Η καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά
2016-11-24Καθισμένος μέσα στο μικρό μου δωμάτιο, αγγίζω με τα άκρα των δαχτύλων μου τα παγωμένα τζάμια και προσπαθώ μάταια να εξημερώσω τον ατίθασο χειμώνα που βολτάρει ελεύθερος μέσα στη νύχτα.
Πάνω στο μαλακό χαλί, ακουμπάω την πλάτη μου στο κρεβάτι, υπολογιστής στα πόδια, και με το ραδιόφωνο να παίζει ξεχασμένο στα χαμηλά, ανατρέχω στις φωτογραφίες που τραβούσα έναν περίπου μήνα πριν. Αντικρίζοντας το όνομα του φωτογραφικού άλμπουμ και μόνο, ζεστάθηκε το κορμί, μαζί και η καρδιά μου.
«Μάλτα - Οκτώβριος 2016».
Και η ιστορία ξετυλίγεται…
Επισκέφτηκα το νησί της Μάλτας πρώτη φορά το 2009. Επέστρεψα έναν χρόνο αργότερα, και χωρίς πολύ σκέψη, επανήλθα ξανά έναν περίπου μήνα πριν, για να δω όλα εκείνα τα μέρη που είχα αγαπήσει, τις ηλιόλουστες βόλτες που είχα νοσταλγήσει, τους φίλους που είχα αφήσει πίσω. Και φυσικά, δεν επέστεψα μόνος. Και σε αυτό το ταξίδι, είχα συντροφιά ένα βιβλίο. Ένα ξεχωριστό βιβλίο που είχα διαβάσει παιδί, ένα βιβλίο που είχε κάνει την αθώα τότε ψυχή μου να δακρύσει, ένα βιβλίο που μου είχε διδάξει τη σημασία της πίστης, της υπομονής, του σεβασμού, της συγχώρεσης.
Η Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά, έψαχνε χρόνια να μπει ξανά στη ζωή μου, και εγώ έψαχνα την κατάλληλη στιγμή για να χαθώ ξανά στις σελίδες του και να ταξιδέψω στα χρόνια της αθωότητας μου, στα χρόνια μιας εποχής που κάτι τόσο δυνατές ιστορίες κατάφερναν να φέρνουν δάκρια στα μάτια μου. Και αυτό το ταξίδι, αυτή η επιστροφή σε όσα είχα αγαπήσει και όσα είχα νοσταλγήσει, ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να μπει στη βαλίτσα και να πετάξει μαζί μου ως το νησί.
Τα χειμωνιάτικα ρούχα σπάνια έχουν θέση στο νησί της Μάλτας. Ένα νησί με 300 ημέρες ηλιοφάνειας, ήρεμους κατοίκους, μια μοναδική πρωτεύουσα, και πολλούς, μα πάρα πολλούς επισκέπτες που δύσκολα ξεπερνούν την ηλικία των 30 στην πλειοψηφία τους.
Ένα νησί με έντονο το Χριστιανικό χαρακτήρα, με αμέτρητες εκκλησίες και υπέροχα κατασκευάσματα μιας εποχής που οι ιππότες δημιουργούσαν ιστορία, πολλούς φίλους και ταυτόχρονα και πολλούς εχθρούς.
Με το πιο αγαπημένο ανάγνωσμα των παιδικών μου χρόνων συντροφιά λοιπόν, την Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά, επισκεφτήκαμε τις κατακόμβες, από τις πιο καλά διατηρημένες που υπάρχουν, και για λίγο νιώσαμε την αίσθηση του να βρίσκεσαι ζωντανός εκεί που για αιώνες αναπαύονταν οι ψυχές των νεκρών χριστιανών. Και σίγουρα, σκέφτομαι, εδώ θα ταίριαζε να αναπαύεται και η ψυχή του ήρωα του βιβλίου μου, ο οποίος πέθανε διδάσκοντας υπομονή και πίστη στο δικό του Θεό, στο Θεό που όλοι επικαλούμαστε στα δύσκολα και πάντα περιμένουμε ένα σημάδι της ύπαρξης του. Για τον ίδιο όμως τον Μπαρμπα-Θωμά, όπως και για όλους τους βασανισμένους σκλάβους της τότε «σπουδαίας Αμερικής», ακόμα και το δώρο της ζωής ήταν ένα σημάδι ύπαρξης του Θεού, και αυτό φανέρωνε την ανάγκη της εποχής να πιστέψει χωρίς όρους σε ένα θαύμα και στην πιθανότητα μια καλύτερης ζωής.
Καθώς ξαναδιαβάζω την υπέροχη ιστορία της συγγραφέα Χάριετ Μπίτσερ Στόου, σκέφτομαι πόσο δεδομένα είναι κάποια πράγματα για εμάς, όπως η ελευθερία, το δικαίωμα ψήφου, μόρφωσης, λόγου, και πόσο άγνωστες από την άλλη ήταν τέτοιου είδους «πολυτέλειες» εκείνη την εποχή. Στο μυαλό μου έρχονται αντίστοιχες ταινίες, όπως η Οσκαρική «12 χρόνια σκλάβος» και αμέσως νιώθω την ψυχή μου να ματώνει από την αγριότητα μιας εποχής που είχε τους Αφροαμερικανούς σαν πλάσματα κατώτερα, που με ευκολία μπορούσαν να γίνουν ιδιοκτησία οποιουδήποτε είχε τα χρήματα να τους αγοράσει. Για αυτό και Η Καλύβα του Μαρμπα Θωμά, κατάφερε από το 1852 που εκδόθηκε, να συγκινήσει, να ξεσηκώσει, να ευαισθητοποιήσει, να καταδικάσει τη δουλεία, ακόμα και να ρίξει φωτιά στη διαμάχη μεταξύ των Αμερικανών του βορρά και του Νότου, μια διαμάχη που οδήγησε τελικά στον εμφύλιο αμερικανικό πόλεμο…
Βγήκαμε από τις κατακόμβες, αντίκρισα ξανά το φως το ήλιου, το ζεστό του χάδι, και αμέσως ένιωσα την ευλογία του να ζούμε σε έναν κόσμο με τόσα διαθέσιμα αγαθά, τόσες επιλογές, τόση ομορφιά γύρω μας, και όμως ακόμα να ξεχνάμε να δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας.
Με το βιβλίο αγκαλιά, αφέθηκα στην ομορφιά της ημέρας και τα βήματα μου με έφεραν στη «Σιωπηλή Πόλη» Μεντίνα, την παλιά πρωτεύουσα της Μάλτας εκεί που κάποτε έμενε η αριστοκρατία, οι εύποροι ιππότες, οι οικογένειες με δύναμη και πλούτο.
Η ομορφιά της ανεπανάληπτη, το ίδιο και η αύρα που πλημυρίζει τα στενά της, μια μικρή πόλη - κάστρο, που όσους επισκέπτες και αν έχει στη διάρκεια της ημέρας, εκείνη καταφέρνει να παραμένει «σιωπηλή», ήρεμη, μαγευτική και πανέμορφη.
Εδώ, νιώθω πως θα μπορούσα να μείνω για εβδομάδες να χαζεύω τις υπέροχες και αμέτρητες πόρτες της, να περπατάω τα βράδια στα σκοτεινά δρομάκια της, να κάθομαι με τις ώρες σε κάποιο από τα ελάχιστα καφέ της γράφοντας το επόμενο μου βιβλίο. Η Μεντίνα, είναι η πόλη που θα ήθελα να αποσυρθώ και να αφεθώ στην ηρεμία της για μήνες…
Με τόλμη, και διάθεση για εξερεύνηση, ανοίγω την πόρτα του μοναδικού ξενοδοχείου πολυτελείας μέσα στο κάστρο, με το όνομα The Xara Palace, ένα πραγματικά μικρό παλάτι γαλήνης, φινέτσας και γοητείας.
Εδώ, όλα μοιάζουν να σε φέρνουν πίσω στο χρόνο. Η εσωτερική αυλή, τα παλιά έπιπλα, η μουσική, τα έργα τέχνης, όλα θυμίζουν μια εποχή ευημερίας, πλούτου, ανάπτυξης, χωρίς όμως τίποτα να κραυγάζει, τίποτα να θυμίζει τον υπερφίαλο τρόπο της σημερινής «πολιτισμένης» ζωής μας. Εδώ βρίσκω καταφύγιο για λίγο, διαβάζω, ονειρεύομαι, μαγεύομαι, απολαμβάνω το σκηνικό μιας εποχής που τόσο δυνατά με γοητεύει.
Καθώς οι μέρες περνούν και οι σελίδες τρέχουν, ο καιρός συνεχίζει να είναι σύμμαχος μας, και εγώ συνεχίζω να ξεναγώ το αγαπημένο μου βιβλίο στις γειτονιές που είχα αγαπήσει στις δύο προηγούμενες επισκέψεις μου στο νησί.
Ανάμεσα σε άπειρες στάσεις, σε υπέροχες πόρτες, πανέμορφες αυλές, τεράστιες εκκλησίες και ατμοσφαιρικές γειτονιές, ήρθε η ώρα για την επίσκεψη μας στη σημερινή πρωτεύουσα του νησιού, την απόρθητη Βαλέττα.
Αγαπημένο μου σημείο οι κήποι της Barraka, μια μικρή όαση ομορφιάς στην κορυφή της Βαλέτας, στο σημείο με την πιο εντυπωσιακή θεά προς τις Τρεις Πόλεις και το λιμάνι.
Εδώ είναι το σημείο που οι ντόπιοι έρχονται να πουν τα νέα τους καθισμένοι σε ένα από τα ξύλινα παγκάκια, εδώ έρχονται και οι αμέτρητοι τουρίστες για μια φωτογραφία ή για λίγη ξεκούραση από τις πολύωρες βόλτες στα γεμάτα εκπλήξεις στενά της.
Εδώ, στο ψηλό «μπαλκόνι» των κήπων, έχω τις πιο όμορφες και αστείες αναμνήσεις, μήνας Αύγουστος, να γεμίζουμε τα μπουκαλάκια μας με νερό από το μικρό σιντριβάνι και να παίζουμε «μπουγέλο» τρέχοντας ευτυχισμένοι γύρω από τους ξαφνιασμένους τουρίστες…
Καθώς απόψε φέρνω στο μυαλό μου αυτές τις εικόνες, καθισμένος στο πάτωμα και τυλιγμένος πλέον με μια μικρή κουβερτούλα, σκέφτομαι πως, μερικά όμορφα τοπία, οι φίλοι μας και μερικά καλά βιβλία, είναι από τα καλύτερα στιγμιότυπα της σύντομης ζωής μας. Γιατί λοιπόν να μην τα κάνουμε περισσότερα;
Καθώς κάθε φορά προσπαθώ να γεμίσω τον κουμπαρά μου, καθώς διαγράφω άλλες «ανάγκες» για χάρη ενός ταξιδιού, ξέρω πως προσφέρω στον εαυτό μου το καλύτερο δώρο. Χρόνο με τον εαυτό μου, αναμνήσεις, καινούριους φίλους, όμορφες εικόνες, και πάντα μερικά βιβλία να με ταξιδεύουν είτε στο παρελθόν, είτε σε ανεξερεύνητους κόσμους που έχουν κάτι όμορφο να πουν και να προσφέρουν στην ψυχή μας.
Με την Καλύβα του Μπαρμα-Θωμά στα χέρια, σε αυτό το ταξίδι, κατάφερα να με γυρίσω χρόνια πίσω. Τότε που ήμουν παιδί, χωρίς αδέλφια, χωρίς παρέα, με μοναδική παρέα τα ελάχιστά βιβλία της μικρής βιβλιοθήκης του σπιτιού. Τότε που διάβασα για πρώτη φορά αυτό το βιβλίο και με έκανε να συγκινηθώ και να θέλω να γίνω καλύτερος. Τότε που ονειρευόμουν να κάνω πολλά ταξίδια και να γνωρίσω πολλούς ανθρώπους ώστε να μη νιώσω ποτέ ξανά φόβο και μοναξιά.
Δεν ξέρω αν κατάφερα να γίνω καλός άνθρωπος τελικά. Ξέρω όμως πως κατάφερα, χωρίς να το καταλάβω, να δημιουργήσω τις πιο όμορφες αναμνήσεις.
Και σε αυτές, είχα πάντα για συντροφιά ένα βιβλίο!
Και νιώθω τυχερός που σε αυτό το ταξίδι είχα για συντροφιά ένα βιβλίο, που σε μια ταραγμένη εποχή, μίλησε για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των Αφροαμερικάνων και έκανε τους «πολιτισμένους» λευκούς να ταραχθούν καθώς η επιρροή του βιβλίου ήταν τεράστια. Τόσο τεράστια ώστε να είναι το δεύτερο σε πωλήσεις βιβλίο της εποχής μετά τη Βίβλο. Και αυτό ήταν – και είναι- ένα σημάδι, ότι η ανθρωπιά δεν χάθηκε, ότι το καλό πάντα θα νικάει, ότι η ζωή δεν είναι δεδομένη και πάντα θα αξίζει να παλεύουμε να την κάνουμε πιο όμορφη. Όχι μόνο για εμάς αλλά και για τους άλλους. Γιατί πάνω από όλα είμαστε άνθρωποι, και έτσι θα πρέπει να παραμείνουμε. Και αν κάτι μου δίδαξε αυτό το βιβλίο στην ταραγμένη εφηβική μου ζωή, αυτό είναι η ανθρωπιά και ο σεβασμός απέναντι σε κάθε πλάσμα, ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, φύλλου.
Και αυτό, ήταν μια σπουδαία κληρονομιά που εύχομαι να μην χάσω ποτέ…
Ευχαριστούμε πολύ τις εκδόσεις Άγκυρα για την προσφορά του τόσο ξεχωριστού για εμένα βιβλίου (Πολυχώρος Άγκυρα, Σόλωνος 124 και Εμ. Μπενάκη, Τηλ. 210 3837667)