Παγκράτι / Μετς
2017-02-08Έτρεχα σε ανηφόρα απίστευτης κλίσης, ίσως και 45 μοιρών.
Ήταν βράδυ, αργά, μετά τα μεσάνυχτα, κι ο δρόμος ήταν άδειος.
"Μα καλά, δικαιολογείται τόσο απόθεμα ενέργειας μετά από τέτοια κραιπάλη;", αναρωτιόμουν μες στην, ασυνήθιστης διαύγειας δοθεισών των συνθηκών, σούρα μου.
Διότι, βλέπετε, εκτός από πληθώρα πικάντικων ως επί το πλείστον εδεσμάτων, είχα μόλις καταναλώσει κι ένα ολόκληρο μπουκάλι ουίσκι μόνος μου.
Κι όμως, όχι μόνο έτρεχα, αλλά ένιωθα έτοιμος ν’ απογειωθώ.
Ίσως και ν’ απογειώθηκα προσωρινώς, ποιός ξέρει, όπως προείπα, μάρτυρες δεν υπήρχαν τριγύρω – ούτως ή άλλως το να απογειωθείς κυριολεκτικώς, και καμιά φορά και μεταφορικώς, είναι από εκείνα τα πράγματα που η μνήμη σου, ακόμα κι αν τυχαίνει να είναι κατά κανόνα ρωμαλέα, φροντίζει να τ’ απωθεί με συνοπτικές διαδικασίες.
Είναι αυτό που το έχουν πει πολλοί, και πιθανόν να το έχω ξαναπεί κι εγώ: οι άνθρωποι δεν είμαστε φτιαγμένοι για να αντέχουμε, παρ’ εκτός ίσως από μικρο-δόσεις, ούτε την απόλυτη ευτυχία ούτε την απόλυτη δυστυχία.
Σιγά το απόφθεγμα, ναι, το ξέρω, το παραδέχομαι, πάμε παρακάτω, όμως, γιατί οι πύλες του Παγκρατίου έχουν ανοίξει και με περιμένουν να τις περάσω.
Έχω φτάσει σχεδόν στην κορυφή της ανηφόρας τώρα με την κίνησή μου στον χώρο να βαίνει επιβραδυνόμενη.
Όταν τελικώς φτάσω, κοντοστέκομαι λαχανιασμένος - τί λαχανιασμένος, στα όρια της κατάρρευσης δηλαδή, μια που ο λογαριασμός της αλόγιστης τρεχάλας μου στην ανηφόρα με το αρχαιοπρεπές όνομα μου έρχεται καθυστερημένος και συγκεντρωτικός.
Τελικώς συνέρχομαι κάποια στιγμή, πιέζοντας και λίγο τον εαυτό μου – δεν είναι ώρα τώρα να καταρρεύσω, έχω ακόμα δουλειά πολλή να φέρω σε πέρας αυτό το βράδυ.
Ορθώνω το κορμί μου και κοιτάζω ευθεία μπροστά.
Σε απόσταση περίπου δύο – τριών χιλιομέτρων, κάπου προς Βύρωνα μεριά, βρίσκεται ένας λόφος, η κορυφή του οποίου είναι κατάστικτη από πολυκατοικίες που μοιάζουν σαν να μισοκρύβονται πίσω από μια αδιόρατη καταχνιά.
Ο λόφος αυτός έχει την ιδιαιτερότητα πως διακρίνεται μόνο από λίγα υπερυψωμένα σημεία, όπως αυτό στο οποίο στέκομαι.
Αυτό το μέρος ακριβώς έψαχνα, εκεί θέλω να πάω απόψε.
Εκεί όπου δεν έχει πάει κανείς ή, πιο σωστά, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν έχει πάει.
Κι αυτό γιατί όσο προχωράς προς την συγκεκριμένη κατεύθυνση, το υψόμετρο κι η χωροταξία των δρόμων μεταβάλλονται τόσο πολύ και τόσο λαβυρινθοειδώς που είναι αδύνατο, απ’ το επίπεδο του εδάφους, να γνωματεύσεις με επιτυχία αν όντως έφτασες στον λόφο ή αν έφτασες αλλού γι’ αλλού.
Κι ακόμα κι αν διέθετα κάποιο εναέριο μέσο, τύπου ελικόπτερο, ο μόνος τρόπος να σιγουρευτώ πως θα έφτανα στον επίμαχο λόφο θα ήταν να προσγειωθώ καταρχάς στο οδόστρωμα (ή, άντε, στην ταράτσα κάποιου κτιρίου) κοντά στο σημείο όπου βρίσκομαι τώρα ώστε να αποκτήσω ξεκάθαρη κι αδιαμφισβήτητη οπτική επαφή μαζί του κι ύστερα ν’ απογειωνόμουνα πετώντας σε αρκετά χαμηλό υψόμετρο, ώστε να διασφαλίσω πως δεν θα χάσω τον προορισμό μου απ’ τα μάτια μου, με στόχο να προσγειωθώ και πάλι στο οδόστρωμα (ή, και πάλι, σε ταράτσα πολυκατοικίας) στην περιοχή του λόφου ή έστω στα ριζά του.
Δηλαδή, με δυο λόγια, κάτι εντελώς αδύνατον να συμβεί για όλων των ειδών τους πρακτικούς λόγους.
Και, καλά, τί το τόσο ιδιαίτερο μπορεί να υπήρχε σ’ αυτόν τον λόφο;
Ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που η αναζήτησή μου επρόκειτο να στεφθεί από επιτυχία, μπορούσε να μου εγγυηθεί κανείς πως θα έβρισκα κάτι παραπάνω ή διαφορετικό από μια τυπική κι αδιάφορη γειτονιά των ανατολικών προαστίων;
Φυσικά και όχι, φυσικά και κανείς δεν θα μπορούσε να μου εγγυηθεί κάτι τέτοιο –μα ούτε κι εγώ θα το ζητούσα ποτέ.
Βλέπετε, το Άγιο Δισκοπότηρο του αστικού εξερευνητή είναι η ίδια η αστική εξερεύνηση, πόσο μάλλον όταν αυτή η εξερεύνηση διαδραματίζεται στο Αθηναϊκό «θέατρο επιχειρήσεων», πόσο μάλλον όταν έχει ως επίκεντρο το Παγκράτι.
Το Παγκράτι, εξόχως ετερόκλητο μα κι ομοιογενές, εκτεινόμενο απ’ το Κολωνάκι και το Παναθηναϊκό Στάδιο ως τον Υμηττό, κι απ’ το Πρώτο Νεκροταφείο και το Μετς ως την Καισαριανή, αφενός συνδυάζοντας στοιχεία από κάθε μία εκ των προαναφερθεισών περιοχών κι αφετέρου διαθέτοντας μια ανεπανάληπτη, στον χώρο και στον χρόνο, ιδιοπροσωπία.
Δεν μου είναι εύκολο να βάλω το «γιατί» του παραπάνω ισχυρισμού μου σε λόγια, ωστόσο οφείλω να προσπαθήσω: Το Παγκράτι είναι αυτό που είναι διότι βρίσκεται πάντα στο μεταίχμιο καθώς και στο επίκεντρο ποικίλων κρίσιμων, εμφανών και αφανών, εξελίξεων, οι οποίες σχετίζονται άμεσα με το ευρύτερο Αθηναϊκό είναι και γίγνεσθαι...
Με συγχωρείτε, θα προσφύγω σε γλώσσα ποιητική, δεν γίνεται αλλιώς - εκεί εναποθέτω τις ελπίδες μου να σας μεταδώσω με όχημα τον γραπτό λόγο, έστω ακροθιγώς, έστω ελλιπώς, έστω υπαινικτικά, ορισμένες εντυπώσεις και εικόνες ιδιαζούσης φύσεως.
Αν αυτό δεν σας αρκεί, σας κατανοώ απολύτως, πιστέψτε με, αλλά από κει και πέρα δεν μπορώ να κάνω τίποτε περισσότερο πέρα απ' το να σας παροτρύνω να βγείτε για νυχτερινή τσάρκα στο Παγκράτι και να χαθείτε στα στενά του, κατά προτίμηση την περίοδο που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα μεταξύ εαρινής ισημερίας και θερινού ηλιοστασίου, με διάθεση ανοιχτή σε όλα και πεινασμένη, στα όρια της λύσσας και της λιμοκτονίας, καρδιά.
Όπως λέγαμε, λοιπόν, ο ποιητής μέσα μου σκιρτά κι εκστασιάζεται αναλογιζόμενος κι αναβιώνοντας τα εξής εξόχως Παγκρατιώτικα:
Τις ξαφνικές ριπές ολόφρεσκου ανέμου που σαρώνουν κακοφωτισμένα στενά που σπανίως τα βαδίζουν πόδια ανθρώπινα,
Το ατελεύτητο κρυφτούλι μεταξύ, Κύριος οίδε πόσων και πόσο, διαφορετικών κι αλληλεπικαλυπτόμενων στοιχείων και ρυθμών πολεοδομίας, χωροταξίας κι ανθρωπογεωγραφίας,
Το ξεχείλωμα κάθε έννοιας χρόνου, τόσο συμβατικού όσο και ψυχολογικού, έτσι ώστε να μπορεί να βολευτεί και να χωρέσει εντός του οιοδήποτε σώμα εμπειριών, οσοδήποτε ασουλούπωτο ή sui generis κι αν είναι,
Την σποραδική βαθιά κι απότομη βουτιά σε ελώδη σκοτεινά νερά, που καθηλώνουν, απομαγεύουν ή / και ποτίζουν τις καρδιές των ζωντανών πλασμάτων, ιδίως των πιο αγνών κι ευαίσθητων ανάμεσά τους, με τον πιο πρωτόλειο τρόμο, την πιο αρχέγονη απελπισία,
Τις φωλιές αναζωογόνησης, συμπόνιας, μύησης, δοκιμασίας, υπέρβασης, αναίρεσης και μαγικού ενθουσιασμού οι οποίες τείνουν να εντοιχίζονται σε ακαλαίσθητα, ψυχοπλακωτικά τσιμεντένια και μονοκόμματα κλουβιά, αναμένοντας στωικά τον κάθε τυχερό, τολμηρό και τρελό να τις επισκεφθεί αυτοβούλως και, επίσης αυτοβούλως, να βαπτισθεί και να εξιλεωθεί, ξανά και ξανά, στην καταλυτική κολυμβήθρα τους, η οποία έχει το σχήμα, την μορφή και, πάνω απ' όλα την αίσθηση, μιας αενάως στροβιλιζόμενης διπλής χοάνης...
Ο ποιητής όμως μάλλον παρασύρθηκε και το παράκανε, απορροφώντας γενναίες δόσεις απαραίτητης ζωτικής ενέργειας απ' τον αναζητητή, ο οποίος ως εκ τούτου διαπιστώνει πως ο στόχος της εξόρμησής του θα παραμείνει κι απόψε ανέφικτος.
Η ανωτέρω συνειδητοποίηση με λυγίζει και με φέρνει στα πρόθυρα αυτού που πάλευα, κι ως τώρα κατόρθωνα, ν’ αποφύγω: της σωματικής κατάρρευσης.
Το κεφάλι μου βουίζει και τα πάντα γύρω μου αρχίζουν να περιστρέφονται μανιασμένα, ενώ ένας δαιμονισμένος λόξυγκας επιτάσσει το διάφραγμα μου κι ένα τρέμουλο διαπερνά το κορμί μου.
Είναι ώρα να εγκαταλείψω τα μεγαλεπήβολα, ουτοπικά μου σχέδια και να πάρω τον δρόμο της επιστροφής, που φαντάζει μακρύς κι αβέβαιος.
Μόνοι μου συνοδοιπόροι και συμπαραστάτες τα παρατεταγμένα σε σκόρπια σημεία εδώ κι εκεί αδέσποτα γατιά, που αρχικώς με περιεργάζονται με κοφτές κι ερμητικές ματιές κι ύστερα, μόλις εξακριβώνουν πως είμαι του σιναφιού τους, μου «μιλούν» στην κοινή μας «γλώσσα», η οποία δεν βασίζεται σε καμία θεωρία, κανένα συντακτικό, καμία γραμματική παρά μονάχα βιώνεται, και με κατευθύνουν, χαράσσοντας την διαδρομή μου με τον μοναδικό, αριστοτεχνικά καμουφλαρισμένο κι ενεργητικώς παθητικό, υποστηρικτικό τους τρόπο.
Τις γάτες των Αθηνών ως γνωστόν τις εμπιστεύομαι όσο τίποτα (βλ. και προηγούμενο σχετικό κείμενο των "ΘεΑθηνών") κι έτσι, έστω και στην μη ιδανική κατάστασή που βρίσκομαι, αφήνομαι να χαθώ σε άγνωστα μου Παγκρατιώτικα σοκάκια.
Παρ' όλα αυτά η ώρα περνάει κι η κατάστασή μου δεν βελτιώνεται.
Κάποια στιγμή, ζαλισμένος, κοντοστέκομαι δίπλα σ' έναν υπερεκχειλισμένο κάδο σκουπιδιών: πολύ κακή ιδέα, καθώς η δυσωδία ενεργεί ως καταλύτης για να αδειάσω τα σωθικά μου, επί πεντάλεπτο, στο οδόστρωμα.
Αφού έχω βγάλει από μέσα μου ό, τι έχω φάει κι έχω πιει εδώ και μια βδομάδα, και παραπάνω ίσως, αισθάνομαι μια κάποια ανακούφιση, μην πω και λύτρωση.
Εξαντλημένος κι αφυδατωμένος, στρέφω την κεφαλή μου προς τον ουρανό, που τώρα φαντάζει ασυνήθιστα φωτεινός, δοθέντος του ότι έχουμε νέα Σελήνη καθώς και του ότι η ανατολή του ηλίου απέχει ώρες ακόμα.
Βρε μπας κι ο χρόνος επιταχύνθηκε χωρίς να το πάρω χαμπάρι;
Τσεκάρω το ρολόι μου - όχι, εφόσον υποθέσουμε ότι δουλεύει είναι όντως πολύ νωρίς ακόμα για ανατολές.
Μπα, ιδέα μου θα’ ναι – και, τέλος πάντων, στην κατάσταση που είμαι θα ήταν σκόπιμο να αφήσω αυτές τις ανησυχίες και να αφοσιωθώ στην αναζήτηση πόσιμου νερού.
Μέχρι τα συμπονετικά κύματα της Παγκρατιώτικης νυκτός να με ξεβράσουν στην οδό Φιλολάου όπου, προς τέρψη μου, πετυχαίνω ένα διανυκτερεύον περίπτερο και προμηθεύομαι ένα μπουκάλι νερού του ενός και μισού λίτρου το οποίο καταναλώνω τάχιστα κατεβάζοντας αχόρταγα μεγάλες γουλιές, το σύμβολο του ήλιου με συνοδεύει σταθερά.
Περνάω μπροστά από παλιές μονοκατοικίες στις σιδερένιες πόρτες των οποίων δεσπόζει ο ηλιακός δίσκος σε ποικίλες παραλλαγές, συναντάω ένα μεγάλο γκραφφίτι του οποίου ως κύριο θέμα ο ανώνυμος καλλιτέχνης του δρόμου έχει επιλέξει την απεικόνιση πολλών μικρών μαύρων ηλιακών σφαιρών κι ακόμα ακόμα κλωτσάω κατά λάθος μια παλιά συσκευασία προϊόντος φέροντος την εμπορική επωνυμία "Ήλιος".
Τέλος πάντων, αισθανόμενος αρκετά καλύτερα κι έχοντας ξεχάσει προσωρινώς ήλιους και φεγγάρια, υπακούω στην παρόρμηση να ξαναχωθώ στα στενάκια.
Ποιός θα το πίστευε ότι θα μου είχαν περισσέψει αποθέματα ενέργειας μετά απ’ όλα τα προηγούμενα;
Κι όμως να που βρίσκομαι να τρέχω και πάλι σαν δρομέας ταχύτητας, καταπίνοντας κι άλλες ανηφοροκατηφόρες.
Μεθυσμένος με την καλή έννοια αυτή την φορά, ούτε που κατάλαβα για πότε βρέθηκα στο Μετς.
Για την ακρίβεια βρίσκομαι έξω απ' το μοναδικό μαγαζί της περιοχής που έχει άδεια μπαρ / αναψυκτηρίου.
Βλέπετε, πολλά χρόνια πριν είχε βγει ένας νόμος που προέβλεπε πως στην περιοχή του Μετς δεν θα επιτρεπόταν ν' ανοίξουν πλέον καινούρια εστιατόρια ή μπαράκια πέραν των ήδη υπαρχόντων.
Κάποια εκδήλωση λαμβάνει χώρα εντός του, κάτι σαν πάρτι ίσως.
Την στιγμή που ζυγίζω τις επιλογές μου (να πλησιάσω περισσότερο και να κόψω κίνηση ή να επιστρέψω σπίτι μου;), δυο γνωστές μου φιγούρες, μια ανδρική και μια γυναικεία, βγαίνουν έξω απ’ το μαγαζί στο πεζοδρόμιο κι ανάβουν τσιγάρο.
Είναι η Π. κι ο Φ., όχι ακριβώς στενοί μου φίλοι, αλλά πάντως αρκετά γνωστοί για να τους χαιρετήσω και ν' ανταλλάξω μια κουβέντα μαζί τους.
Πράγματι τους πλησιάζω - προς έκπληξή μου με αναγνωρίζουν αμέσως και σπεύδουν να με χαιρετήσουν χαμογελαστοί και με θέρμη που, ομολογουμένως, με συλλαμβάνει λίγο εξ απήνης.
Ανταλλάσουμε γρήγορα νέα, κι εν συνεχεία με ενημερώνουν ότι στο μαγαζί λαμβάνει χώρα το αποχαιρετιστήριο πάρτι της κολλητής της Π., της Ε., η οποία οσονούπω αναχωρεί, επ’ αόριστον, για το Βερολίνο.
Πριν καταλάβω τι έχει συμβεί, ανταποκρίνομαι στην σχετική πρόσκλησή τους και βρίσκομαι στο εσωτερικό του μαγαζιού να χορεύω με επιτηδευμένα σκαμπρόζικο και λίγο ζόρικο στυλ – σήμα κατατεθέν μου σε τέτοιες περιπτώσεις - το «Superstition» του Stevie Wonder* με το τιμώμενο πρόσωπο του πάρτι, την Ε., η οποία ακολουθεί κι εμπλουτίζει με μπόλικη φαντασία και σκέρτσο τις πρωτοβουλίες μου στην αυτοσχέδια πίστα, εν μέσω επευφημιών, κι ενίοτε άγριων αλαλαγμών, των υπολοίπων παρευρισκομένων.
Στην όλη εικόνα, μια μάλλον φαιδρή πινελιά προστίθεται απ’ το γεγονός πως μασάω σαν κατσίκα την τσίχλα που είχα λίγο πρωτύτερα ζητήσει απ’ την Π. να με κεράσει - υπενθυμίζω ότι δεν είχε παρέλθει και πολλή ώρα απ’ όταν είχα κάνει εμετό κι έπρεπε να κάνω κάτι για να μετριάσω την, αναπόφευκτη, κακοσμία του στόματός μου.
Όταν τελειώνει το τραγούδι σταματάω να χορεύω και κάθομαι σ’ ένα σκαμπό κοντά στην μπάρα να πάρω μια ανάσα. Η Ε. με πλησιάζει χαμογελαστή, παίρνει ένα σκαμπό και κάθεται κι εκείνη. Μου λέει: «Δεν ήξερα ότι η Π. έχει τέτοιους χορευταράδες φίλους. Ντροπή της που δεν φρόντισε να σε μάθουμε νωρίτερα…».
Ανασηκώνω τους ώμους μου και γέρνω ελαφρώς το κεφάλι μου, δήθεν μοιρολατρικά, και της λέω: «Ποτέ δεν είναι αργά, ωστόσο… Ίσως όμως τώρα που γνωριστήκαμε, να κανονίσω να έρθω Βερολίνο, αφού εγκατασταθείς κι εγκλιματιστείς με το καλό, ώστε να ξεβιδωθούμε σε κάποιο απ’ τα περίφημα κλαμπ στα ανατολικά του πάλαι ποτέ Τείχους…».
Η Ε. δεν λέει τίποτα, απλώς χαμογελάει κάπως γλυκόπικρα, χαμηλώνει λίγο το κεφάλι της και ψελλίζει, εμφανώς συγκινημένη: «Πιο πολύ απ’ όλα - κι ίσως ακουστεί κάπως, όμως αυτό νιώθω, και μ’ εσένα αυτήν την στιγμή μπορώ να είμαι απολύτως ειλικρινής – πιο πολύ απ’ όλα, λοιπόν, εκεί πάνω θα μου λείψει η γειτονιά μου, το Παγκρατάκι μου, το Μετς…».
Την ενσυναισθάνομαι πλήρως. Απλώνω το χέρι μου, της κάνω ελαφρές μαλάξεις στον ώμο και της λέω χαμογελαστά: «Αμ δε, έτσι εύκολα νομίζεις ότι θα γλιτώσεις απ’ την τρέλα του Παγκρατίου και την μαγεία του Μετς; Δεν το έχεις καταλάβει ότι θα τα κουβαλάς μέσα σου όπου κι αν πας, όπου κι αν τυχόν βρεθείς, απ’ τον Αρκτικό κύκλο μέχρι τις ζούγκλες του Αμαζονίου;».
Με κοιτάζει με υγρά μάτια και μου χαμογελάει και πάλι. Ύστερα αγκαλιαζόμαστε και μένουμε έτσι για λίγη ώρα. Δεν έχουμε προλάβει ν’ αφήσουμε ο ένας τον άλλο, όταν πέφτει το ρεύμα.
Μετά το πρώτο επιφώνημα, επανέρχεται… γρήγορα όμως ξαναπέφτει. Αυτό συμβαίνει άλλες δυο-τρεις φορές, μέχρι που φαίνεται πως η μπίλια κάθεται για τα καλά στο, κυριολεκτικώς, μαύρο.
Οι εναπομείναντες θαμώνες βγαίνουμε έξω απ’ το μαγαζί με διάθεση πανηγυριώτικη και διαπιστώνουμε ότι η διακοπή του ρεύματος έχει επηρεάσει μόνο τμηματικά την περιοχή. Εμένα μου είχε φύγει εντελώς η κακή επιρροή απ’ το μεθύσι και νιώθω μια ασυνήθιστη ευεξία να με πλημμυρίζει. Το ίδιο ισχύει και για τους υπολοίπους. Έτσι λοιπόν, χωρίς καν να το σκεφτούμε, χωρίς καν να συνεννοηθούμε, σαν συντονισμένοι από μια αρχή έξω από εμάς ή, τώρα που το σκέφτομαι, μια αρχή κοινή και πανανθρώπινη που εδρεύει βαθιά μέσα μας, ξεχυνόμαστε αυθορμήτως στους δρόμους του Μετς, τραγουδώντας και χορεύοντας.
Ανεβοκατεβαίνουμε σκάλες και διασχίζουμε δρομάκια με υπέροχα νεοκλασικά σπίτια. Η μαγεία εκείνης της μεταιχμιακής νύχτας, που στέκεται στο κατώφλι τόσων διαφορετικών πιθανών κόσμων, μας τους δείχνει και μας δίνει μια γεύση τους, που και που, μ’ ένα πονηρό κλείσιμο του παροιμιώδους ματιού της, μας έχει συνεπάρει εντελώς. Ώσπου κάποια στιγμή, όντας ευρισκόμενος εν τω μέσω της εκτέλεσης μιας περίτεχνης χορευτικής φιγούρας με την Π. και με την Ε., τον βλέπω και κοκκαλώνω.
Τον ήλιο, εννοώ.
Για την ακρίβεια, βλέπω ένα πανό κρεμασμένο από δύο στύλους της ΔΕΗ που διαφημίζει έναν παιδικό σταθμό επ’ ονόματι: «Χαρούμενος Ήλιος» κι έχει ως σήμα – τί άλλο – έναν χαμογελαστό ανατέλλοντα ήλιο.
Την ίδια ώρα, από πίσω και πάνω, στον αθηναϊκό ουρανό, το πρώτο φως της ημέρας δειλά δηλώνει παρόν, ως προάγγελος του αληθινού ήλιου που πρόκειται να κάνει την εμφάνισή του οσονούπω.
Αλλά, τί είναι αληθινό και τί ψεύτικο, τέτοια ώρα…
Τέτοια ώρα δεν υπάρχει παρά μόνο το βίωμα της μαγείας της στιγμής.
Ουφ…
Μετά από λίγο θα αποχαιρετήσω τους αποψινούς φίλους και συνοδοιπόρους μου, καινούριους και παλιούς, και θα επιστρέψω σπίτι μου.
Θα ξαπλώσω στο κρεβάτι μου, αργά ή γρήγορα θ’ αποκοιμηθώ, και οι στιγμές που έζησα αυτό το βράδυ θα καταχωρηθούν – πιθανότατα λίγο ωραιοποιημένες ή λίγο δραματοποιημένες - ως άλλη μια ξεχωριστή ανάμνηση της ζωής μου.
Η οποία ζωή θα συνεχιστεί.
Με όλες τις δουλειές, τις έγνοιες, τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς, τις μικροχαρές και μικρολύπες της καθημερινότητας.
Αλλά, ας μην μπερδευόμαστε, η καθημερινότητα είναι ένα, αναγκαίο μα μάλλον στεγνό, υποσύνολο του θαύματος της ζωής στην ολοκληρία του.
Κι έτσι, σάρξ εκ της σαρκός της πεμπτουσίας της ύπαρξης, το αληθινό Παγκράτι και το αληθινό Μετς, που δεν έχουν μήτε αρχή μήτε τέλος παρά μόνο σημεία εισόδου κι εξόδου, θα με περιμένουν καρτερικά, μα όχι ανυπόμονα.
Θα μου σιγοσφυρίζουν τον σκοπό τους με κάθε ευκαιρία και θα με περιμένουν.
Κι όταν με αγαλλίαση υποκύψω στις σειρήνες τους και ξαναδιαβώ τις πύλες τους, θα είναι και πάλι νύχτα, μα το φεγγάρι θα λάμπει σαν υπέρλαμπρος ήλιος στον αθηναϊκό ουράνιο θόλο…
*