Πλάσματα της Αθηναϊκής νύχτας (μέρος δεύτερο)
2015-10-26Ξεκουραστήκαμε, πήραμε τις ανάσες μας και είμαστε έτοιμοι να συνεχίσουμε, θέλω να ελπίζω.
Αλλά, σας βλέπω λίγο αποπροσανατολισμένους. Μην μου ανησυχείτε, αυτό είναι καλό σημάδι. Η Αθήνα είναι ζόρικη και δεν δίνεται έτσι εύκολα κι άκοπα – ίσα ίσα, προτού δώσει το πράσινο φως για να μυηθεί ο οποιοσδήποτε το επιθυμεί πραγματικά στα αληθινά και βαθιά μυστικά της, απαιτεί αυτός ο οποιοσδήποτε να πληρώσει ένα, όχι ευκαταφρόνητο, τίμημα. Και το να αισθάνεσαι λίγο (έως πολύ) χαμένος και σαστισμένος καθώς τριγυρνάς στα νυχτερινά δαιδαλώδη μονοπάτια της, αποτελεί μια πρώτη, μικρή προκαταβολή του τιμήματος αυτού.
Όμως, νομίζω πως έχω μια ιδέα. Λοιπόν, για περάστε μέσα σε αυτό το θεατράκι που αποτελεί το κυρίως κομμάτι της αίθουσας εκδηλώσεων ενός Αθηναϊκού συνοικιακού δημόσιου δημοτικού σχολείου. Καθίστε αναπαυτικά στα καθίσματα του και χαλαρώστε (ναι, το ξέρω ότι δεν είναι ό, τι πιο εντυπωσιακό και βολικό, αλλά… τι περιμένατε κι εσείς; Την ρέπλικα της Σκάλας του Μιλάνου στην Καλλιθέα;). Με βλέπετε όλοι που στέκομαι πάνω στην σκηνή, μπροστά από την κλειστή αυλαία; Ωραία. Αν εντοπίζετε μια υπόνοια τρέμουλου στη φωνή μου, δεν λαθεύετε: είμαι ελαφρώς συγκινημένος. Βλέπετε, στον χώρο αυτό πραγματοποιήθηκε η πρώτη θεατρική παράσταση στην οποία πρωταγωνίστησα στη ζωή μου. Ήμουν 11 χρονών και κάτι κι έπαιξα τον Γεώργιο Καραϊσκάκη κατά το τελευταίο στάδιο του πολυτάραχου κι ηρωικού βίου του. Δεν θα επιμείνω περαιτέρω στα προσωπικά μου – απλώς ήθελα να σας πληροφορήσω εν τάχει περί της ιδιαίτερης σχέσης μου με αυτό το μέρος.
Λοιπόν, θα θυμάστε ότι είχαμε ξεκινήσει τη γνωριμία μας με τα πλάσματα της Αθηναϊκής νύχτας. Σκέφτηκα (το κάνω ενίοτε) πως ίσως θα ήταν πιο ενδιαφέρον, αντί να συνεχίσω να κάνω εγώ τις συστάσεις, να προσκαλέσουμε έναν εκπρόσωπο από κάθε μία από τις εναπομείνασες κατηγορίες των πλασμάτων της Αθηναϊκής νύχτας και να τους αφήσουμε να μας συστηθούν με τον τρόπο τους. Τι λέτε, συμφωνείτε; Ναι, είπατε; Χαίρομαι ιδιαιτέρως διότι, να σας πω την αλήθεια, προσβλέποντας εκ των προτέρων στην συγκατάθεσή σας, είχα αναλάβει το μικρό ρίσκο του να αποστείλω τις σχετικές προσκλήσεις. Έτσι, με χαρά σας ενημερώνω ότι οι πρεσβευτές των πλασμάτων βρίσκονται ήδη στο παρασκήνιο του θεάτρου! Όμως, καθώς αισθάνομαι έναν μικρό εκνευρισμό εκ μέρους τους λόγω της μακράς αναμονής και γνωρίζω πως βιάζονται να επιστρέψουν στον οικείο νυχτερινό τους βιότοπο, θα έλεγα να μην χρονοτριβήσουμε κι άλλο.
Ιδού, λοιπόν, κυρίες και κύριοι, ας ανοίξει η αυλαία και ας δώσουμε το λόγο στα υπέροχα ή και τρομακτικά – μα σίγουρα άκρως ενδιαφέροντα – πλάσματα της Αθηναϊκής νύχτας:
- Οι εναλλακτικοί ταξιτζήδες: Τι κάνετε; Έχουμε συναντηθεί με πολλούς από εσάς, έστω κι αν εσείς μπορεί να μην μας θυμάστε. Σας παίρνουμε κούρσα τις μικρές ώρες, εκεί στο μεταίχμιο μεταξύ διπλής (νυχτερινής) και μονής ταρίφας (καμιά φορά, μπορεί να τύχει να ερμηνεύσουμε κάπως διασταλτικά τους παραπάνω όρους – αλλά, κατανοείτε, ελπίζουμε, ότι είμαστε μεροκαματιάρηδες). Είστε κατάκοποι και τρισευτυχισμένοι ή κατάκοποι και βυθισμένοι στη δυστυχία (δυστυχώς, συχνότερα το δεύτερο). Το έχετε ως δεδομένο ότι θα βάλουμε Blackman ή Sport FM στο ράδιο – ωστόσο εμείς βάζουμε Neutral Milk Hotel ή Pavement ή και Sigur Ros, άμα λάχει, και τότε παρατηρούμε με ελαφρύ μειδίαμα από τον καθρέφτη τα κεραυνοβολημένα από την έκπληξη πρόσωπά σας (μια από τις αγαπημένες ένοχες απολαύσεις μας, ομολογουμένως). Τότε μας πιάνετε διστακτικά την κουβέντα και διαπιστώνετε ότι διαβάζουμε Χαρούκι Μουρακάμι και Κόρμακ ΜακΚάρθι, αγοράζουμε κάθε χρόνο εισιτήριο διαρκείας στις «Νύχτες Πρεμιέρας» και είχαμε παρευρεθεί στη συναυλία των Pixies στο «Ρόδον» το ‘89. Όταν έχουμε φτάσει στον προορισμό σας, παραμένετε για άλλα πέντε λεπτά στο ταξί και συζητάμε (δεν σας χρεώνουμε παραπάνω για αυτά τα πέντε λεπτά, μην ανησυχείτε). Στο 90% των περιπτώσεων, σας αποχαιρετούμε εκλιπαρώντας σας σχεδόν να δείξετε χαρακτήρα και να μην επικοινωνήσετε μαζί της / του. Ξέρουμε ότι δεν θα μας ακούσετε, αλλά σας συμπαθούμε ακόμα περισσότερο γι’ αυτό: είστε άνθρωποι-άνθρωποι, όπως κι εμείς.
- Οι Μαρίνες των βράχων και των λάκκων: Γεια σας, κοινό μας. Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στην επαρχία. Για τους συντοπίτες μας ήμασταν πάντοτε οι μουνάρες ή / και οι πουτάνες του χωριού (αναλόγως την περίσταση). Ασφυκτιούσαμε εκεί πέρα κι ανυπομονούσαμε να δραπετεύσουμε. Τελικώς, καταφέραμε και ήρθαμε στην Αθήνα στα 18-19 μας, αφού περάσαμε σε κάποιο ΤΕΙ της συμφοράς (συμφορά για το ΤΕΙ, όχι για εμάς). Θέλαμε να γίνουμε ηθοποιοί, να συγχρωτιστούμε με διασημότητες και να ζήσουμε τη μεγάλη ζωή. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε στην Αθηναϊκή νύχτα και δεν την αποχωριστήκαμε ποτέ κι ας μην έχουμε γίνει ηθοποιοί ούτε και διασημότητες – κι ας μην ζήσαμε τη μεγάλη ζωή. Πίνουμε άπειρες μπόμπες, πάντοτε με παγάκια και ποτέ σκέτες (όπως και στο χωριό) - «on the rocks», όπως έλεγαν παλιά: στους βράχους, δηλαδή. Προσφέρουμε τους εαυτούς μας στο πιάτο, βορά στις διαθέσεις του κάθε επιτηδείου και του κάθε μαλάκα και καταξεσκιζόμαστε, κατατσακιζόμαστε, εξαχνωνόμαστε. Σκάβουμε τους λάκκους μας και πέφτουμε μέσα κατ’ εξακολούθησιν – και παρ’ όλα αυτά ακόμα μπορούμε να χαμογελάμε - κι ένα λακκάκι σχηματίζεται και στα δυο μας μάγουλα όταν το κάνουμε, όπως όταν ήμασταν κοριτσάκια. Και τότε μπορεί η μοίρα να μας χαμογελάσει και να βρούμε εκείνο το καλό παιδί… Το μαύρο και το λευκό είναι τα χρώματά μας και τα εναλλάσσουμε στην γκαρνταρόμπα μας και στη ζωή μας. Γινόμαστε πολύ μελοδραματικές, όμως, κι αισθανόμαστε πως σας ξενερώνουμε. Τι ζητάμε; Με βραχνάδα στη φωνή και με θολούρα στο μάτι και στην ψυχή ζητάμε μια αγκαλιά κι ένα χαμόγελο κι όταν μας τα δίνετε, το εκτιμούμε – το εκτιμούμε κι ας μην το δείχνουμε. Γι’ αυτό, να μας τα δίνετε.
- Οι αινιγματικές τηλεφωνήτριες: Από τις 1 ως τις 5 το πρωί, κάθε βράδυ, σας καλούμε από άγνωστο αριθμό. Απαντάτε - αγουροξυπνημένοι, ξενυχτισμένοι ή μεθυσμένοι - αλλά εμείς παραμένουμε σιωπηλές στις επιτακτικές σας ερωτήσεις περί την ταυτότητά μας κι ύστερα από λίγο σας το κλείνουμε. Όμως μετά από λίγο σας ξανακαλούμε, πάντα από άγνωστο αριθμό. Αν απαντήσετε πάλι, μας ακούτε να σας αραδιάζουμε αριθμούς – στα ελληνικά, στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα ρώσικα, στα κινέζικα - με τη μεταλλική μας φωνή (με χροιά που θυμίζει εκείνη της Λένας Πλάτωνος). Συνήθως μας το κλείνετε απηυδισμένοι πριν ακούσετε όλη την ακολουθία των αριθμών. Αν δεν το κάνετε, σας το κλείνουμε εμείς κι ύστερα από λίγα λεπτά, σας καλούμε για τρίτη και τελευταία φορά. Απαντάτε κι αυτό που ακούτε είναι μια απόκοσμα εφιαλτική μελωδία. Αν αντέξετε μέχρι το τέλος χωρίς να μας το κλείσετε, ο τρόμος του διαστρικού κενού θα γεμίσει τις ψυχές σας. Αλλά… αν είστε αρκετά δυνατοί και με νου εξελιγμένο, μια σπίθα μπορεί ν’ ανάψει και τότε θ’ αρχίσετε να καταλαβαίνετε… Να σας πούμε κάτι ακόμα: η έδρα μας είναι στον Υμηττό (θυμηθείτε: «εκεί, ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό») – όχι όμως ακριβώς στον Υμηττό που έχετε κατά νου…
- Οι κοσμοπολίτες φλώροι με τα κασκόλ: Είμαστε καλοβαλμένοι, καλοζωισμένοι και καλοκουβεντιαστές (μιλάμε πολύ και για τα πάντα). Φοράμε σχεδόν μονίμως πουλόβερ και πάντοτε κασκόλ (ανεξαρτήτως εποχής). Περιτριγυριζόμεθα από γυναίκες, αν και οι σεξουαλικές μας προτιμήσεις δεν είναι σαφείς. Δίνουμε την εντύπωση ότι ποτέ δεν έχουμε ασχοληθεί με κανένα σπορ (έχετε, όμως, υπόψη σας ότι ενδέχεται να είμαστε καλοί στο σκάκι, στο μπριτζ ή / και στο γαλλικό μπιλιάρδο) και τα χέρια μας είναι μικρά κι αφράτα σαν μωρού παιδιού. Ψευδίζουμε ανεπαισθήτως και πίνουμε ΜΟΝΟ κόκκινο κρασί (ένα ποτήρι του οποίου είναι ΠΑΝΤΟΤΕ στο χέρι μας). Όλοι γνωρίζουν σκόρπιες λεπτομέρειες για εμάς, αλλά κανείς δεν φαίνεται να έχει την πλήρη εικόνα. Σας πλησιάζουμε και σας πιάνουμε την κουβέντα με ύφος κάπως μπλαζέ και συγκαταβατικό. Ωστόσο μην μας αποπαίρνετε κι ακούστε αυτά που έχουμε να σας πούμε. Έχουμε το χάρισμα να βλέπουμε το φως πίσω από τη σκιά των επερχόμενων γεγονότων και να αφουγκραζόμαστε την ηχώ τους καθώς φτάνει στα ευαίσθητα αυτιά μας από το μέλλον. Ακούστε μας, λοιπόν, προσεκτικά κι όχι προκατειλημμένα και δεν θα χάσετε…
- Τα «παντού» κορίτσια: Τη νύχτα είμαστε παντού. Σε μπαράκια, σε κλαμπάκια, σε ρεμπετάδικα, στα μπουζούκια, σε συναυλίες, στο σινεμά, στο θέατρο, στο γήπεδο, σε λεωφορεία, μετρό, πλοία, τραίνα, αεροπλάνα, παντού, παντού, παντού. Είμαστε από 16 έως 20 ετών το πολύ. Μιλάμε γρήγορα, πολύ γρήγορα. Είμαστε μικροκαμωμένες κι έχουμε μεγάλα εκφραστικά μάτια. Μας αρέσει να πιάνουμε τα μαλλιά μας κοτσίδα. Είμαστε πάντα με τις 5-6 κολλητές μας και ποτέ μ’ αγόρια. Αν μας προσέξετε και αρχίσετε να μας κοιτάτε, θα σας κοιτάξουμε κι εμείς. Τρεφόμαστε από την προσοχή σας. Όταν έχουμε τραφεί αρκετά, θα αποχωρήσουμε - εντελώς ξαφνικά κι απροειδοποίητα. Αλλά θα μας ξαναδείτε. Και θα μας ξαναδείτε. Ποτέ μην αποπειραθείτε να μας πλησιάσετε – είναι αδύνατον. Ποτέ μην περιμένετε κάτι από εμάς – τα χέρια μας είναι πάντα άδεια. Εσείς απλώς θα μας δίνετε ενέργεια μέσω της προσοχής σας ώστε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε, παντού και πάντα, μιλώντας ακατάπαυστα και χειρονομώντας ανελέητα, και να καλύπτουμε τα κενά της πόλης με ανούσιους θεατρινισμούς και έλλειψη νοήματος – καθρέφτες του τίποτα και του μηδενός.
- Οι θυρωροί: Στεκόμαστε για ώρες όρθιοι έξω από την είσοδο κάπως απόμερων κι ασυνήθιστων, στην όψη και λόγω της γενικότερης αίσθησης που αποπνέουν, κτιρίων (πολυκατοικιών, μονοκατοικιών, γραφείων εταιριών, μαγαζιών ή ακόμα και οικοδομών). Φορούμε πάντοτε μαύρα ή γκρίζα ρούχα. Συνήθως είμαστε γενειοφόροι ή αξύριστοι για πολλές ημέρες. Έχουμε μονίμως ένα παμπάλαιο κινητό τηλέφωνο στο χέρι μας – άλλοτε μιλάμε (άγνωστο σε ποιον ή ποιους), άλλοτε στέλνουμε γραπτά μηνύματα κι άλλοτε παίζουμε παιχνίδια. Αν αναρωτιέστε τι κάνουμε, καλύτερα να σταματήσετε να αναρωτιέστε. Αν μας δείτε στα όνειρά σας, να ανησυχήσετε. Αν θέλετε να γίνετε ένας από εμάς… χα χα χα! Τολμήστε να σκεφτείτε σαν να ήσασταν κάποιοι άλλοι, κάποιοι που δεν θα μπορούσατε να γίνετε ποτέ. Και προεκτείνετε το συλλογισμό σας: πώς θα ήταν η Αθήνα αν εσείς δεν ήσασταν αυτοί που είστε αλλά κάποιοι άλλοι; Αυτές τις άλλες Αθήνες προστατεύουμε από εσάς και, ταυτοχρόνως, από αυτές τις άλλες Αθήνες σας προστατεύουμε.
- Οι λεγεωνάριοι του Τρόμου: Ω, ναι, εμείς είμαστε, μην κάνετε ότι δεν μας γνωρίζετε. Αγκαλιασμένοι από πολύ μικροί από τα μαύρα πλοκάμια του ύστατου Τρόμου και πλήρως εναρμονισμένοι με τα υπόκωφα, επιτακτικά κι ανατριχιαστικά κελεύσματα της ολόμαυρης ψυχής του, ξεχυνόμαστε στους δρόμους για να τρομοκρατήσουμε και να καταστρέψουμε ότι όμορφο και λεπταίσθητο υφίσταται στην πόλη. Στην δεκαετία του ’90, όταν ήμασταν σχετικώς αδύναμοι ακόμα, σας σταματάγαμε στο δρόμο, συνήθως έξω από σταθμούς του ηλεκτρικού ή κοντά σε, ανοιχτά και κλειστά, γήπεδα, και σας ρωτούσαμε τι νούμερο παπούτσι φοράγατε – για να σας το βουτήξουμε μαζί με το μπουφάν σας, τα λεφτά σας κι ό, τι άλλο πολύτιμο φέρατε επάνω σας αλλά και, κυρίως, για να ενσταλάξουμε ταπείνωση και να στεριώσουμε τον απόλυτο φόβο και ένα, ιδανικώς μη αναστρέψιμο, σύμπλεγμα κατωτερότητας στην ψυχή σας. Αργότερα, καθώς αποκτούσαμε όλο και περισσότερη δύναμη, εξελίχθηκαν τα όπλα και οι στόχοι μας. Αρχίσαμε να βγαίνουμε στους δρόμους οργανωμένα, να μαχαιρώνουμε, να καταστρέφουμε, να καίμε, να τρομοκρατούμε μαζικά και να καταλαμβάνουμε κομβικές νησίδες της πόλης βυθίζοντάς τες στο σκοτάδι – το δικό μας σκοτάδι, το πιο σκοτεινό από το μαύρο της δικής σας νύχτας. Πολεμούσαμε και μεταξύ μας που και που – έτσι για το ξεκάρφωμα, αλλά και, απλώς, επειδή γουστάρουμε να το κάνουμε. Κι από εκεί που ήμασταν τελείως περιθωριακοί, είδαμε πολλούς από εσάς να αρχίζετε σταδιακώς να μας ανέχεστε και, ακόμα περισσότερο, να έρχεστε μαζί μας, να εντάσσεστε στις γραμμές μας και να συνδράμετε στους στόχους μας, γεμάτοι μίσος και με μια μαύρη, λιπαρή φλόγα στην καρδιά – κι εμείς αναρριγούσαμε από περηφάνια και ξερνάγαμε περισσότερο φόβο, περισσότερο χάος. Και τώρα είμαστε έτοιμοι για την τελική μας επίθεση, ώστε να πάρουμε το πάνω χέρι και να εντάξουμε την πόλη σας για τα καλά στην Μαύρη Επικράτεια…
- Οι σύγχρονες Καρυάτιδες: Είμαστε όμορφες κι εύθραυστες, πέρα από κάθε δυνατότητα λεκτικής περιγραφής. Πολλοί αμφισβητούν την ύπαρξή μας, ακόμα κι αν μας δουν με τα ίδια τους τα μάτια (ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό). Αλλά εμείς απλώς υπάρχουμε και το Σύμπαν δικαιώνεται. Είμαστε ελάχιστες σε αριθμό και η κάθε μία από εμάς είναι πιο πολύτιμη από όλα τα διαμάντια του κόσμου. Η ομορφιά μας δεν είναι για τα θνητά μάτια, δεν είναι για τον κόσμο αυτό και αυτό δεν πονάει μόνο εσάς, πιστέψτε μας – μας κάνει κι εμάς να υποφέρουμε όσο δεν φαντάζεστε. Η υπερέκθεση μας καταβάλει και γι’ αυτό αποφεύγουμε όσο μπορούμε τον πολύ κόσμο και προτιμούμε να εμφανιζόμαστε σποραδικώς και μόνο σε μικρούς κύκλους ανθρώπων. Αγαπάμε αυτήν την πόλη πάρα πολύ. Όπου και όταν μας βλέπετε, προσπαθείτε να μας κατανοήσετε, να μας συναισθανθείτε και να μας συμπονέσετε – είμαστε σαν κι εσάς, με μία διαφορά μόνο: τα θεϊκά μας κορμιά – ευλογία μαζί και κατάρα. Αγκαλιάστε μας με τον νου και την ψυχή σας και ποιός ξέρει – ίσως μια μέρα αφεθούμε στα χέρια σας…
… Η αυλαία τώρα ας κλείσει, τα φώτα ας σβήσουν κι ας αποχωρήσουμε σιγά σιγά από το θέατρο, αφού πρώτα ευχαριστήσουμε τους πρεσβευτές των πλασμάτων της Αθηναϊκής νύχτας και τους επιτρέψουμε να χαθούν μέσα στο σκοτάδι.
«Και τώρα τι έχει σειρά;», σας ακούω να ρωτάτε.
«Μιάου!»
Ποιός νιαουρίζει;