Καλλιθέα
2017-01-04Χθες το βράδυ στ' όνειρό μου μ' επισκέφθηκε ο θεός μου, ο θεός της πόλης μου, ο θεός των δικών μου Αθηνών.
(Σας είχα αναφέρει σε μία λίγο παλαιότερα ανάρτηση το όνομά του. Αν το ενθυμείσθε, έχει καλώς, αν όχι, δεν πειράζει).
Μου δάνεισε ένα ζευγάρι φτερωτά σανδάλια που είχε φέρει επί τούτου και πετάξαμε μαζί, πάνω απ’ τις Άλπεις κι απ’ την Αδριατική, πάνω απ’ την Πίνδο κι απ’ τ’ Άγραφα, ως την πόλη μας.
Φτάσαμε κατά τις 3 το πρωί. Προσγειωθήκαμε γωνία Χαροκόπου και Θησέως, στην Καλλιθέα, 10 λεπτά με τα πόδια από το σπίτι όπου μεγάλωσα και πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Βολευτήκαμε σ’ ένα παγκάκι εκεί κοντά. Την ολιγόλεπτη σιωπή που επακολούθησε την έσπασε εκείνος, λέγοντάς μου: "Σου λείπει η Καλλιθέα, εκεί στην ξενιτιά;"
"Αν μου λείπει, λέει, θεέ μου..", του αποκρίθηκα.
"Πες μου: τί είναι αυτό που σου λείπει περισσότερο;".
Τα μάτια μου έλαμψαν μέσα στο σκοτάδι. Πήρα μια πολύ βαθιά ανάσα και ξεκίνησα να μιλάω. Μίλησα πολύ και αργά, κάποτε με σταθερή και κάποτε με τρεμάμενη φωνή, και είπα τα εξής:
«Μου λείπει ο πανταχού παρών θόρυβος απ’ τα διερχόμενα αυτοκίνητα της πολυσύχναστης διασταύρωσης Δημοσθένους και Χαροκόπου.
Μου λείπει η θέα απ’ το παιδικό μου υπνοδωμάτιο στον κοινό ακάλυπτο ούτε κι εγώ δεν ξέρω πόσων πολυκατοικιών.
Μου λείπει να βγαίνω στο μεγάλο μπαλκόνι του πατρικού μου σπιτιού, που είχε το σχήμα του γράμματος Γ, ένα ηλιόλουστο πρωινό με καθαρή ατμόσφαιρα, να πηγαίνω στην γωνία, στο σημείο σύγκλισης των δύο αξόνων του, και να κοιτάζω προς τις τέσσερις κατευθύνσεις του ορίζοντα: Βορράς (Άη Γιώργης, η εκκλησία της γειτονιάς μου, και πίσω απ’ τον Άι Γιώργη, ο Λυκαβηττός με τον δικό του Άη Γιώργη να δεσπόζει στην κορυφή του), Ανατολή (η αρχή της οδού Χαροκόπου, η λεωφόρος Συγγρού, η οδός Αιγαίου και στο βάθος ο Υμηττός), Δύση (η συνέχεια και το τέλος της οδού Χαροκόπου, και στο βάθος το όρος Αιγάλεω) και τέλος Νότος (η συνέχεια της οδού Δημοσθένους μέχρι την θάλασσα, και στο βάθος η Αίγινα).
Μου λείπουν οι διαδρομές με τα πόδια απ’ το σπίτι προς το σχολείο και πίσω κι απ’ το σπίτι προς το φροντιστήριο Αγγλικών και πίσω.
Μου λείπει το πάλαι ποτέ πράσινο λεωφορείο να κατεβαίνει την Χαροκόπου, «σαν τρελό φορτηγό, με τα φρένα σπασμένα», που λέει και το τραγούδι.
Μου λείπουν τα δρομολόγια που έκανα σαν λαθρεπιβάτης στο λεωφορείο 910, στην κάθοδο της οδού Δημοσθένους.
Μου λείπει ο λόφος της Σικελίας.
Πιο συγκεκριμένα: το σημείο του, εκεί πάνω απ’ το μεγάλο πάρκινγκ και δίπλα απ’ την κυβιστικής τεχνοτροπίας πολυκατοικία, που είναι ίσως το μοναδικό σημείο επί Αθηναϊκού εδάφους (δηλαδή, όχι από κάποια ταράτσα ή λόφο) όπου μπορείς να θαυμάσεις την Ακρόπολη με τον Παρθενώνα, τον λόφο του Φιλοπάππου και τον λόφο του Λυκαβηττού, ταυτοχρόνως.
Οι βόλτες στα μυστηριώδη κι αλλόκοσμα σοκάκια του τα βράδια, με τους αλλόκοτους διαβάτες, τα μυστικά περάσματα δίπλα απ’ τα βράχια, τα μυστηριώδη κτίρια, τα καλά κρυμμένα εκκλησάκια και τα εγκαταλελειμμένα σπίτια στις αυλές των οποίων δεσπόζουν βωμοί προς άγνωστες, και Κύριος οίδε τι σόι και τι προθέσεων, θεότητες.
Η θέα απ’ το προαύλιο του γηπέδου του Εσπέρου προς το Ελ Πάσο, το γήπεδο της ποδοσφαιρικής ομάδας της Καλλιθέας.
Τα αδιέξοδα (με ερωτηματικό…) στενάκια, που φευγαλέα μόνο τα εντοπίζει το μάτι σου, εκεί όπου δεν υπάρχει ψυχή, όπου ο άνεμος λυσσομανά, κι όπου στις παράξενες εσοχές και γωνίες τους τα ξερά φύλλα στροβιλίζονται με μαγικό τρόπο.
Μου λείπει η διαδρομή προς τον σταθμό του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου του Ταύρου μέσω της οδού Αγίων Πάντων, μόνος ή με παρέα, με δριμύ ψύχος ή με αβάσταχτο καύσωνα, στο σώμα, στο μυαλό, στην ψυχή ή και σ’ όλα μαζί.
Μου λείπουν τα επικά (και συχνά άκρως επικίνδυνα) μονά μπάσκετ στις μίνι μπασκέτες των σχολικών προαύλιων της περιοχής των Τζιτζιφιών.
Πάλι στις Τζιτζιφιές, μου λείπουν τα χορευτικά ξεβιδώματα κι οι παρ’ ολίγον ανακοπές στην πάντοτε κατάμεστη πίστα της θρυλικής, αναλλοίωτης στον χρόνο και τίμιας, με την πλήρη σημασία της λέξης («άλας της γης»), «ντισκομάνας» Μπουμ Μπουμ.
Μου λείπει ο επιθανάτιος ρόγχος του Ιλισσού στο ελώδες νεκροκρέβατό του, εκεί, χαμηλά, ανάμεσα στους δύο σταθμούς του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου.
Μου λείπουν τα σινεμά της, ευρύτερης, γειτονιάς μου. Έξη ήσαν, μα πλέον έχουν αποδεκατιστεί. Καλυψώ, Αφαία, Ετουάλ, Μαργαρίτα, Τροπικάλ έκλεισαν κι έχει μείνει μόνο το Αλεξάνδρα.
Μου λείπουν τα σκιρτήματα των πρώτων εφηβικών πάρτυ σε (αρχε-)τυπικά μικροαστικά διαμερίσματα και τα μπλουζ που χορεύαμε κατά τη διάρκεια τους, με τους σφυγμούς, την αδρεναλίνη και την λίμπιντο μας στον ουρανό.
Μου λείπουν κάτι βόλτες στους παράδρομους της Συγγρού τις πρώτες πρωινές ώρες, μπούγιο, αγοροπαρέα, μετά το πέρας κάποιων εκ των προαναφερθέντων πάρτυ.
Μου λείπουν οι εξορμήσεις στον μανάβη, εκεί πίσω απ’ την Αγία Ελεούσα (βοήθειά μας), που είχε το προνόμιο να διαθέτει εισιτήρια σημαντικών αγώνων του Παναθηναϊκού σε εξαιρετικά δελεαστικές τιμές.
Μου λείπει το τεράστιο (για τα δεδομένα της πυκνότατης δόμησης του Δήμου Καλλιθέας) πάρκο πολλών χρήσεων (παιδική χαρά, μπασκέτες, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο) στο τετράγωνο που σχηματίζουν οι οδοί Θησέως, Χαροκόπου, Ευαγγελιστρίας και Σαπφούς.
Μου λείπει η «πόλη μέσα στην πόλη» με τα χαμόσπιτα της, εκεί κάπου πιο χαμηλά απ’ την λεωφόρο Δαβάκη και μεταξύ των οδών Δημοσθένους και Θησέως.
Μου λείπουν οι ατελείωτες συζητήσεις επί παντός επιστητού με γκαρδιακούς φίλους σε πεζούλια εισόδων πολυκατοικιών.
Μου λείπει η ατμόσφαιρα στα προαύλια και τις τάξεις των σχολείων την εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα, την εβδομάδα πριν την Μεγάλη Εβδομάδα και την εβδομάδα πριν την έναρξη των τριών περίπου μηνών των καλοκαιρινών διακοπών.
Μου λείπουν οι μυρωδιές του Απρίλη απ’ τις νεραντζιές που φλέγονταν και πλημμύριζαν την καρδιά μου με καυτά δάκρυα μοναξιάς κι ανοιξιάτικου πυρετού. Πυρετού που μ’ αγκάλιαζε ολόκληρο και με υποχρέωνε να κάνω το δρομολόγιο Παράδεισος – Κόλαση δυο φορές το λεπτό.
Μου λείπει το σπριντ που έκανα απ’ το σπίτι μου μέχρι το 8ο Λύκειο Καλλιθέας στα τέλη Ιουλίου του σωτηρίου έτους 1998 για να δω ιδίοις όμμασι τους βαθμούς που πήρα στα μαθήματα των Πανελληνίων Εξετάσεων.
Μου λείπει η αίσθηση οξύτατου πόνου αμέσως μετά την πρόσκρουσή μου με τα κάγκελα που οριοθετούν το προαύλιο του 18ου Δημοτικού Σχολείου Καλλιθέας, εκεί κάπου στα 1989, που είχε ως αποτέλεσμα να απολέσω δύο απ’ τα μπροστινά μου δόντια.
Μου λείπει μια τρελή κούρσα με το αυτοκίνητο μου στην οδό Αγίων Πάντων, αμέσως μετά την ανορθόδοξη επίδοση δώρου σε μια παλιά μου καψούρα, κατά την διάρκεια της οποίας κούρσας το λάστιχο της μπροστά αριστερά ρόδας του αυτοκινήτου... αυτονομήθηκε, κι έτσι αναγκάστηκα να το κυνηγήσω μέσα στη μέση του δρόμου, ανάμεσα σε πληθώρα άλλων αυτοκινήτων, σε μια σκηνή βγαλμένη απ’ τις πιο μπουφονικές κι ιλαροτραγικές στιγμές του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Μου λείπουν αλλεπάλληλες ανακοινώσεις περί πολιτικών συγκεντρώσεων ή συναυλιών με ντουντούκες, στην διαπασών, από διερχόμενα αυτοκίνητα ή βανάκια.
Μου λείπουν τα ατίθασα, γαιώδη, απρόβλεπτα κορίτσια της Καλλιθέας.
Μου λείπει η νεανική μου ηλικία, εντάξει, έστω με τα μυαλά που είχα τότε.
Μου λείπουν τα όνειρα που έβλεπα και τα όνειρα που έκανα, όντας στο παιδικό μου κρεβάτι..."
Όταν σταμάτησα να μιλάω, κοίταξα στ' αριστερά μου και διαπίστωσα ότι ο θεός μου δεν βρισκόταν πια δίπλα μου. "Μα πότε εξαφανίστηκε;", αναρωτήθηκα μεγαλοφώνως. Τότε όμως παρατήρησα πως είχε αφήσει επάνω στο παγκάκι, εκεί όπου καθόταν μέχρι προ ολίγου, ένα ζευγάρι καλειδοσκοπικά γυαλιά, που συγκρατούσαν ένα σημείωμα γραμμένο με τον χαρακτηριστικό του καλλιγραφικό χαρακτήρα.
Το σημείωμα έλεγε: "Για να έχεις καλή θέα στον δρόμο του γυρισμού. Τόσο του προσωρινού όσο και του οριστικού".