Στης Μεγάλης του Γένους Σχολής την Υπόγα
2017-06-23Πρώτες μέρες της καινούριας σου ζωής στην Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Κάνοντας σλάλομ ανάμεσα από τραπεζάκια τίγκα στο αφισομάνι, όπου εκπρόσωποι των κυρίων φοιτητικών παρατάξεων κάνουν επικλήσεις, όχι ασωμάτων, μα ενσωμάτων πνευμάτων νεοφώτιστων φοιτητών, οι οποίοι είναι ενθουσιασμένοι μα και αγρίως ψαρωμένοι, ακόμα κι όσοι δεν το δείχνουν (κυρίως αυτοί…).
«Αυτά κι αυτά τα χαρτιά χρειάζεσαι για να κάνεις την εγγραφή σου, νέε συνάδελφε. Να, κοίτα, εδώ είναι η Γραμματεία της Σχολής σου. Πήγαινε, κάνε την δουλειά σου, και για όποια απορία έχεις, για ό, τι χρειαστείς, εδώ είμαστε εμείς».
Καταθέτεις εν τέλει στην Γραμματεία της μέλλουσας σχολής σου τα απαραίτητα χαρτιά και δικαιολογητικά (που δεν κατάφερες να τα συγκεντρώσεις με την πρώτη, αλλά… ποιός αλήθεια πρωτοετής φοιτητής το κατόρθωσε αυτό ποτέ;), και παραλαμβάνεις την ταυτότητα και το πάσο σου.
(Το πάσο…
Θα στριμωχθεί σε τσάντες, θα εισχωρήσει σε κωλότσεπες κι εσωτερικές τσέπες παλτών, η φτηνή πλαστική του επένδυση θα κομματιαστεί, θα πλυθεί και θα ξεπλυθεί αμέτρητες φορές, θα επιδειχθεί, άλλες φορές βαριεστημένα, άλλες φορές ζωηρότατα, σε ελεγκτές μέσων μαζικής μεταφοράς, σε γκισέ πώλησης εισιτηρίων για καράβια, λεωφορεία, τρένα, για συναυλίες, για θεατρικές και κινηματογραφικές παραστάσεις, θα γίνει, με δυο λόγια, το τάλισμάν σου, το φυλαχτό σου, το αντικείμενο δύναμης και ταυτοποίησής σου, κυριολεκτικής και μεταφορικής, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια)…
Τις πρώτες μέρες του Οκτωβρίου, λεφούσια από νεοφώτιστους φοιτητές συρρέουν στα ηρωικά αμφιθέατρα του κεντρικού κτιρίου, τα οποία, όπως κάθε τέτοια εποχή του χρόνου και μόνο για λίγες μέρες, θα είναι κατάμεστα σε κάθε διάλεξη, είτε αυτή αφορά την Μικροοικονομία Ι είτε τις Βασικές Αρχές Αστικού Δικαίου.
Η πρώτη παρέα είναι τεράστια, απαριθμώντας πλέον των 20 ατόμων, κι ως εκ τούτου θέτει συχνά σε δοκιμασία το σχέδιο «εύρεση τραπεζιού σε καφετέριες / ταβέρνες που να μας χωράει όλους».
Αλλά οι περισσότεροι είναι ανοιχτοί να γνωρίσουν κόσμο, να εξερευνήσουν τα όρια και τις αντοχές της κοινωνικότητάς τους, να πειραματιστούν με τους συνομηλίκους τους, όντες πλέον (τυπικώς μόνο, πάντως, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων) ενήλικες.
Ναι, είναι ανοιχτοί, κι ας μην το γνωρίζουν πάντοτε ή κι ας παριστάνουν πως δεν το γνωρίζουν.
Στην καινούρια σου ζωή, οι βαθμοί ελευθερίας σου έχουν ενισχυθεί σε δραματικό βαθμό – ποιός θα μπορούσε να σε κατηγορήσει, λοιπόν (πέρα απ’ τον αυστηρότερο σου κριτή, τον ίδιο σου τον εαυτό, δηλαδή), για το ότι δεν ξέρεις πάντα πώς να εκμεταλλευθείς και να χαρείς αυτό το δώρο;
Θ’ αργήσεις, αλλά θα μάθεις, που θα πάει…
Τα ωράρια τώρα είναι πολύ πιο ελαστικά, οι κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή σου μετακινούνται προς το φάσμα της προαιρετικότητας, για πρώτη φορά τα «θέλω» σου δείχνουν να επικρατούν στο αιώνιο κι εγγενώς διαλεκτικό μπραντεφέρ τους με τα «πρέπει».
Ερωτεύεσαι, όπως ποτέ δεν έχεις ερωτευτεί πριν.
Μεθάς, από ζωντάνια κι αλκοόλ, όπως ποτέ δεν είχες μεθύσει πρωτύτερα.
Οι ορίζοντές σου διευρύνονται, οι μεθοριακές γραμμές τρεμοπαίζουν, οι δυνατότητες εκρήγνυνται.
Κι η πόλη, αχ αυτή η πόλη, ανοίγει τις αγκάλες της και σε υποδέχεται, σου λέει: «καλωσόρισες, εσένα περίμενα, εσένα, να με διατρέξεις απ’ άκρου εις άκρον, να με γλεντήσεις, να με κληρονομήσεις».
Κι εσύ απαντάς «ναι» στην πρό(σ)κληση αυτή της πόλης, έστω και λίγο αναιμικά στην αρχή, και βυθίζεσαι εκστατικός στην απειρία της, απ’ την μικρότερη ως την μεγαλύτερη κλίμακα (άπειρο μέσα σε άπειρο, λοιπόν).
Σε καφετέριες, μπαρ, κλαμπ, σε πάρκα, λεωφόρους, κακοφωτισμένα στενοσόκακα, σε σπίτια και διαμερίσματα, σε τρώγλες κι επαύλεις, στο κέντρο, στα προάστια, το μαγικό καλειδοσκόπιο της πόλης σου αποκαλύπτεται, καθώς κινέζικη βεντάλια που ξεδιπλώνεται άλλοτε αργά, άλλοτε με κινηματογραφική ταχύτητα ή σαν τα φτερά του παγωνιού, που ανοίγουν πρώτη φορά για πάρτη σου, με χίλια μάτια που κοιτούν μονάχα εσένα.
Δεν ξεκίνησες, δηλαδή, να φοιτάς μόνο στην Σχολή σου, ξεκίνησες να σπουδάζεις και (σ)την πόλη.
Ω, πόσα έχεις να μάθεις νεοσσέ, πόσες διαλέξεις να παρακολουθήσεις, πόσα σεμινάρια να καταπιείς με το καλό ή με το στανιό, πόσες δύσκολες εξετάσεις να δώσεις, όπου απρόσωποι, τυφλοί, αναίσθητοι , σκληροί, βαθμολογητές κι απολύτως αδέκαστοι επιτηρητές θα διασφαλίσουν πως θα σου απονεμηθεί αυτό που σου αναλογεί με βάση, όχι μόνο την απόδοσή σου, αλλά και την θέση σου, την θέση σου στον χώρο, στον χρόνο και σε μια σειρά από άλλες ακόμα πιο αφηρημένες διαστάσεις, με πολύ συγκεκριμένες, όμως, επιπτώσεις επάνω σου…
Μα πάνω απ’ όλα, έχεις να μαθητεύσεις στον έρωτα.
Διότι, είπαμε (δεν είπαμε;): έχεις ερωτευτεί όπως δεν έχεις ποτέ ξανά ερωτευτεί…
… Μπάφιασες.
Βγαίνεις στην οδό Πατησίων να περπατήσεις, να πάρεις αέρα.
(Πέντε ώρες στα τσάτρουμ του IRC, μηδέν εις το πηλίκον).
Το κεφάλι σου είναι καζάνι που βράζει σε σιγανή κι επίμονη φωτιά, ούτε καν οι έντονες μυρωδιές απ’ το τυροπωλείο, αφού περάσεις την οδό Αντωνιάδου, δεν σε βοηθούν να επανασυνδεθείς με την πραγματικότητα τριγύρω σου.
Καθώς διασχίζεις αφηρημένος την Πατησίων, στο τσακ την γλιτώνεις απ’ το να σε πατήσουν το τρόλλεϋ νούμερο 5 (στην άνοδο) και το τρόλλεϋ νούμερο 1 (στην κάθοδο).
Μπορεί να μην βρίσκεις ανταπόκριση στον τρελό σου έρωτα, βλέπεις, αλλά, τουλάχιστον, η καλή νεράιδα που σε προστατεύει δεν σ’ έχει ακόμα εγκαταλείψει.
Κάτι είναι κι αυτό, κι ας μην το εκτιμάς την δεδομένη χρονική στιγμή.
Κατηφορίζεις βαρυγκωμώντας προς την πλατεία Βικτωρίας.
Τί θα κάνεις τώρα, θα πάρεις τον ηλεκτρικό;
Να τον πάρεις να πας πού;
Εξάλλου, μπορεί οι μυρωδιές απ’ το τυροπωλείο νωρίτερα να μην σε συγκίνησαν, ωστόσο η μυρωδιά που βγαίνει τώρα απ’ το θρυλικό σουβλατζίδικο επ’ ονόματι «Τεστ» αναμφίβολα κάνουν κάτι να σκιρτά μέσα σου - κυριολεκτικώς μιλώντας, μιας και κάνουν την κοιλιά σου να γουργουρίζει.
Έτσι, το λοιπόν, και πάλι θα διαβείς την πύλη του τίμιου αυτού μαγαζιού, δίνοντας την ευκαιρία στον ουρανίσκο σου να γευθεί για μια ακόμα φορά μια λαχταριστή «πίτα Καυκάσου».
Και, οποία ευχάριστη έκπληξη, δυο συμφοιτητές και φίλοι σου είναι ήδη εκεί και συντρώγουν.
Κάθεσαι μαζί τους στο τραπέζι, κι αφού οι μασέλες πάρουν φωτιά, έρχεται κι η ώρα της κουβέντας.
Συζητάτε την φήμη βάσει της οποίας επίκειται ψηφοφορία στην επόμενη Γενική Συνέλευση προκειμένου ν’ αποφασιστεί κατάληψη.
«Τους βλέπω αποφασισμένους τους συντρόφους να το τραβήξουν το σκοινί… Ως εκ τούτου, αποχαιρέτα την, την Εξεταστική που χάνεις…!», θυμοσοφεί, παραφράζοντας Καβάφη, ο πιο πολιτικοποιημένος της παρέας.
«Ε, και τί έγινε που θα χάσουμε και μια Εξεταστική; Ας χαλαρώσουμε και λίγο, ας το ρίξουμε έξω, ας πάμε και κανένα ταξιδάκι, βρε αδερφέ - εξάλλου δυο χρόνια ξεσκιστήκαμε να προετοιμαζόμαστε για τις Πανελλήνιες», συμπληρώνει ο ρέμπελος της παρέας.
Εσύ τους ακούς και δεν ξέρεις τι να πεις, γιατί πρέπει πρώτα να το ζυγίσεις το πράγμα μέσα σου, εν προκειμένω να αναλογιστείς αν η πραγματοποίηση της κατάληψης θα σημαίνει ότι θα βλέπεις εκείνη πιο συχνά.
Είναι αβέβαιο το τι θα συμβεί: απ’ την μία είναι δεδομένο ότι θα απολάμβανε την χαβαλεδιάρικη ατμόσφαιρα που συνεπάγεται μια κατάληψη κι επομένως θα επισκεπτόταν αρκετά συχνά το μέγαρο – το «προπύργιο του καπιταλισμού», κατά τον πολιτικοποιημένο σου φίλο - της Πατησίων.
Απ’ την άλλη, η έλλειψη της (στοιχειώδους) υποχρέωσης να παρευρίσκεται ανά σχετικώς τακτά χρονικά διαστήματα στην σχολή, μπορεί να της αφαιρέσει το κίνητρο να την επισκέπτεται και να την σπρώξει ν’ αφοσιωθεί στα λοιπά της ενδιαφέροντα.
Σε μια στιγμή διαύγειας, συνειδητοποιείς τον κάπως φαιδρό κι ακραία ετεροκαθοριζόμενο χαρακτήρα του συλλογισμού σου και σε πιάνουν τα γέλια με τον εαυτό σου.
Μα ένα άλλο κομμάτι σου, υπέρ το δέον μελοδραματικό, αν κι αυτό ακόμα δεν το έχεις αντιληφθεί, αντιδρά: «τα πράγματα είναι σοβαρά…», σου λέει, «… διότι δεν υπάρχει τίποτα πιο σοβαρό απ’ τα ζητήματα της καρδιάς».
Τελικώς, η κατάληψη αποφασίζεται και εξελίσσεται κατά τα κελεύσματα των πιο σκληροπυρηνικών θιασωτών της, έτσι τραβάει ένα γεμάτο δίμηνο και, αναπόφευκτα, έχει ως συνέπεια το να χαθεί η Εξεταστική.
Κι έτσι, αυτούς τους δυο μήνες, η Υπόγα (προσοχή: όχι υπόγειο, Υπόγα) του κτιρίου της Πατησίων γίνεται το επίκεντρο της ζωής σου.
Εν μέσω ανελέητης χαρτοπαιξίας, ντουμανιών από καπνούς, δεξαμενών από καφέ, ντεπόζιτων από αλκοόλ, λεονταρισμών κι εκφωνήσεως δεκάρικων λόγων τρεχόντων κι επιδόξων φοιτητοπατέρων, δραματικών ελεύσεων κι αναχωρήσεων ντεμπυτάντ του θεάτρου της πολιτικής ή της πολιτικής του θεάτρου με αθεράπευτη ροπή προς την υστερία, προβολών ταινιών που ποικίλουν σημαντικά ως προς την καλλιτεχνική τους αξία (από παγκοίνως αναγνωρισμένες μέχρι για ντομάτες, επιεικώς), μυστηριωδών φιγούρων που ξεπροβάλλουν απ’ τις πιο σκοτεινές γωνίες, παρατηρούν τα τεκταινόμενα, σχολιάζουν λακωνικά χωρίς κανείς να τους το ζητήσει κι ύστερα εξαφανίζονται σιωπηλά, ρεμβασμών κι αμπελοφιλοσοφικών συζητήσεων που συχνά διαρκούν πλέον των 48 ωρών σερί, εσύ, με μια παροιμιωδώς παραδοξολογική κυριολεξία, ξεκινάς την φοίτησή σου στο πανεπιστήμιο της ζωής, εντός των τειχών του κανονικού πανεπιστημίου.
Τις φορές που εκείνη είναι παρούσα, η ψυχούλα σου φτερουγίζει και κάνεις ό, τι μπορείς για να της κινήσεις το ενδιαφέρον, ό, τι μπορείς για να την κάνεις να γελάσει.
Έχεις, φυσικά, μπόλικο ανταγωνισμό.
Κι ο ανταγωνισμός με τους άλλους δεν είναι το φόρτε σου, το φόρτε σου είναι ο ανταγωνισμός με τον εαυτό σου, κύριε φοιτητά.
Κι όταν εκείνη αποχωρεί απ’ την Υπόγα, σε πιάνει το παράπονο.
Και δεν μπορείς να σταματήσεις να την σκέφτεσαι, κι όλα θολώνουν γύρω σου.
Τόσο πολύ θολώνουν, που ούτε που το συνειδητοποιείς ότι αυτή η ντροπαλή σγουρομάλλα κοπελίτσα απ’ την επαρχία δεν έχει μάτια για άλλον εκτός από εσένα.
Μέχρι και που εφευρίσκει διαρκώς προφάσεις να σου μιλήσει, ποιά, αυτή, που μέχρι ν’ αφήσει την γενέτειρά της και να έρθει στην Αθήνα, στόμα είχε και μιλιά δεν είχε.
Αλλά εσύ… χαμπάρι.
Απαντάς στις ερωτήσεις της μηχανικά και με μια, ανοίκειά σου, συμβατικότατα τυπική ευγένεια, ενώ το μυαλό σου ταξιδεύει αλλού.
Και παραμένεις στην Υπόγα, πάντως, κι ο χρόνος γίνεται σαν λάστιχο, τεντώνεται, μαζεύεται, διαστέλλεται, συστέλλεται, συσπάται, ανατέμνεται, φυλλορροεί, κι εν τέλει γίνεται κι αυτός, όπως κι εσύ, τρωγλοδύτης.
Κι η κατάληψη αρχίζει να χάνει σιγά σιγά την δυναμική της, κι εκείνη, Εκείνη, δεν έχει πατήσει το υπέροχο, καλλίγραμμο, πόδι της στην Υπόγα εδώ και μέρες, ίσως κι εβδομάδες, κι εσύ απελπίζεσαι, νιώθεις σαν ήρωας του Κάφκα και του Ντοστογιέφσκυ, πρωταγωνιστής, μεν, σ’ ένα δράμα όπου ο ρόλος που σου επιφυλάσσεται είναι μοιραίος, άβουλος και τραγικός, δε.
Η σγουρομάλλα, όμως, παραμένει εκεί, να σε κοιτάζει με τα μεγάλα της αμυγδαλωτά μάτια, προσδοκώντας, ίσως, να δώσεις σχήμα, χρώμα και μορφή σ’ ένα όνειρο που, καλά καλά, δεν ξέρει ούτε κι η ίδια πως το έχει…
Κάποια στιγμή, παίζετε Δηλωτή οι δυο σας.
Όλοι οι άλλοι είτε έχουν φύγει, είτε κοιμούνται, είτε είναι εκτός πλάνου.
Δεν είναι πολύ καλή, αλλά την αφήνεις και λίγο να κερδίζει για να έχει ενδιαφέρον το παιχνίδι.
Κοιτάς το ρολόι σου: είναι 4 και 18.
Πρωί; Απόγευμα; Άδηλο, ίσως κι αδιάφορο.
Ένα περιστέρι εισβάλει τότε στην Υπόγα.
Φτεροκοπάει μανιασμένο ολούθε, αναζητώντας δίοδο διαφυγής.
Εσύ μένεις να το παρατηρείς, κάπως σαν χάνος.
Τότε η σγουρομάλλα αναλαμβάνει δράση: αφήνει κάτω τα χαρτιά (φοβερή μοιρασιά παρεμπιπτόντως: είχε το δέκα το καλό και τρεις άσσους…) και σπεύδει προς την περιοχή όπου κινείται το περιστέρι.
Φαίνεται να κοντοστέκεται και να βολιδοσκοπεί την κατάσταση για λίγο.
Ύστερα, με νεύρο, σβελτάδα κι αποφασιστικότητα, κάνει τρία μεγάλα βήματα προς ένα συγκεκριμένο σημείο, ακινητοποιείται εκεί, στρέφει το κεφάλι της προς τα πάνω, κι απλώνει ορθάνοιχτες τις παλάμες της.
Παρατηρώντας την, διαπιστώνεις πως έχει σταθεί περίπου στο κέντρο του νοητού κύκλου, ή μάλλον ελλείψεως, αν θέλουμε να είμαστε μαθηματικώς ακριβείς, που διαγράφει το περιστέρι στην τυφλή του προσπάθεια απόδρασης απ’ την Υπόγα.
Δεν έχει περάσει ούτε μισό λεπτό και το «θαύμα» συμβαίνει: το περιστέρι σταματάει να φτερουγίζει σαν τρελό και κατέρχεται, με πολύ απαλές κινήσεις, σαν το Άγιο Πνεύμα θα παρατηρούσε, ίσως, κάποιος πιο θρήσκος από εμένα, ώσπου να φωλιάσει στις ανοιχτές παλάμες της σγουρομάλλας.
Εκείνη τότε, χαμογελαστή, αρχίζει να βαδίζει προς τις σκάλες που οδηγούν έξω απ’ την Υπόγα, προς την πλευρά της οδού Δεριγνύ.
Περνάει από μπροστά σου, αρχίζει να ανεβαίνει τις σκάλες και μόνο τότε συνέρχεσαι και σταματάς να την κοιτάζεις σαν χάνος.
Την ακολουθάς από πίσω, καθώς εκείνη, με το περιστέρι πάντα ανά χείρας, εξέρχεται του κτιρίου απ’ την πίσω του, και λιγότερο χρησιμοποιημένη, έξοδο, εκείνη που αντικρίζει το Πεδίον του Άρεως.
«Ελπίζω να μην την κουτσουλήσει τώρα το κωλόπουλο», σκέφτεσαι, καθώς η έλλειψη αβρότητας κι ευγνωμοσύνης των εν λόγω πτηνών, και δη της Αθηναϊκής των εκδοχής, είναι, αν μη τι άλλο, παροιμιώδης…
Όχι, ευτυχώς, δεν θα υπάρξει καμία τέτοια δυσάρεστη εξέλιξη.
Όταν διαπιστώσει ότι από πάνω του υπάρχει μόνο ο ανοιχτός, και για λίγα λεπτά ακόμα ηλιόλουστος, χειμερινός ουρανός της Αθήνας (ήταν απόγευμα κι όχι ξημερώματα, τελικά…), ανοίγει τα φτερά του κι απομακρύνεται, με μια κάπως σπάνια για το είδος του μεγαλοπρέπεια.
Η σγουρομάλλα τότε γυρνάει, σε κοιτάζει καταπρόσωπο με τα μεγάλα της αμυγδαλωτά μάτια και σου χαρίζει ένα στραβό, μα γλυκύτατο, χαμόγελο.
Πρώτη φορά της το ανταποδίδεις κι εσύ και πρώτη φορά μελετάς την μορφολογία του προσώπου της.
Τότε τα μάτια σου στενεύουν, σαν κάτι μόλις να συνειδητοποίησες, κάτι που πιθανόν ανέσυρες από τα πηγάδια μιας μνήμης, όχι απλώς προσωπικής μα και προγονικής ή φυλετικής, και το χαμόγελό σου πλαταίνει ανεπαισθήτως, καθώς της λες: «Σαν να μπαΐλντισα σ’ αυτήν την Υπόγα… Πάμε για κανά καφέ;».