Σούρουπο και χάραμα
2016-10-18Ξέρετε, πιστεύω ότι το να είσαι Αθηναίος είναι εργασία πλήρους απασχόλησης, που θα μπορούσε κάλλιστα να ενταχθεί στην κατηγορία των βαρέων κι ανθυγιεινών επαγγελμάτων. Ή, αν προτιμάτε, είναι ένα από το πιο απαιτητικά (και σαδομαζοχιστικά) χόμπυ που μπορεί να συλλάβει νους ανθρώπου.
Το γιατί είναι λίγο πολύ κατανοητό: Πήξιμο, βρωμιά, γραφειοκρατία, κίνηση κι ένα σωρό ασυνέχειες διαταράσσουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και σχεδόν σε καθημερινή βάση, την ομαλή πορεία της ημέρας σχεδόν του κάθε κατοίκου του κλεινού άστεως.
Έτσι, όσο υπάρχει φως στον ουρανό πάνω απ’ το λεκανοπέδιο, τα πράγματα τείνουν συχνά να καταστούν δύσκολα ή κι ανυπόφορα για τον ταλαίπωρο Αθηναίο που, ευρισκόμενος στο έλεος μύριων αστάθμητων παραγόντων, παλεύει να ισορροπήσει, να φέρει σε πέρας δουλειές κι υποχρεώσεις και να επιβιώσει (μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά καμιά φορά).
Αλλά όταν σουρουπώνει… α, όταν σουρουπώνει… Όλες οι τρελές, καφκικές, σουρεαλιστικές, εκνευριστικές απιθανότητες που ξεπετάγονται σαν μανιτάρια ή ζιζάνια κάτω απ’ το φως του ήλιου, ξεχνιούνται, παραμερίζονται, σπρώχνονται κάτω από χαλιά ή στριμώχνονται σε σκουπιδοσακούλες, και το ξόρκι αρχίζει να επενεργεί.
Ποιό ξόρκι, ρωτάτε;
Το ξόρκι του Αθηναϊκού δειλινού.
Αν προσπαθούσα να συμπυκνώσω το ξόρκι σε μια σύντομη φράση, θα έλεγα: η μεταμορφωτική μαγεία του μεταιχμίου. Όταν όλα είναι οριακά, όταν κάτι ή θα τείνει να τελειώσει ή θα τείνει ν’ αρχίσει, η γέφυρα ανάμεσα σε δυο καταστάσεις. Το σταυροδρόμι. Η διάβαση.
Έχετε όρεξη για μια μικρή παρέκβαση (ρητορικό το ερώτημα, βεβαίως); Ξέρετε, στην αρχαία Ελλάδα (κι επομένως κι Αθήνα) ο προστάτης θεός των σταυροδρομιών, των οδοιπόρων, αλλά και των εμπόρων και των κλεφτών, ήταν ο Ερμής, ο αγγελιοφόρος των θεών με τα φτερωτά σανδάλια. Ο οποίος, γενικά, μπορούμε να πούμε πως θεωρείτο ο προστάτης κάθε τι μεταβατικού, κάθε πράγματος που συνέδεε, που δικτύωνε, που μετέφερε: πληροφορίες, πράγματα, ανθρώπους. Δηλαδή αν πάρουμε τις, σημαντικότατες και κρισιμότατες στην εποχή μας, έννοιες: «επικοινωνία», «μεταφορές», «Διαδίκτυο», άραγε θα πέφταμε πολύ έξω αν λέγαμε ότι ο Ερμής και το πνεύμα του (ήτοι: συνδυασμός ετερόκλητων στοιχείων για σύνθεση καινούριων πιο εξελιγμένων διατάξεων και μορφών τους, παραγωγή και διαχείριση πληροφοριών, πειθώ, προπαγάνδα, έμπνευση, παγκόσμια σύνδεση, ακόμα ακόμα: κατεργαριά κι απατεωνιά) κρύβονται από πίσω τους;
Κι ας μην ξεχνάμε πως ο Ερμής είναι ο μέγας ισορροπιστής, ο μέγας διπλωμάτης – προσοχή, όχι με την σύγχρονη έννοια της πολιτικής ορθότητας στην χειρότερή της μορφή (δηλαδή προσέχω πως θα γίνει να μην θίξω κανέναν και τίποτα και, ουσιαστικά, πνίγω εν τη γενέσει της κάθε αναζωογονητική διαφοροποίηση από ένα ασφυκτικά περιορισμένο κι ετεροκαθορισμένο πλαίσιο κοινώς αποδεκτών θεμάτων, απόψεων, αναζητήσεων), αλλά με την διαλεκτική έννοια του φέρνω σ’ επικοινωνία μεγέθη αντίθετα (συχνά με το να εφεύρω ή ν’ ανακαλύψω μια κοινή γλώσσα για να συνεννοηθούν) και τ’ αφήνω να ζυμωθούν αλλά και να συγκρουσθούν αναμεταξύ τους (χωρίς και να διακινδυνεύω την κατάρρευση του όλου συστήματος) ώστε στο τέλος να προκύψει μια καινούρια σύνθεση η οποία να είναι λίγο (ή πολύ) παραπάνω από το απλό άθροισμα των επιμέρους αρχικών στοιχείων.
Ναι, ο Ερμής με το Κηρύκειο του, ο Ερμής ο κλέφτης των βοδιών του μεγάλου του αδελφού Απόλλωνα (του θεού της λογικής, της επιστήμης, της μαντείας), ο φύλακας και προστάτης του μικρού αδελφού του Διονύσου (του θεού της υπέρβασης, της μανίας, της έκστασης – βλ. και την απαράμιλλου κάλλους απεικόνιση του από τον γλύπτη Πραξιτέλη στο πασίγνωστο ομώνυμο άγαλμα, που εκτίθεται στο Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας, όπου ο Ερμής κρατάει με τ’ αριστερό του χέρι το βρέφος αδερφό του, Διόνυσο).
Αλλά ας μην ξεφεύγουμε σε υπερβολικό βαθμό: λέγαμε για το ξόρκι του Αθηναϊκού σούρουπου.
Ποιός θέτει, λοιπόν, σε λειτουργία αυτό το περιβόητο ξόρκι;
Την καλύτερη και πιο περιεκτική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα την πάρετε αν βγείτε μια βόλτα στα στενά της Αθήνας την ώρα εκείνη που το φως πνέει τα λοίσθια και μας γλυκοχαιρετά για κάποιες ώρες, και αφουγκραστείτε.
Αν το κάνετε και αφεθείτε να γίνετε όσο το δυνατόν πιο δεκτικοί, σαν μικρά παιδιά ή, έστω, σαν τουρίστες που διασχίζουν έναν άγνωστο σ’ αυτούς τόπο με αυξημένο ενδιαφέρον, μπορεί να διαπιστώσετε τα εξής: η αλληλουχία των γκραφφίτι και των, κατά κόρον φρικτής αισθητικής, συνθημάτων στους τοίχους αρχίζουν με απρόσμενο τρόπο να μεταδίδουν κωδικοποιημένα μηνύματα, ανθρώπινες φωνές ακούγονται κάπως αλλιώτικα απ’ τα ανοιχτά παράθυρα, σκύλοι και γάτες αρχίζουν να συμπεριφέρονται ένα κλικ πιο περίεργα απ’ ότι συνήθως, το περιβάλλον αποκτά μια μυστηριώδη αύρα, λάμπες τρεμοσβήνουν, καλώδια του ηλεκτρικού δικτύου τεντώνονται και μουρμουρίζουν, τα φώτα ανάβουν και κάπως σε προσκαλούν κοντά τους μα κάπως σε διώχνουν και μακριά τους κιόλας. Κι εσείς, στο ρόλο του εν εγρηγόρσει διαβάτη-οδοιπόρου, υπό την (διακριτική ή μη) επίβλεψη του θεού Ερμού (είτε βρίσκεστε στην οδό Ερμού είτε αλλού) δεν επιτρέπετε να σας προκαλέσουν σύγχυση και να σας τρομάξουν όλα αυτά – όχι δα – απλώς αφήνεστε, χαλαρώνετε κι απολαμβάνετε.
Στην αρχή, δεν ξέρετε απαραιτήτως τι ακριβώς απολαμβάνετε, αλλά, πάντως, απολαμβάνετε.
Και λίγο αργότερα, μια ανείπωτη γλύκα ίσως σας τυλίξει στην αγκαλιά της και βρεθείτε να ευγνωμονείτε τους θεούς που σας έπεσε το λαχείο και ζείτε σ’ αυτήν την πόλη. Και ν’ απορείτε, παράλληλα, που τα βάσανα, οι ταλαιπωρίες κι οι αναποδιές της ημέρας (ελάχιστες ώρες, το πολύ, πριν) φαντάζουν τώρα τόσο απομακρυσμένα κι αδιάφορα, λες και συνέβησαν σε κάποιον άλλον, ξένο.
Ίσως τώρα περπατάτε στην γειτονιά σας ή σε μέρη γνωστά που στο λυκόφως αποπνέουν μια λίγο διαφορετική αίσθηση, η οποία μπορεί και να σας κάνει να αναρωτιέστε, που και που, πράγματα, όπως: "βρε, πάντα υπήρχε εδώ αυτό το στενάκι / αυτό το μαγαζί / αυτή η μονοκατοικία; Δεν το είχα προσέξει ποτέ…" ή να προβαίνετε σε ασυνήθιστους συσχετισμούς και σκέψεις, όπως: "ο συνδυασμός των φωτοσκιάσεων, των ήχων και των μυρωδιών σ’ αυτήν την απομονωμένη πλατεΐτσα, με αυτή την γριούλα που κάθεται σ’ εκείνο το συγκεκριμένο παγκάκι με τον σκύλο της, μου θυμίζει έντονα αυτό το όνειρο που είδα τις προάλλες, όπου αισθανόμουν πως μπορούσα να πετάξω...".
Το δυστύχημα είναι ότι ενώ το ξόρκι του Αθηναϊκού σούρουπου έχει, δυνητικώς, καθολική επενέργεια κι έτσι οι απολαύσεις (εντάξει, κι οι κίνδυνοι) απ’ τα μαγικά του αποτελέσματα διατίθενται στον καθένα ανεξαιρέτως, πάρα πολλοί άνθρωποι αρνούνται, εν συνειδήσει αλλά κυρίως ασυνειδήτως, ν’ αναγνωρίσουν το μυστήριο, το θαύμα που συντελείται μπροστά στα μάτια τους, και ν’ αφεθούν στο να ποτιστούν απ’ αυτό.
Ο κυριότερος λόγος γι’ αυτήν τους την άρνηση έχει να κάνει με το γενικότερο κλίμα της εποχής που ζούμε, μιας εποχής έντονης απομάγευσης, όπου δηλαδή οτιδήποτε περιβάλλεται από μια αχλή ονειρική, υπερβατική, μη επιστημονικοφανή (με την στενή έννοια του όρου) κι έξω απ’ το συνηθισμένο πλαίσιο μαζικής πρόσληψης κι επεξεργασίας πληροφοριών, συμβάντων, καταστάσεων (ίσως το "τείνει να" να είναι περιττό) αγνοείται, αποσιωπάται, απορρίπτεται, λοιδορείται, γίνεται ακόμα κι αντικείμενο διώξεως (εντός ή εκτός του εκάστοτε ισχύοντος νομικού πλαισίου μιας κοινωνίας) – στην τελευταία περίπτωση, όχι πάντα άνευ λόγου, η αλήθεια είναι.
Αλλά, άμα είσαι λάτρης της Αθήνας κι αθεράπευτα ερωτευμένος με αυτήν την άγρια αλλοπρόσαλλη πόλη, αυτό το τέρας αντιθέσεων, ακροτήτων, παραδοξοτήτων κι αναπάντεχων διαλεκτικών συνθέσεων, ε, το ξόρκι θα επιδράσει πάνω σου, είτε το αντιλαμβάνεσαι, είτε όχι.
Γιατί νομίζετε πως τόσοι και τόσοι που γκρινιάζουν για την "αδυσώπητα σκληρή ζωή" στην "απρόσωπη κι απάνθρωπη τσιμεντούπολη" στην συντριπτική τους πλειοψηφία δεν υλοποιούν ποτέ την, σποραδικώς ή μη, εκπεφρασθείσα απειλή τους περί αποχωρήσεως απ’ αυτήν κι επιστροφής στην "τίμια κι αγνή" επαρχία;
Ξόρκι, γαρ, ντε!
... Αλλά σαν να μ’ έπιασε η πολυλογία και να ξεχάστηκα. Με συγχωρείτε, αλλά, καταλαβαίνετε: όταν αυτοβούλως και χωρίς αστερίσκους θέτεις εαυτόν υπό την επήρεια και στην υπηρεσία του Ξορκιού, τότε μια απ’ τις επακόλουθες δευτερεύουσες επιπτώσεις είναι η αλλοίωση της υποκειμενικής αίσθησης του χρόνου.
Έτσι, μ’ αυτά και μ' αυτά, σχεδόν πέρασε η νύχτα και πλησιάζει το ξημέρωμα.
Α, ξημέρωμα! Ο κατοπτρισμός του σούρουπου... Ίδια διεύθυνση, διαφορετική φορά, όμοια φύση, παράλληλες εμπειρίες.
Για προσπαθήστε να θυμηθείτε, φίλοι: έχει τύχει ποτέ να ξυπνήσετε τις πολύ πρωινές ώρες (όχι πριν τις 4 κι όχι μετά τις 6) με την κούραση να έχει εξανεμιστεί κι ένα, ασυνήθιστο για την στιγμή και τις συνθήκες, πλεόνασμα ενέργειας να έχει πάρει τη θέση της ή, ακόμα, διακατεχόμενοι απ’ την έντονη εντύπωση πως η ατμόσφαιρα του ονείρου απ’ το οποίο μόλις βγήκατε διαποτίζει την πραγματικότητα τριγύρω σας, το υπνοδωμάτιο, το σπίτι σας;
Είμαι σίγουρος ότι αν στύψετε λίγο τη μνήμη σας, θα απαντήσετε καταφατικά στο άνωθι ερώτημα.
Βλέπετε, η μαγεία είναι διάχυτη και τη συγκεκριμένη ώρα της ημέρας, λίγο πριν το ξημέρωμα, διότι και στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει ένα Ξόρκι που μπαίνει σ’ εφαρμογή. Μόνο που το, εν προκειμένω, Ξόρκι διαφέρει απ’ το αδελφό Ξόρκι του σούρουπου. Ενώ το τελευταίο επικεντρώνεται στο πέρασμα στον Άλλο Κόσμο της Νύχτας, ενεργώντας ως καταλύτης της διαφυγής απ’ τον Κόσμο της Ημέρας, το πρώτο έχει την ακριβώς αντίστροφη επιδίωξη: την επιστροφή απ’ τον Άλλο Κόσμο της Νύχτας στον "κανονικό" Κόσμο της Ημέρας.
Με άλλα λόγια, το Ξόρκι του Σούρουπου στοχεύει στο να φέρει τη Νύχτα (κυριολεκτικά - σκοτάδι - και μεταφορικά - μαγεία, μυστήριο, όξυνση ενστίκτων, χαλάρωση των ποικίλων περιορισμών κι αναστολών) κοντά μας μια ώρα αρχύτερα, ενώ το Ξόρκι του Χαράματος εστιάζει στο να την διώξει μαζί με τα συμπαρομαρτούντα της (αυτά που μόλις ανέφερα) όσο πιο γρήγορα γίνεται.
(Παρεμπιπτόντως, το "όσο πιο γρήγορα γίνεται" δεν το ανέφερα τυχαία ή εκ παραδρομής: ίσως να έχετε αντιληφθεί πως η φευγαλέα αίσθηση των δυο αυτών σημαντικότερων ορόσημων του 24ωρου, δηλαδή δειλινού και ξημερώματος, εντείνεται απ’ το ότι το πέρασμα του χρόνου εκείνες τις ώρες μοιάζει να επιταχύνεται - κι εδώ δεν κάνω καν διάκριση μεταξύ "υποκειμενικού" κι "αντικειμενικού", ήτοι του ρολογιού, χρόνου).
Τώρα, το Ξόρκι του Χαράματος οφείλει, εξ ορισμού και λόγω της φύσεως των σχετικών συνθηκών, να είναι ισχυρότερο απ’ το Ξόρκι του Σούρουπου. Το γιατί είναι μάλλον απλό: Ξόρκι είναι κάτι μαγικό, μια μαγική επίκληση, μια μη λογική ή μεταλογική πράξη. Τέτοια ακριβώς είναι και η φύση της Νύχτας, όμως. Δηλαδή, είναι πολύ πιο εύκολο να περάσεις από κάτι μη μαγικό σε κάτι μαγικό με το να χρησιμοποιήσεις μαγεία, απ’ το να κάνεις το αντίστροφο. Στη δεύτερη περίπτωση, μάχεσαι κατά κάποιον τρόπο ενάντια σε κάτι με τα ίδια του τα όπλα. Συνεπώς, προκειμένου να τελεσφορήσει ο αγώνας σου, επιβάλλεται η ύπαρξη πολλαπλάσιας ισχύος.
Και, φυσικά, οι δυνάμεις της Νυκτός αντιστέκονται σθεναρά. Παρενέργειες αυτής της διαμάχης είναι η απόκοσμη σιγή που απλώνεται στην πόλη αυτές τις ώρες ή, όπως προείπα, η ενίσχυση της εντύπωσης περί ονειρικής η ψευδαισθησιακής φύσεως της πραγματικότητας.
Εδώ, ο καλύτερος τρόπος να βιώσετε την εμπειρία του Ξορκιού του Χαράματος είναι να βγείτε εκείνες τις ώρες πριν φανεί το φως της ημέρας στο μπαλκόνι του διαμερίσματος σας ή στον κήπο του σπιτιού σας (πιο σπάνιο το δεύτερο, προφανώς, εφόσον μιλάμε για Αθήνα) και να αισθανθείτε από πρώτο χέρι την ανοίκεια σιωπή των στιγμών εκείνων αλλά ίσως, κι εφόσον οι αισθήσεις σας είναι λίγο παραπάνω οξυμένες απ’ τον μέσο όρο των συνανθρώπων σας, να αφουγκραστείτε την υποφώσκουσα ένταση, κάτω απ’ το επιφανειακό πέπλο νηνεμίας. Κι αν τυχαίνει να είμαστε και σε μεταβατική περίοδο του χρόνου (άνοιξη, φθινόπωρο, ισημερίες, ηλιοστάσια), τότε μπορεί και να ψυχανεμιστείτε πως, μόλις ένα κλικ κάτω απ’ την επιφάνεια, απ’ τον "αφρό", λυσσομανούν θηριώδεις κοσμικές δυνάμεις κι εκλύονται ενέργειες ασύλληπτων τάξεων μεγέθους.
Εδώ, δηλαδή και κατά μια έννοια, συμβαίνει το αντίθετο με την θάλασσα, όπου κάτω απ’ την, συνηθέστερα, τρικυμιώδη επιφάνεια υπάρχει μια άβυσσος σιωπής και σχετικής ηρεμίας κι αταραξίας. Κι ίσως να μην είναι τυχαίο που η θάλασσα αποκαλείται και "μητέρα των ονείρων"...
Αλλά, σαν να ξεφύγαμε πάλι, ε; Τι μαγείες, τι ξόρκια, τι όνειρα και πραγματικότητες... Η μέρα πάντα θα φανεί στο τέλος, έτσι δεν είναι; Το φως της θα έρθει να μας υπενθυμίσει ότι είναι και πάλι ώρα να σπεύσουμε στο "μαγγανοπήγαδο", κατά την προσφιλή έκφραση, και να καταπιαστούμε με τις υποχρεώσεις και τις υποθέσεις της «καθημερινότητας», καινούργιες και παλιές, που μας αφορούν και μας απασχολούν.
Έτσι δεν είναι;
Μόνο σε κάτι παραμυθάκια, όπως ο "Άρχοντας των Δαχτυλιδιών", συμβαίνει η μέρα να μην αποδεικνύεται συνεπής στο καθιερωμένο της ραντεβού ορισμένες φορές, έτσι δεν είναι;
Και, στην τελική, τι τον έχουμε αυτόν τον Ερμή αν όχι για να μεριμνά προκειμένου η μετάβαση και απ’ τη Μέρα στη Νύχτα (σούρουπο) και απ’ τη Νύχτα στην Μέρα (χάραμα) να συντελείται ομαλά κι απρόσκοπτα;
Μα, μισό λεπτό, έχει απομείνει καθόλου χώρος για θεούς, και δη τόσο αρχαίους και παρωχημένους (μια που αναφέρονται στις "ξεπερασμένες" πολυθεϊστικές θρησκείες) στην εποχή μας, την εποχή της Επιστήμης, της Προόδου, της Τεχνολογίας; Πάντως κι αυτός ο Ερμής (που, ειρήσθω εν παρόδω, τυχαίνει να είναι και προπάππους του Οδυσσέως) παραέχει λουφάξει, εδώ που τα λέμε, από εκείνη τη μακρινή εποχή που αυτό το τσογλάνι, ο Αλκιβιάδης με τ’ όνομα, κι η παρέα του φημολογείται πως ευνούχισαν τα αγάλματα τα αφιερωμένα σ’ αυτόν, τις Ερμές, δηλαδή. Άσε που το έγκλημα έγινε στην Αθήνα και μην αναφερθώ καν στο ότι έγινε μέσα στ’ άγρια χαράματα...
Αλλά, ό, τι και να πω εγώ, όσο κι αν αριστοτεχνικά αποκαλύπτω τα μυστικά του Σύμπαντος ή απλώς παραληρώ, ο τροχός θα συνεχίσει να γυρίζει - και στην Αθήνα, όπως κι άλλου, θα "ξημερώνει και βραδιάζει, πάντα στον ίδιο τον σκοπό".
Ίδιος πάντα ο σκοπός, ίδιοι πάντα κι εμείς, άλλη, όμως, η κάθε μέρα, άλλη κι η κάθε νύχτα...