μιλούσαν για τις ζωές τους. Εκείνη κατάλαβε πόσο ήταν ξένη και πόσο αποστειρωμένη ζωή ζούσε. Έτσι αποφάσισε να χαθεί γιατί πίστεψε πως δεν της έκανε καλό αυτό, καθότι μπερδεμένη με τη ζωή της.
Αθήνα, Ιανουάριος 2021
Μετά από 19 χρόνια βρίσκονται και οι δύο στην Αθήνα πλέον. Αυτή έχει αποκτήσει δύο παιδιά και είναι χωρισμένη. Ακόμα αναζητά εκείνο που της λείπει για να έχει την ολοκληρωμένη ζωή που επιθυμεί. Αυτός έχει γίνει ένας επιτυχημένος οικονομολόγος που μάχεται καθημερινά για να σώσει τις ζωές και την τσέπη πολλών ανθρώπων, ώστε να μην χρειαστεί να περάσουν αυτά που εκείνος πάσχισε να νικήσει.
Ζούνε στην ίδια πόλη, αλλά είναι τόσο μακριά και τόσο μόνοι. Ακόμα αναζητούν αυτό που μπορεί να τους ολοκληρώσει, όμως μόνο ο αυτός φαίνεται να έχει αυτό που εκείνη κυνηγά και ψάχνει διακαώς. Και δεν είναι άλλο από την αγάπη. Ίσως να μην το μάθει ποτέ, αλλά μπορεί και όχι. Αυτός ακόμα την αναζητά…