Πλάσματα της Αθηναϊκής νύχτας (μέρος πρώτο)
2015-10-19Μόνο ένας τρελός θα ισχυριζόταν ότι η Αθήνα είναι μια πόλη φιλική προς τους ανθρώπους της.
Μόνο ένας ανίδεος θα ισχυριζόταν ότι η καθημερινή ζωή στην Αθήνα είναι στρωτή και προβλέψιμη.
Και απολύτως κανένας, όσο τρελός κι ανίδεος κι αν ήταν, δεν θα έμενε ασυγκίνητος από μια Αθηναϊκή νύχτα.
Θα μου πείτε: σιγά την εξυπνάδα, αυτό το ξέραμε ήδη – εσένα περιμέναμε να μας το πεις; Δεν λέω, δίκιο έχετε, επαναλαμβάνω με λίγο παραλλαγμένα λόγια ένα (αφηρημένα) γνωστό, αν και λίγο ξεχασμένο, ειδικά κατά τον τρέχοντα αιώνα, κλισέ περί Αθηναϊκής νύχτας ή Athens by night, όπως λέγανε οι παλαιότεροι. Μόνο που εγώ εδώ δεν αναφέρομαι σε αυτό στο οποίο πάει αντανακλαστικά το μυαλό των περισσοτέρων όταν η συζήτηση πηγαίνει στην «Αθηναϊκή νύχτα», ήτοι στο κομμάτι της διασκέδασης ή ψυχαγωγίας που πάντοτε παρείχαν τα ποικίλων ειδών, κατηγοριών και βίτσιων νυχτερινά «πολιτιστικά κέντρα» (για να θυμηθούμε κι έναν άλλο παλαιότερο όρο, προερχόμενο από την «ξέφρενη» κι «ανέμελη» δεκαετία του ’90) της Ελλαδικής πρωτεύουσας. Όχι, εδώ αναφέρομαι στην Αθηναϊκή νύχτα γενικά. Δηλαδή, στο σύνολο των εκφάνσεων της ζωής στην Αθήνα όταν πέφτει το σκοτάδι και μέχρι το σκοτάδι να ξαναδώσει τη θέση του στο φως.
Σκοτάδι… Φως… Το ξέρετε ότι το δεύτερο έπεται του πρώτου και προέρχεται από το πρώτο, έτσι; Το έλεγαν ανέκαθεν τόσο η ελληνική όσο και η παγκόσμια μυθολογία και, σχετικά προσφάτως, συνηγόρησε υπέρ αυτού και η επιστήμη. Αλλά και, από τη δική μας, ανθρωποκεντρική, σκοπιά, τουλάχιστον, η ζωή χαρακτηρίζεται από την (κυκλική, αν θέλετε) ακολουθία ανυπαρξία-γέννηση-θάνατος. Δηλαδή, με άλλα λόγια και με μια λίγο πιο ποιητική διάθεση, από το σκοτάδι στο φως και πάλι πίσω στο σκοτάδι. Και φαίνεται πως το φως όχι μόνο προέρχεται από το σκοτάδι, αλλά και αποτελεί την εξαίρεση μάλλον παρά τον κανόνα στο θεότρελό μας Σύμπαν. Εδώ έρχεται και πάλι η σύγχρονη επιστήμη και δη η κοσμολογία να μας ενημερώσει ότι το 96% του Σύμπαντος αποτελείται από τη λεγόμενη σκοτεινή ύλη και την ακόμα πιο «αιθέρια» αδελφή της, την σκοτεινή ενέργεια. Εξάλλου, δείτε και την συνοδευτική εικόνα αυτού του κειμένου και σκεφτείτε το εξής: τόσοι δισεκατομμύρια γαλαξίες και τόσα δισεκατομμύρια επί δισεκατομμυρίων άστρα ίσα που επαρκούν για έναν αμυδρότατο φωτισμό του αρχέγονου σκότους που καλύπτει το σώμα του Κόσμου μας.
Συμπέρασμα: Το σκοτάδι είναι η μήτρα και το καλούπι μας, στο σκοτάδι βρίσκονται τα θεμέλια της υπόστασής μας και στο σκοτάδι ερχόμαστε πιο κοντά στον αληθινό μας εαυτό, αυτόν που υπό το φως της ημέρας ή υπό το τεχνητά παραγόμενο φως της νύχτας λίγο έως πολύ απωθούμε και παραγκωνίζουμε για να σταθούμε, ερμηνευτικώς, στο ύψος των ποικίλων ρόλων που έχουν επιλεγεί (συχνότερα) ή έχουμε επιλέξει (σπανιότερα) για εμάς. Και ιδού το παράδοξο: η ημέρα, το φως συγκαλύπτει και συσκοτίζει με τους εκτυφλωτικούς προβολείς της την ουσιαστική μας ταυτότητα, τον αληθινό πυρήνα της ύπαρξής μας ενώ η νύχτα, το σκοτάδι απομακρύνει όλους τους ενοχλητικούς περισπασμούς, σβήνει τα φώτα της παραπλάνησης κι έτσι αποκαλύπτει και φωτίζει, είτε μας αρέσει είτε όχι, το ανόθευτο απόσταγμα του είναι μας.
Ε, και, δεν λέω, καλά τα Λονδίνα και τα Παρίσια και τα Βερολίνα και οι Ρώμες και οι Βαρκελώνες και τα Κάιρα και οι Κωνσταντινουπόλεις και οι Νέες Υόρκες, αλλά όταν μιλάμε για Αθηναϊκή νύχτα, δεν υπάρχουν πια όρια ως προς το πόσο βαθιά μπορεί να καταδυθεί κανείς και ως προς το τι μονάκριβα και αστραφτερά μαργαριτάρια ή ως προς τι φρικτά κι απόκοσμα τέρατα (ή και τα δύο, ταυτοχρόνως) μπορεί να συναντήσει… Αλλά διακρίνω και πάλι τους σκεπτικιστές να σηκώνουν το φρύδι, να χαμογελούν συγκαταβατικά και να λένε: «Μα, αγαπητέ, τι το τόσο μοναδικό μπορεί να έχει η Αθηναϊκή νύχτα που να την κάνει να ξεχωρίζει από την νυχτερινή ζωή όλων των σύγχρονων μητροπόλεων παγκοσμίου βεληνεκούς, όπως οι προαναφερθείσες;»
Κι απαντώ: η Αθηναϊκή νύχτα έχει τα εξής τρία στοιχεία, αγαπητοί φίλοι, που δεν τα βρίσκεις σε καμία από τις άλλες προαναφερθείσες μητροπόλεις (στις οποίες έχει τύχει να ταξιδέψω) αλλά ούτε, θα πάρω το ρίσκο να πω, και πουθενά αλλού:
- Μια, ενίοτε ασύλληπτης τραχύτητας κι οξύτητας, αγριάδα και ωμότητα,
- Μια πανταχού και διαρκώς παρούσα, έστω στο υπόβαθρο, γλυκιά και παρηγορητική αίσθηση ότι ένας ανώτερης τάξης ζων οργανισμός (η πόλη) σε ενσυναισθάνεται και σε συμπονά,
- Μια θρησκευτικής φύσεως εμπειρία (όταν επιλέξεις να την βιώσεις στο μέγιστο) που σχετίζεται με το ότι η κατάδυση στα νυχτερινά «ενδότερα» της πόλης συνιστά ταυτοχρόνως (όχι παραλλήλως) μια εισδοχή και μύηση στα «άδυτα» του αληθινού σου εαυτού.
Ναι, λοιπόν, η Αθηναϊκή νύχτα όλα αυτά. Γι’ αυτό και την επέλεξα ως αφετηριακό σημείο της περιήγησής μας – γιατί τη νύχτα η Αθήνα είναι πιο Αθήνα από ποτέ. Διότι τη νύχτα τα ποικίλα, εσωτερικά κι εξωτερικά, φίλτρα υποχωρούν και όλες οι εμπειρίες κερδίζουν σε αμεσότητα και αντίκτυπο. Βεβαίως, αυτό έχει κι ένα ρίσκο – δεν είναι όλες οι εμπειρίες κατ’ ανάγκην ευχάριστες – αλλά… ευθύνη του περιηγητή είναι να επισημαίνει και να προειδοποιεί κι ευθύνη του περιηγούμενου είναι να αποφασίσει αν και που θα ακολουθήσει / συμμετάσχει / εμπλακεί. Νομίζω είναι ξεκάθαρο αυτό που λέω.
Έτσι, ας ξεκινήσουμε (επιτέλους) γνωρίζοντας κάποια αντιπροσωπευτικά δείγματα της χλωρίδας και πανίδας της Αθηναϊκής νύχτας. Υπ’ όψιν ότι τα πλάσματα αυτά είναι ενδημικοί της νυκτός οργανισμοί κι έτσι σπανίως ή και ποτέ (το συνηθέστερο) κάνουν την εμφάνιση τους την ημέρα. Πάμε, λοιπόν:
- Οι γάτες: Χμμμ…. Τί να πει κανείς εδώ… Ο ρόλος τους στην τήρηση της Αθηναϊκής νυχτερινής, ιδιότυπης και ιδιότροπης, τάξης (ή οργανωμένους χάους) είναι κομβικός. Πάνω σε φράχτες μαντρών και μονοκατοικιών, μέσα σε πυλωτές, κάτω από αυτοκίνητα, πίσω από νεραντζιές, σε απόμερα σταυροδρόμια και παιδικές χαρές, σε πίσω αυλές χαμόσπιτων, πάνω σε οροφές από ελενίτ, σε κρυμμένες πλατείες και σε λαβυρινθώδη σοκάκια λοφίσκων, οι γάτες οριοθετούν την αφανή, ουσιαστικότερη κι «εσωτερικότερη» γεωγραφία της πόλης κι αποτελούν τα αφανή ορόσημα της καθώς και τα βασικά τροχιοδεικτικά πορείας του νυχτερινού εξερευνητή (βλ. παρακάτω). Θα επανέλθουμε κάποια άλλη στιγμή πιο αναλυτικά στις γάτες και στον κομβικό ρόλο που επιτελούν στην Αθήνα.
- Τα κορίτσια της απώλειας: Μοναχές στέκονται τις πολύ μικρές ώρες (τρεις με πέντε το πρωί, κατά κανόνα) έξω από μπαράκια και κλαμπ (όχι ότι έχει απομείνει και κανένα από δαύτα), μπουζουξίδικα και ταβέρνες, με μάσκαρα και μακιγιάζ κατεστραμμένο από δάκρυα, με τις γόβες τους πεταμένες άτσαλα στο κράσπεδο ή το οδόστρωμα, με βλέμμα απλανές κι απελπισμένο και ψάχνουν να κρατηθούν από κάτι, οτιδήποτε για να μην καταρρεύσουν πλήρως. Σε κοιτάζουν και στα μάτια τους καθρεφτίζονται μια ύστατη έκκληση για έλεος και για προσφορά μιας αόρατης χειρός βοηθείας καθώς και ένα παραλυτικό αίσθημα ντροπής. Αγνοούν πόσο όμορφες και λαμπερές είναι μέσα στη δυστυχία τους – μια άλως σκοτεινής αίγλης τις περιβάλλει. Αλλά, εσύ το βλέπεις πεντακάθαρα και τους αντιγυρίζεις ένα βλέμμα όχι οίκτου αλλά κατανόησης και συμπόνια.
- Τα εξωτικά παιδιά των ΜΜΜ: Φερμένοι στο κλεινόν άστυ από κάποια μακρινή χώρα της Αφρικής, της Ασίας, της Αμερικής ή και της Ανατολικής Ευρώπης, τρέχουν βιαστικοί να προλάβουν το λεωφορείο που εκτελεί το νυχτερινό εξπρές δρομολόγιό του κάθε μια ώρα ή τον τελευταίο συρμό του ηλεκτρικού (και σπανιότερα του μετρό) – τελικά το προλαβαίνουν στο τσακ εισβάλοντας ορμητικοί και με μια ενέργεια ξένης, για τον γηγενή Αθηναίο, έντασης και ποιότητας. Κάθονται ή στέκονται όρθιοι με τα καρό πουκάμισα τους, τα φθαρμένα μπλουτζίν τους και τα σκονισμένα ή και γυαλισμένα στην εντέλεια μαύρα παπούτσια τους και ρουφούν άπληστα με τα μάτια τους όσα βρίσκονται ή συμβαίνουν γύρω τους κατά τη διάρκεια της διαδρομής – ανθρώπους, τοπία, καταστάσεις. Καμιά φορά χτυπάνε μαλακά το ένα πόδι τους κάτω ή / και κουνάνε το κεφάλι τους ή / και σιγοσφυρίζουν ανταποκρινόμενοι σε έναν από μέσα τους προερχόμενο ρυθμό, κατ’ αρχήν εξωτικό για εμάς – που αν όμως τον παρατηρήσεις με προσοχή διαπιστώνεις τη συνάφειά του με και την αναπόφευκτη ταιριαστή ενσωμάτωσή του στο ψηφιδωτό των ήχων και των ρυθμών της Αθηναϊκής νύχτας. Σπανιότατα, τα βλέμματα σας διασταυρώνονται και τότε, αναγνωρίζοντας έναν συγγενή / συνένοχό τους, σου κλείνουν το μάτι.
- Η μάγισσα της γειτονιάς: Δεν είναι αναγκαία συνθήκη να καβαλάει σκουπόξυλο, ούτε να έχει γαμψή μύτη και μαύρο κωνικό μυτερό καπέλο - ωστόσο, μην ξεγελιέσαι, είναι μάγισσα. Στέκεται στο κατώφλι έξω από το σπίτι της (συνήθως μονοκατοικία ή διώροφη-τριώροφη πολυκατοικία σε κάποιον απόμερο δρόμο μιας συνοικίας πέριξ του κέντρου, όπως: Καλλιθέα, Ταύρος, Ρουφ, Βοτανικός, Κολωνός, Σεπόλια) και σου πιάνει την κουβέντα. Σε ρωτάει αν έχεις δει τον άνδρα της (είναι συνήθως χήρα ή ζωντοχήρα). Ύστερα σε προσκαλεί στο σπίτι της να σε φιλέψει ένα γλυκό. Αρνείσαι ευγενικά και τότε σου λέει μια ασυνάρτητη, φαινομενικώς, φράση. Καθώς, αισθανόμενος άβολα, αρχίζεις πισωπατώντας ή με πλάγια, διστακτικά, βήματα να απομακρύνεσαι από το σημείο, επαναλαμβάνει την παραπάνω φράση (υπαρκτό παράδειγμα: «η Μαρία ξέχασε να μου δώσει το κλειδί για την κουζίνα και τώρα το γκάζι σταμάτησε να καίει»). Νιώθεις τα μάτια της σαν ακτίνες λέιζερ καρφωμένα στην πλάτη σου κι έτοιμες να σου καταφέρουν διαμπερές τραύμα, καθώς επιταχύνεις το βήμα σου και στρίβεις στη γωνία του δρόμου με μια (μικρή ή μεγάλη – αναλόγως τα κουράγια σου) ανατριχίλα να διαπερνά τη ραχοκοκκαλιά σου. Είναι δεδομένο ότι η σκηνή θα επαναληφθεί στα όνειρα σου, ξεδιπλωμένη σε όλη της την τρομακτική μεγαλοπρέπεια, και η φράση που σου είπε η μάγισσα θα τεθεί στις αληθινές της διαστάσει και θα νοηματοδοτηθεί καταλλήλως. Μην εκπλαγείς αν συναντήσεις ξανά την ίδια παρουσία σε εντελώς άσχετο μέρος της πόλης ή και ακόμα εκτός των τειχών της Αθήνας...
- Οι νυχτερινοί εξερευνητές του αστικού τοπίου: Συνήθως σπρωγμένοι από μια παρόρμηση που πηγάζει από κάπου βαθιά μέσα τους τις νύχτες, ξεχύνονται στην πόλη και προσπαθούν να συντονιστούν με τις εναλλασσόμενες διαθέσεις της και τους μεταβαλλόμενους χρωματισμούς που διέπουν τις κατά τόπους ατμόσφαιρές της. Ρουφάνε την Αθήνα ως το μεδούλι και την αφήνουν να κάνει το ίδιο σε αυτούς. Είναι στιγμές που νιώθουν ότι την αγκαλιάζουν κι εκτελούν μια υπερφυσικά συγχρονισμένη χορογραφία μαζί της, σε μελωδία μεθυστική και με ρυθμό καταιγιστικό, οργασμικό. Κι είναι κάποιες άλλες στιγμές που νιώθουν ότι τους «πετάει έξω», όπως κι αν δοκιμάσουν να την καλοπιάσουν – και τότε παραπατούν, σκοντάφτουν στις αόρατες τρικλοποδιές που τους βάζει και σπάνε τα μούτρα τους στα αόρατα τείχη που τους υψώνει, ούσα άτεγκτη και ανελέητη – αλλά όσο κι αν απογοητεύονται, όσο κι αν την σιχτιρίζουν, η καρδούλα τους το ξέρει ότι ποτέ δεν θα το βάλουν κάτω, ποτέ δεν θα την εγκαταλείψουν. Κάτι αναζητούν, κάτι που δεν μπαίνει σε λέξεις - και γνωρίζουν πως ποτέ δεν θα σταματήσουν να το αναζητούν, έστω και ρισκάροντας πως όταν κάνουν ταμείο θα βρεθούν με άδεια χέρια. Γιατί, φυσικά, η εμπειρία και η περιπέτεια της αναζήτησης είναι αυτά που μετράνε για τους νυχτερινούς εξερευνητές και το σημαντικό για αυτούς είναι να πλημμυρίσει η καρδιά τους και να γεμίσει η μνήμη και η φαντασία τους με εύφλεκτο υλικό που θα πυροδοτήσει το νου τους και θα τυλίξει στις φλόγες αυτό το πολυσύνθετο μωσαϊκό από ετερόκλητες ψηφίδες που αποκαλούν «εαυτό» – και θα το κάψει, θα το κάψει μέχρι που να μην έχει μείνει παρά μόνο η αληθινή τους ουσία, αιώνια κι άφθαρτη, ατόφια κι ολόλαμπρη - κι ας έχουν γίνει όλα τ’ άλλα στάχτες κι αποκαΐδια.
Σε αυτό το σημείο, όμως, ας πάρουμε μιαν ανάσα. Κοντοσταθείτε, χαλαρώστε με τρεις βαθιές εισπνοές κι εκπνοές και κοιτάξτε τον νυχτερινό ουρανό: είναι συννεφιασμένος, είναι κατάστικτος από αστέρια, κυριαρχείται από ένα ολόγιομο φεγγάρι; Όπως κι αν είναι, δείτε τον, ώρα πολλή, και σκεφτείτε: οι απεριόριστες προοπτικές και δυνατότητες που το μεγαλοπρεπές αυτό στερέωμα συμβολίζει είναι για κάποιους άλλους, κάπου έξω και μακριά από εσάς;
Ή είναι τόσο κοντά σας όσο δεν διανοείστε ή, μάλλον, όσο δεν φαντάζεστε;