Ο Εκατοντάχρονος που πήδηξε από το παράθυρο και εξαφανίστηκε
2016-07-08Υπάρχουν βιβλία που πέφτουν στα χέρια σου από την πρώτη κιόλας στιγμή κυκλοφορίας τους, βιβλία που τα ξεκινάς και τα αφήνεις στη μέση, βιβλία που μένουν στη βιβλιοθήκη σου για χρόνια, βιβλία που τα λατρεύεις, βιβλία που τα δανείζεις, βιβλία που απλώς κατάφεραν να μιλήσουν στη καρδιά σου.
«Ο Εκατοντάχρονος που πήδηξε από το παράθυρο και εξαφανίστηκε» (εκδόσεις Ψυχογιός), έφτασε στα χέρια μου αφού πρώτα είχε γίνει τεράστια εκδοτική επιτυχία, αφού πρώτα είχε μεταφραστεί σε πάνω από τριάντα γλώσσες και είχε πουλήσει πάνω από οκτώ εκατομμύρια αντίτυπα, αφού πρώτα είχε χαρίσει ατελείωτες στιγμές γέλιου και περιπέτειας στους ανυποψίαστους αναγνώστες του.
Και ομολογώ ότι στην αρχή, το μεγάλο του μέγεθος, θαρρείς και έχω αλλεργία στις πολλές σελίδες, με κρατούσε μακριά του και υπομονετικά περίμενε τη σειρά του σε κάποιο ράφι της μικρής μου βιβλιοθήκης.
Τελικά, όταν αποφάσισα να το πιάσω στα χέρια μου, σαν τιμωρία για την αναμονή στην οποία το είχα τόσους μήνες, δεν με άφησε ούτε στιγμή να το αποχωριστώ από κοντά μου, και ήταν πολλές οι φορές που με κράτησε μέχρι αργά τη νύχτα να διαβάζω με δίψα πρωτάρη αναγνώστη τις ανεκδιήγητες περιπέτειες ενός φιλήσυχου κατά γενική ομολογία ηλικιωμένου…
Ο Εκατοντάχρονος λοιπόν, μπορεί να ταξίδεψε μαζί μου στη Ζανζιβάρη πριν οκτώ περίπου μήνες, ολοκλήρωσα, όμως, την ανάγνωση του στο πατρικό μου σπίτι στην Ύδρα. Και ήταν εδώ που του όφειλα να τον φωτογραφήσω, σε ένα οικείο του περιβάλλον, στο σχεδόν ερημικό πια Γηροκομείο της Ύδρας, δέκα λεπτά περπάτημα από το σπίτι μας.
Και γιατί αυτό; Μα γιατί τόση ώρα μιλάμε για έναν ηλικιωμένο άντρα, που ανήμερα των εκατοστών γενεθλίων του, πήδηξε από το παράθυρο του γηροκομείου που ζούσε, και με την ευκολία εφήβου, ξεκίνησε μια συναρπαστική περιπέτεια, το ίδιο μοναδική όσο και η ιστορία της μέχρι τώρα ζωής του…
Επισκέφτηκα το γηροκομείο του νησιού μου πρώτη φορά ως μαθητής. Τότε που κάθε Χριστούγεννα παίρναμε από το σπίτι ζάχαρη και μακαρόνια, και γεμάτοι περηφάνια ότι κάνουμε κάτι πολύ σπουδαίο, πηγαίναμε με τους δασκάλους να συναντήσουμε τους ηλικιωμένους και τον χώρο στον οποίο ζούσαν. Αυτό γινόταν όλα τα χρόνια του Δημοτικού, μέχρι που η μετάβαση στο γυμνάσιο απομάκρυνε το ενδιαφέρον των εκεί δασκάλων, απομάκρυνε και το δικό μας.
Μεγάλος πια, και με τον Εκατοντάχρονο στα χέρια, όσο και αν ήθελα να μπω μέσα στα σύνορά του, δεν ήταν εφικτό. Η πόρτα κλειστή, τα τείχη ψηλά και η μοναξιά στο εσωτερικό μεγάλη. Δεν υπάρχουν πια ηλικιωμένοι εδώ, κανένας να επισκεφτείς τα Χριστούγεννα, κανένας να σου πει ιστορίες.
Διαβάζοντας, όμως, την απίστευτη ιστορία αυτού του βιβλίου, όχι απλά πήρα θάρρος, όχι απλά ένιωσα δυνατός, όχι απλά πίστεψα ότι όλα είναι δυνατά, αλλά για ακόμα μια φορά πείσθηκα ότι τελικά, ο χρόνος δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο ούτε στη θέληση ούτε στο πείσμα για ζωή.
Η λέξη ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ, μετά την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, έγινε στα αυτιά μου πιο γλυκιά και ξύπνησε την επιθυμία μου για προσφορά και δράση, γέμισε την ψυχή μου με θαυμασμό και περηφάνια, που κάποτε είχα και εγώ έναν τέτοιο παππού που μέχρι τα βαθιά του γεράματα σκάλιζε ανθρωπάκια και καράβια από πεταμένους κορμούς δέντρων…
Πόσο θα ήθελα πραγματικά να μπορώ να παίρνω τα βιβλία μου και να μπορώ να διαβάζω τις ιστορίες μου στους ηλικιωμένους, να μιλάμε για τις ζωές μας, τις περιπέτειες μας, να μιλάμε αληθινά και όλοι μαζί να κάνουμε όνειρα. Και αναρωτιέμαι γιατί εμείς οι νέοι συγγραφείς λαμβάνουμε τόσες προσκλήσεις για αναγνώσεις μόνο από σχολεία, τη στιγμή που υπάρχουν τόσα γηροκομεία με ανθρώπους που διψούν ακόμα για γνώση, για νιάτα, για παρέα, για ένα μικρό διάλλειμα και λίγη προσοχή…
Τα ψηλά τείχη του γηροκομείου του νησιού μου με κοιτούν με απορία. Και είμαι σίγουρος ότι ο Άλαν, ο μοναδικός πρωταγωνιστής αυτού του τόσο σπουδαίου βιβλίου, θα είχε τον τρόπο να μπούμε μέσα. Θα είχε τον τρόπο για ακόμα μια φορά να με εκπλήξει, να με μαγέψει, να με διδάξει με την απλότητα, την ειλικρίνεια και τη σοφία του… Και ξέρω πως μια περιπέτεια μαζί του θα ήταν σίγουρα γεμάτη χιούμορ, αδρεναλίνη, κέφι και αστείρευτη διάθεση για ζωή. Γιατί η ζωή δεν σταματάει στα εκατό…
Ο ελαφρά συννεφιασμένος ουρανός, παρά τη ζέστη του καλοκαιριού, φέρνει μια μικρή θλίψη στην καρδιά μου, μα αμέσως σκέφτομαι τον Άλαν, τη ζωή του, τις περιπέτειες του και απαγορεύω στον εαυτό μου να λυπάται.
Τα ψηλά τείχη δεν πρέπει να με θλίβουν, ούτε οι κλειστές πόρτες. Άλλωστε, ο Άλαν ήταν αυτός που μας δίδαξε ότι μια κλειστή πόρτα μπορεί να είναι η αφορμή για να αξιοποιήσουμε ένα ανοιχτό παράθυρο…
Αφήνοντας πίσω το μεγάλο πέτρινο γηροκομείο, κρατώ σφικτά πάνω μου το βιβλίο εκείνο που αφαίρεσε ένα τεράστιο κομμάτι του άγχους μου για τα γεράματα και τα χρόνια που φεύγουν, και με τρυφερότητα χαζεύω τον πολλά υποσχόμενο τίτλο του, «Ο εκατοντάχρονος που πήδηξε από το παράθυρο και εξαφανίστηκε»…
Δεν έχω πολλά να γράψω ως επίλογο. Θα σας ζητήσω μόνο να διαβάσετε αυτό το βιβλίο. Θα σας ζητήσω να χαρίσετε ένα όμορφο δώρο στο εαυτό σας, να ταξιδέψετε σε έναν κόσμο απλό και ανθρώπινο, που η ηλικία και οι δυσκολίες δεν μπορούν να σταθούν εμπόδιο ούτε στη ψυχή ούτε στη δίψα για ζωή και εμπειρίες.
Και τέλος, να ζητήσω από τους ανθρώπους που εργάζονται σε κάποιον οίκο ευγηρίας κι διαβάζουν αυτές τις λέξεις, να εκμεταλλευτούν εμάς τους νεότερους, να μας καλέσουν στο χώρο τους, να μας δώσουν την ευκαιρία να φανούμε χρήσιμοι και για ένα απόγευμα να γευτούμε λίγη από τη σοφία και την αλήθεια αυτών των σπουδαίων ανθρώπων.
Γιατί «μεγαλώνω» δεν σημαίνει απαραίτητα παραιτούμαι. Σημαίνει χρησιμοποιώ τις εμπειρίες μου για να γίνω καλύτερος, να μπορώ να «διδάξω» και να νιώσω όμορφα και ισορροπημένα μέσα από τη σοφία που η ζωή και ο χρόνος μου χάρισαν.
Είμαστε κοντά σας, και μακάρι κάποια στιγμή να καταφέρουμε να σας φτάσουμε…
Ευχαριστούμε πολύ τις Εκδόσεις Ψυχογιός για την συνεργασία και την πάντα φιλική εξυπηρέτηση. Προσωπικά, ευχαριστώ επίσης τον Άλαν, τον ήρωα του βιβλίου και τον συγγραφέα του, Γιούναν Γιούνασον, για το υπέροχο ταξίδι που μου πρόσφεραν μέσα στις λέξεις και το κύμα αισιοδοξίας που χάρισαν σε εκατομμύρια ακόμα αναγνώστες.