Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης
2018-11-16Φθινόπωρο προς χειμώνα. Μια εποχή που με μαγεύει. Ξυπνάει μνήμες, γεμίζω με τα αγαπημένα μου χρώματα, νιώθω ότι η φύση ξεκινάει σιγά σιγά να ξεγυμνώνεται, πετάει τα περιττά και προετοιμάζεται για όσα θα ακολουθήσουν. Έτσι νιώθω και εγώ. «Συρρικνώνομαι», αδειάζω, έρχομαι λίγο πιο κοντά στον εαυτό μου, του μιλώ, του διαβάζω, του τραγουδώ.
Και να που τώρα μου δόθηκε μία ακόμα ευκαιρία να είμαι κοντά του, σε ένα ταξίδι με τρένο. Μόνοι, οι δύο μας. Σε μια διαδρομή 10 ωρών, πήγαινε-έλα, σε ένα μεγάλο βαγόνι, σε μια μικρή καμπίνα, δίπλα σε ένα παράθυρο με μωβ κουρτινάκια και μωβ καθίσματα. Πέντε ολόκληρες ώρες διαδρομής μέχρι τον προορισμό. Πέντε ώρες να διαβάσω στον εαυτό μου ένα βιβλίο, από εκείνα που του αρέσουν. Τα αληθινά, τα τρυφερά, τα όμορφα. Πέντε ώρες να φτάσω ως τα μισά της ιστορίας και άλλες πέντε για το γυρισμό.
Πήρα το βιβλίο στα χέρια και έβαλα το εισιτήριο στην 97η σελίδα. Εκεί ήταν η μέση του βιβλίου. Ως εκεί θα μου διαβάσω μέχρι να φτάσουμε. Το υπόλοιπο στον γυρισμό…
Και πόσο ταίριαζε με τα καθίσματα ετούτο το βιβλίο. Θαρρείς και το ήξερα από τη στιγμή που το επέλεγα ή μήπως τελικά με διάλεξε εκείνο;
«Μαρίζα Κωχ, Το Ξανθό Κορίτσι της Σαντορίνης». Ένα «κορίτσι» που το θυμάμαι να τραγουδά στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα και κάθε φορά θαύμαζα τα ξανθά του μαλλιά και την περίεργη ομορφιά και γοητεία που ασκούσε πάνω μου. Μικρός τότε, δεν ήξερα πολλά. Ήξερα μόνο ότι ένιωθα πως ένας περίεργος άγγελος είναι εκεί και τραγουδά, είναι εκεί και ψέλνει. Και να που τώρα που μεγάλωσα και τον ξέχασα τελείως εκείνον τον άγγελο, ήρθε μπροστά μου το βιβλίο του και σε λίγο θα ξεκινήσω να διαβάζω την αρχή της ενδιαφέρουσας ζωής του.
Καθώς το τρένο κυλούσε στις γραμμές, κυλούσα και εγώ στις λέξεις.
Κάθε σελίδα και χίλιες εικόνες γέμιζαν το μυαλό μου. Για μια άλλη Ελλάδα, απλή, ανθρώπινη, φτωχή μα περήφανη. Για μια καθημερινότητα δύσκολη, μα γεμάτη ελπίδα, πίστη, όνειρο, πείσμα και αλήθεια. Ταξίδευε το τρένο, ταξίδευα και εγώ. Μα δεν ήμουν πλέον πάνω στις ράγες. Ήμουν στη Σαντορίνη, σε ένα φόντο ασπρόμαυρο, σαν τις παλιές φωτογραφίες της γιαγιάς. Ήμουν εκεί, ανεβασμένος πάνω στο γαϊδούρι, μέσα στα χωράφια, πίσω από τον τοίχο του σχολείου, στο δεξί ψαλτήρι, κρυφοκοιτούσα το ξύλινο αυτοκίνητο, έπαιζα στην αυλή με την Μαρία, προσπαθούσα να την πίσω να μάθει το αλφάβητο. Πόσες εικόνες δεν πλημύρισαν το μυαλό μου, πόσα συναισθήματα, πόση συγκίνηση, πόση ανθρωπιά.
Μέχρι που το βιβλίο έφτασε στη μέση. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και οι γερασμένοι σταθμοί με έφερναν ακόμα πιο κοντά σε όσα διάβαζα σε ετούτε το βιβλίο, ακόμα πιο κοντά σε μια εποχή που νοσταλγώ λες και την είχα ζήσει. Πόσο περίεργο συναίσθημα. Έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα. Δεν έπρεπε να διαβάσω παρακάτω. Πρέπει να μάθεις να κάνεις υπομονή εαυτέ, πρέπει να κρατήσεις κάτι για το τέλος. Ετούτο το ταξίδι πρέπει να τελειώσει το ίδιο τρυφερά όπως άρχισε. Η Μαρία θα είναι εκεί και θα σε περιμένει για την επιστροφή. Είχε άλλωστε εκπαιδευτεί να περιμένει, είχε άλλωστε εκπαιδευτεί να αναζητά μια επιστροφή…
Ο προορισμός υπέροχος. Στο κομοδίνο δίπλα μου το Ξανθό Κορίτσι της Σαντορίνης δεν έβγαλε τσιμουδιά και ας ήξερα πως της αρέσει να μιλάει. Μαζί μου στις βόλτες, μαζί μου στο ποτάμι, μαζί μου κάτω στα γερασμένα φύλλα, μα σελίδα δεν άνοιγα. Το εισιτήριο παρέμενε σφηνωμένο στο κέντρο του βιβλίου και περίμενε την ώρα που θα το δώσω πάλι στα χέρια του ελεγκτή. Και αυτή η στιγμή δεν άργησε!
Τα βήματα με έφεραν στο γραφικό σιδηροδρομικό σταθμό και σύντομα στο μεγάλο βαγόνι και τη μικρή καμπίνα.
Ο ήλιος είχε αρχίσει σιγά σιγά να κουράζεται και δειλά ξεκίνησε να κατεβαίνει.
Άναψα το φως, δυνάμωσα τη θέρμανση και αφέθηκα να διαβάζω τις τελευταίες σελίδες. Μα καθώς έφτανα στο τέλος ήθελα και άλλο. Ακόμα δεν είχα φτάσει πίσω στη μεγάλη πόλη, πως γινόταν το βιβλίο να φτάνει στον επίλογο; Εγώ ήθελα να μείνω εκεί, να κάνω παρέα στα παιδιά, να ζήσω γάμους, απώλειες, μαγειρέματα, μυρωδιές. Να μείνω εκεί, στο μικρό χωριό της Σαντορίνης, να κλειστώ μέσα το βιβλίο και να παγώσω τον χρόνο…
Μα ο χρόνος δεν παγώνει. Γι’ αυτό υπάρχουν τα βιβλία. Γι’ αυτό υπάρχουν τα ταξίδια, γι’ αυτό υπάρχουν οι μεγάλες διαδρομές. Για να μας δίνουν χρόνο να σκεφτούμε, να ηρεμίσουμε, να διαβάσουμε, να αναθεωρήσουμε, να αγαπήσουμε τον εαυτό μας και να ξορκίσουμε τη στιγμή που βιάζεται να φύγει...
Και με αυτή την σκέψη κλείνω.
Το ταξίδι άλλωστε έφτασε στο τέλος του. Και όσα έμειναν από τη διαδρομή, ευτυχώς είναι ακόμα μαζί μου. Οι αναμνήσεις, οι εικόνες, οι άνθρωποι, οι σταθμοί, οι ιστορίες, αυτό το βιβλίο...
Αναζητήστε το!
Ακόμα και από τον καναπέ του σπιτιού σας, έχει την ικανότητα να σας ταξιδέψει κάπου πολύ όμορφα, τρυφερά, αυθεντικά και ανθρώπινα!
Καλή ανάγνωση!
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.