Οι γάτες των Αθηνών
2015-11-13Ακούω ένα νιαούρισμα και κάτι με τραβάει, θα έλεγα με τρόπο τελεσίδικο, να ανακαλύψω την πηγή του…
Ξέρετε, μπορεί να είναι στοιχειωδώς εύκολο να απαντηθεί σωστά η περίφημη ερώτηση: «τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια» αλλά άντε δοκιμάστε να εντοπίσετε το πλάσμα που παράγει τον τόσο χαρακτηριστικό αυτόν ήχο, ώστε να το δείτε με τα ίδια σας τα μάτια (πόσο μάλλον να το πιάσετε). Όχι, ακούστε, δεν πρέπει να τρέφετε ψευδαισθήσεις: τα συγκεκριμένα πλάσματα είναι πολύ εκλεκτικά κι ασύλληπτα ικανά, με βάση τα δικά μας ανθρώπινα και δη Αθηναϊκά πρότυπα, για να επιτρέψουν στους ατσούμπαλους, φωνακλάδες και υπερφίαλους συγκατοίκους τους στην πόλη να τους επιβάλλουν τους όρους των μεταξύ των αλληλεπιδράσεων.
Οι γάτες, σε περίπτωση που κάποιος από εσάς δεν κατάλαβε ακόμα περί ποίων πλασμάτων ομιλούμε* , κρατούν τα όργανα και παίζουν τη μουσική και τα τραγούδια που αυτές γουστάρουν τα βράδια στην πόλη κι, από εκεί και πέρα, εναπόκειται σ’ εμάς το αν θα τραγουδήσουμε τα τραγούδια τους ή αν θα χορέψουμε στο ρυθμό που εκείνες υπαγορεύουν ή αν όχι. Παραγγελιές δεν γίνονται δεκτές (και πολύ καλώς) από αυτήν την ορχήστρα. Ή, αν προτιμάτε, οι γάτες έχουν το καρπούζι και το μαχαίρι και εξαρτάται αποκλειστικώς από αυτές αν θα μας δώσουν να φάμε αφράτη και γλυκιά σάρκα, σκέτα σπόρια ή… και καμιά μαχαιριά (στην τελευταία περίπτωση, ας προσέχαμε – αν δεν νογάμε εμείς, όπως λέει ο λαός, δε μας φταίνε σε τίποτα οι αιλουροειδείς σύντροφοί μας).
Αλλά τώρα σας έχω αφήσει λίγο πίσω και σας στέλνω ανταπόκριση από απόσταση ασφαλείας γιατί, ξέρετε, οι γάτες της πόλης δύσκολα κάνουν χωριό με περισσότερους του ενός εκπροσώπους του είδους μας. Αυτή τη στιγμή ακολουθώ μια λευκή, φουντωτή ουρά, βαδίζοντας με μαλακά βήματα και με μια χαλαρή ένταση, προσπαθώντας να ισορροπήσω μεταξύ του στόχου μου να μην την χάσω από τα μάτια μου και της ανάγκης μου να μην γίνω αντιληπτός. Μάταιος κόπος: η φουντωτή ουρά, μαζί με το σώμα και το κεφάλι που αποτελούν συνέχειά της ακινητοποιούνται ακαριαίως λες και βρήκαν τοίχο, συσπειρώνονται με το γνωστό γατίσιο τρόπο (τα άκρα τεντώνονται, ο κορμός καμπυλώνεται προς τα πάνω κι όλο το τρίχωμα, μαζί με τα μουστάκια, σηκώνεται κάγκελο), στρέφονται για κλάσματα δευτερολέπτου προς το μέρος μου κι ύστερα (αναποφεύκτως) χώνονται κάτω από το πλησιέστερο παρκαρισμένο αυτοκίνητο με ταχύτητα εφάμιλλη του Μπιπ-Μπιπ [ξέρετε τώρα, εκείνο το φτερωτό ζωάκι με την υπερφυσική ταχύτητα που αποτελούσε τον διακαή και μονίμως (και λίγο εκνευριστικά) ανεκπλήρωτο πόθο του Γουίλλυ Κογιότ στη γνωστή σειρά καρτούν της Looney Tunes]. Η επιχείρηση παρακολούθησης απέτυχε παταγωδώς και άδοξα συνάμα – αλλά, τί περίμενα, στ’ αλήθεια;
Όμως δεν πειράζει, γιατί τώρα βρίσκομαι σ’ εκείνη την, κάπως δύσκολη να την βρεις ακόμα κι αν την έχεις επισκεφθεί πολλές φορές, πλατεΐτσα, κάπου μεταξύ των περιοχών της Γούβας και του Υμηττού, έχω καθίσει σ’ ένα παγκάκι και είμαι διατεθειμένος να περιμένω για όσην ώρα χρειαστεί μέχρι να εμφανιστούν οι γάτες… Νάτες, κατέφθασαν! Στην αρχή προβαίνουν σε αναγνωριστικές μίνι-επιχειρήσεις ώστε να διαπιστώσουν με τι φρούτο έχουν να κάνουν: πικρό, ξινό, γλυκό, δηλητηριώδες, σάπιο, ξέμπαρκο, μυρωδάτο… Φρονώ ότι μόλις εξακρίβωσαν ότι η παρουσία μου δεν εγκυμονεί άμεσο κίνδυνο ή ενόχληση γι’ αυτές… Τώρα πια είναι ήδη περασμένα μεσάνυχτα. Το σουβλατζίδικο στην απέναντι γωνιά έχει πλέον κλείσει και η νύχτα έχει προχωρήσει καταπίνοντας τους, έτσι κι αλλιώς, λιγοστούς διαβάτες και περιοίκους. Τώρα τα αιλουροειδή της γειτονιάς εμφανίζονται σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς, καταλαμβάνοντας στρατηγικά σημεία κατά μήκος και κατά πλάτος της πλατείας και περιμένοντας να αξιολογήσουν τις επόμενες κινήσεις μου με μια αυστηρή (ελβετικού τύπου, θα έλεγε κανείς - εξάλλου η σχεδόν ομώνυμη γειτονιά, της Νέας Ελβετίας, δεν απέχει και πολύ) ουδετερότητα. Εδώ – δεν υπάρχει λόγος να μην το πούμε ξεκάθαρα – πρόκειται περί ενός αληθινού τεστ – και τα μόνα αληθινά τεστ είναι αυτά που διέπονται από την απόλυτη αμεροληψία και σκληρότητα της Φύσης και αυτά για τα οποία κριτής δεν είναι καμία «επιτροπή σοφών» ή καμία «αυθεντία» αλλά το τελικό αποτέλεσμα και μόνο αυτό.
Κι εγώ, που εκ φύσεως λατρεύω τα τεστ και με διεγείρουν οι προκλήσεις που αυτά συνεπάγονται (πρωτίστως) και οι καρποί που θα γευτώ αν τα περάσω με επιτυχία (δευτερευόντως) σηκώνομαι κι αρχίζω να βαδίζω πολύ προσεκτικά και με συγκεκριμένο τρόπο (όχι σε ευθεία, αλλά είτε τοξοειδώς είτε ζιγκ ζαγκ και, καμιά φορά, πισωγυρίζοντας και λίγο) ανάμεσά στις παρατεταγμένες γάτες. Γνωρίζω ότι αυτή είναι η πρώτη φάση της δοκιμασίας: αναγνώριση της σημασίας της διάταξης των γατών στο χώρο και εκτέλεση χορογραφίας στοιχειώδους γατο-συνάφειας. Πρέπει να την πέρασα επιτυχώς, καθώς όταν η χορογραφία με φέρνει στο κέντρο της πλατείας αβέβαιο ως προς τα επόμενα μου βήματα, μία μαύρη λυγερόκορμη γάτα (που σημαίνει: εξαιρετικά λυγερόκορμη ακόμα και για τα κριτήρια των γατών), με καταφανώς ηγετικό αέρα, μετακινείται από τη θέση της κι αρχίζει να βαδίζει νωχελικά προς ένα από τα ημιφωτισμένα σοκάκια που ξεκινούν από την πλατεΐτσα, γυρνώντας το κεφάλι της και ρίχνοντάς μου που και που ματιές πίσω από τα ατίθασα μουστάκια της. Είναι αναμφιβόλως σήμα προς εμένα να την ακολουθήσω.
Την ακολουθώ. Φτάνοντας σε μια διασταύρωση, εκείνη με ένα απότομο σάλτο πηδά πάνω σε έναν κλειστό πράσινο κάδο απορριμμάτων, όπου και κάθεται στα δυο της πόδια και με κοιτά σαν να μου λέει με τρόπο που δεν σηκώνει αντίλογο: «ως εδώ είναι η συνοδεία μου κι ούτε εκατοστό παραπέρα». Εντωμεταξύ, όλη αυτήν την ώρα πολλές γάτες έχουν εμφανιστεί από το πουθενά (κυριολεκτικώς;) και με περιτριγυρίζουν. Είναι η ώρα για τη δεύτερη δοκιμασία: έμπρακτη απόδειξη των φιλικών μου διαθέσεων. Βγάζω από την τσέπη μου την κονσέρβα με την γατοτροφή (έχω επιλέξει την εκλεκτότερη και, βεβαίως, ακριβότερη), την ανοίγω και εναποθέτω το περιεχόμενό της σε ένα άδειο πήλινο πιατάκι (μα την αλήθεια, πώς βρέθηκε εκεί;) πεταμένο δίπλα από τον προαναφερθέντα κάδο. Χωρίς να χάσουν χρόνο, οι γάτες σπεύδουν να ξανα-αδειάσουν το πιατάκι γεμίζοντας τα στομάχια τους (η Φύση απεχθάνεται τα κενά). Το κάνουν εν ριπή οφθαλμού. Ύστερα ρίχνουν μια γρήγορη ματιά στον ευεργέτη τους και σκορπίζουν στα γύρω στενά. Έχω μόλις περάσει επιτυχώς και τη δεύτερη δοκιμασία.
Τώρα ξέρω ότι έχω μια πορεία να ακολουθήσω. Δεν την γνωρίζω εκ των προτέρων, αλλά μου αποκαλύπτεται βήμα βήμα. Οδηγοί μου το ένστικτό μου, που φαντάζει οξυμένο την ώρα τούτη, και οι τριχωτές, μυστακοφόρες και, παρ’ όλα αυτά, σέξυ φιλενάδες μου. Καθώς στέκουν ως οδόσημα της διαδρομής μου, πάνω σε ουρανούς αυτοκινήτων, σε περβάζια έξω από κλειστά παράθυρα με γρίλιες, δίπλα σε παλιούς στύλους της ΔΕΗ, έξω από περίεργα απόκοσμα παιδικές χαρές (με επιγραφές όπως η ακόλουθη, που είναι λες και οι ίδιες οι γάτες έδωσαν παραγγελία να ετοιμαστούν και να αναρτηθούν: «Απαγορεύονται οι σκύλοι και οι μπάλες»), σε τυφλά σημεία ή σε εσωτερικές αυλές, πάνω σε καπάκια υπονόμων κι εκτελώντας ασύλληπτα εναέρια κι επίγεια ακροβατικά, νομίζω ότι τις ακούω να μου λένε με τον τρόπο τους πράγματα που αν έμπαιναν σε λόγια (που δεν μπαίνουν, αλλά τέλος πάντων) θα ακούγονταν κάπως έτσι: «Άνθρωπε, θες να γίνεις ένας από εμάς; Θέλεις να γίνεις Φύλακας και Αγγελιοφόρος της πόλης μας και του κόσμου μας; Θες να μάθεις πως γίνεται να κρύβεσαι στα φανερά και να φανερώνεσαι χωρίς κανένας να σε βλέπει; Θέλεις να μάθεις πως μπορείς να σαγηνεύεις και να παραπλανείς τους πάντες και πως να δημιουργείς κόσμους μέσα σε κόσμους; Θέλεις να απελευθερωθείς μια και καλή από τα δεσμά της μονομέρειας και των μονόδρομων και να μεθύσεις με το μαγικό ποτό των άπειρων επιλογών; Απόδειξέ το! Εμείς είμαστε οι εκπρόσωποι των δυνάμεων της Ζωής, των μόνων που είναι αληθινά φιλικές προς εσένα και το είδος σου. Η πρόσκληση / πρόκλησή μας προς εσένα, λοιπόν, είναι: Γίνε ένας από εμάς στην πράξη!».
Η τρίτη και τελευταία (γι’ αυτό το βράδυ, τουλάχιστον) δοκιμασία με περιμένει στην πίσω αυλή ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού, όπου δεσπόζει ένα μαρμάρινο κατασκεύασμα που μοιάζει με βωμό. Εδώ καταλήγει η περιπλάνησή μου. Μια καφετιά, μια σταχτιά και μια μουσταρδί γάτα πηδούν, μία προς μία, πίσω από εκείνη την πλευρά του «βωμού» προς την οποία δεν έχω ορατότητα κι εξαφανίζονται… μόνο και μόνο για να εμφανιστούν λίγο αργότερα από τα σκοτάδια πίσω από την απέναντι και από πίσω μου γωνία του παλιού σπιτιού, κάτι που, φυσικά, εκ πρώτης όψεως (κι όχι μόνο) φαίνεται αδύνατο. Προσπαθώ να τις μιμηθώ. Πηδάω μία φορά πίσω από τον βωμό, κατά το παράδειγμά τους. Τίποτα δεν συμβαίνει. Δεύτερη φορά. Και πάλι μηδέν εις το πηλίκον. Τρίτη φορά… ένα όραμα περνάει σαν αστραπή, διάρκειας νανοδευτερολέπτων, μπροστά από τα μάτια μου: μια πελώρια φωτιά να καίει πάνω στο βωμό και ολόγυρα χιλιάδες γάτες να παρακολουθούν την ιεροτελεστία… Τα όραμα σβήνει κι εγώ βρίσκομαι απλώς από την άλλη πλευρά του βωμού, όπως και τις δυο προηγούμενες φορές. Η ενέργεια και ο ενθουσιασμός που με πλημμύριζαν μέχρι προ ολίγου έχουν τώρα στερέψει. Συμπέρασμα: έφτασα κοντά, αλλά ακόμα δεν είμαι έτοιμος για να περάσω την τρίτη δοκιμασία. Ποιος ξέρει - ίσως το κάνω στα όνειρά μου απόψε…
…Καθώς αποχωρώ από την περιοχή βαδίζοντας σκεφτικός και με ένα περίεργο μείγμα απογοήτευσης και ικανοποίησης στην ψυχή μου, οι στίχοι από ένα παλιό τραγούδι παίζουν στο πικάπ του μυαλού μου (και, κατά τα φαινόμενα, έχει κολλήσει η βελόνα): «There ain’t no love in the heart of the city, there ain’t no love in the heart of the town»**. Μετά την πολλοστή επανάληψη, δεν μπορώ παρά να μονολογήσω μεγαλόφωνα: «Μπορεί να μην υπάρχει αγάπη στην καρδιά της πόλης, αλλά, ανάθεμά με, σίγουρα υπάρχουν πάρα μα πάρα πολλές γάτες»…
Ειλικρινώς δεν ξέρω πως σας φάνηκε η παραπάνω ανταπόκριση, φίλες και φίλοι συνοδοιπόροι. Πάντως, την επόμενη φορά που θ’ ακούσετε κάποιον να αναφέρεται περιφρονητικά και με μια κάποια αηδία και σιχαμάρα στο πρόσωπο στις «αδέσποτες» γάτες της πόλης, στηλιτεύοντας τες ως «μια ακόμα έκφανση της απαξίωσης του δημόσιου χώρου», σας συνιστώ να αναλογιστείτε:
- Τι υποδηλώνει ο όρος «αδέσποτος» ετυμολογικά; Κάτι αρνητικό; Ή μήπως κάτι (που θα έπρεπε να είναι) αυτονόητο για κάθε μορφή ζωής σ’ αυτόν τον πλανήτη;
- Πόσο «αδέσποτος» (συνειδητώς ή ασυνειδήτως) είναι στ’ αλήθεια ο φορέας της άποψης αυτής;
- Πότε ήταν η τελευταία φορά που είδατε, αντιστοίχως, α) μια γάτα, και β) έναν άνθρωπο να προβαίνουν σε κάποια πράξη «απαξίωσης του δημοσίου χώρου», σύμφωνα με τ’ ανθρώπινα κριτήρια;
Μη βιαστείτε ν’ απαντήσετε στα παραπάνω ερωτήματα αν σας φαίνονται πολύπλοκα (κατά τη γνώμη μου, μόνο αυτό δεν είναι). Εξάλλου, αντί αυτών, μπορείτε να διερωτηθείτε το εξής, απλούστερο κι αινιγματικότερο: είναι η περιέργεια που σκοτώνει τη γάτα, ή μήπως η έλλειψη (γατο-)περιέργειας που σκοτώνει τον άνθρωπο;
.............
*
Μην γελάτε, ποτέ δεν ξέρετε – η συνωμοσιολαγνεία, η αφασία κι η παράνοια έχουν φτάσει σε τέτοιο γενικευμένο επίπεδο ώστε μπορεί να υπάρχουν και κάποιοι που να πιστεύουν ότι νιάου νιάου στα κεραμίδια κάνουν ειδικά εκπαιδευμένοι πράκτορες των «εχθρών» μας (το ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι «εχθροί» επαφίεται στον, «πατριωτικό» ή «επαναστατικό» αλλά κατά κανόνα μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, οίστρο των φορέων της άποψης αυτής) για να μας παραπλανήσουν ή τίποτα τσαλαπετεινοί ή, ακόμα ακόμα, επίλεκτοι κομάντο κεραμοποιοί που σκαρφαλώνουν στις λιγοστές κεραμοσκεπές της πόλης τα βράδια κι αφού καμουφλάρονται, αρχίζουν να νιαουρίζουν μετά μανίας, έτσι ώστε να διαφημίσουν (εμμέσως κι ύπουλα) τα προϊόντα ή / και τις υπηρεσίες τους (ομολογουμένως, στη σύγχρονη Αθήνα ο ανταγωνισμός για τη συμπαθή επαγγελματική τάξη είναι απηνής…)
**