Το Λευκό Αυτοκίνητο
2016-12-22«Η πέτρα των αναμνήσεων είναι φτιαγμένη από λογιώ λογιώ στολίδια / Ζαφείρια / Διαμάντια / Ρουμπίνια / Αλλά και σκουπίδια /Τα πιο βρώμικα κι αηδιαστικά σκουπίδια / Την πέτρα των αναμνήσεων την φοράει στην προμετωπίδα / Το πιο ξεχωριστό πλάσμα της πόλης / Ψάξε να την βρεις»
Το φυμέ παράθυρο του συνοδηγού του λευκού αυτοκινήτου ανέβηκε. Ο οδηγός πάτησε το γκάζι και πριν προλάβω να συγκρατήσω την παραμικρή επιπρόσθετη διαφωτιστική λεπτομέρεια σχετικά με την ταυτότητα του αυτοκινήτου ή των επιβαινόντων σ’ αυτό, πήρε μια απότομη στροφή στο πρώτο στενό δεξιά και χάθηκε μέσα στην νύχτα.
Ύστερα – τί άλλο να έκανα – ξύπνησα.
Δεν θυμόμουν καθόλου τι είχε συμβεί στο όνειρο προτού ο συνοδηγός (ή μήπως ήταν η συνοδηγός;) μου είχε απαγγείλει (ή μήπως μου το είχε τραγουδήσει;) αυτό το τόσο ιδιαίτερο ποίημα, το οποίο και ήταν το ένα κομμάτι του ονείρου που θυμόμουν τόσο ξεκάθαρα, λέξη προς λέξη. Και δεν χρειάστηκε καν το καταγράψω στο χαρτί ή να το μαγνητοφωνήσω, ήξερα πως δεν επρόκειτο να το ξεχάσω ποτέ κι, όντως, είχα δίκιο.
Το άλλο πράγμα απ’ το όνειρο που μου είχε χαραχθεί με πυρωμένη στάμπα στον εγκέφαλο ήταν το λευκό αυτοκίνητο. Και μάλιστα κάτι μέσα μου με παρότρυνε πολύ έντονα να το αναζητήσω και να το βρω, γυρνώντας, εν ανάγκη, απ’ άκρη σ’ άκρη την Αθήνα.
Χαμογέλασα, ποντάροντας στο ότι βρισκόμουν σ’ εκείνο το συνήθως ολιγόζωο και θνησιγενές ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ ύπνου και ξύπνιου όπου πράγματα που είναι συνήθως ασήμαντα ή δεν βγάζουν νόημα υπό το φως της ημέρας μεγαλοποιούνται, κι άρχισα να ντύνομαι και να ετοιμάζομαι για να πάω στο γραφείο.
Ωστόσο, καθώς κυλούσε η ημέρα η εν λόγω παρότρυνση, παραδόξως, όχι μόνο δεν κατασίγαζε, αλλά ολοένα ενισχυόταν.
Διεκπεραίωσα με τα χίλια ζόρια τα καθήκοντά μου (ευτυχώς ήταν μια από εκείνες τις όχι τόσο απαιτητικές ημέρες απ’ την σκοπιά του φόρτου εργασίας) και, με πρόφαση ότι δεν αισθανόμουν πολύ καλά, αποχώρησα κανά δίωρο νωρίτερα απ’ την συνήθη ώρα σχολάσματος.
Δεν είχα καμία διάθεση να γυρίσω σπίτι - δεν είχα καμία διάθεση να κάνω τίποτα, εδώ που τα λέμε. Έτσι, ελλείψει άλλης επιλογής, πήρα τους δρόμους.
Ήταν τέλη Νοέμβρη, έκανε αρκετό κρύο για την εποχή κι έριχνε ψιλόβροχο. Περπατούσα με θολωμένο βλέμμα, αφιερώνοντας την ελάχιστη δυνατή προσοχή (τόση ώστε να μην σκοτωθώ, δηλαδή) στον περιβάλλοντα μου χώρο. Κατά τ’ άλλα, ήμουν εντελώς προσηλωμένος στις σκέψεις μου. Υποτίθεται ότι προσπαθούσα να μην σκέφτομαι το λευκό αυτοκίνητο, αλλά φυσικά (κι όπως συνήθως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις) αυτό είχε το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα, οδηγώντας με στο να σκέφτομαι την κάθε δυνατή λεπτομέρεια σχετικά μ’ αυτό.
Ήταν παλιό μεν, μ’ έναν αρχοντικό αέρα δε. Ίσως γερμανικής μάρκας. Δεν ήταν πολύ μακρύ. Τα μπροστινά και τα πίσω του φανάρια ήταν στρογγυλά. Οι μεθοριακές του γραμμές, αυτές που ξεχώριζαν τα διάφορα κομμάτια του (τις πόρτες, τον ουρανό, το καπό, το πορτ-μπαγκάζ κτλ.) ήταν ασημένιες, όπως ασημένιες ήταν κι οι ζάντες του. Ήταν πεντακάθαρο και γενικά είχε αψεγάδιαστο παρουσιαστικό, με μοναδική εξαίρεση ένα μικρό βαθούλωμα πάνω απ’ την μπροστινή δεξιά του ρόδα.
Μες στο μυαλό μου το έβλεπα συνεχώς, σαν σε λούπα, να περνάει από μπροστά μου και να χάνεται στο σκοτάδι.
Βρισκόμουν κάπου στην οδό Αιόλου βαδίζοντας προς την κατεύθυνση της πλατείας Κοτζιά, όταν μια ξαφνική παρόρμηση με επισκέφθηκε. Ενώ η βροχή δυνάμωνε, σταμάτησα ένα ταξί, μπήκα μέσα, κάθισα στο πίσω κάθισμα, και, χωρίς να έχει προηγηθεί νοητική επεξεργασία εκ μέρους μου, άκουσα την φωνή μου να λέει στον οδηγό του να με πάει στην Κηφισιά, στον σταθμό του ηλεκτρικού.
Σαν μέσα από σύννεφο θυμάμαι την διαδρομή. Κοίταζα έξω απ’ το παράθυρο με μισόκλειστα μάτια τους περαστικούς και τ’ αυτοκίνητα να κινούνται με ανεπίγνωστη χάρη, μέσα στην βιασύνη τους να ξεφύγουν απ’ την βροχή και το κρύο και να βρεθούν σε κάποιο ζεστό και στεγνό μέρος, κι έδινα μονολεκτικές απαντήσεις στις σποραδικές ερωτήσεις του ταξιτζή. Παραδιδόμουν σε έναν ιδιότυπο πυρετό, μια γλυκόπικρη χαύνωση, παραπαίοντας μεταξύ συνειδήσεως κι ασυνειδησίας, και το απολάμβανα όσο μπορούσα γιατί το ψυχανεμιζόμουν πως υπήρχαν πολλά πράγματα ακόμα που έπρεπε να γίνουν εκείνην την ημέρα (ή μάλλον νύχτα, μια και το σκοτάδι είχε εντωμεταξύ τυλίξει την πόλη στις μυστηριώδεις κι απρόβλεπτες αγκάλες του για τα καλά).
Το ταξί με άφησε κοντά στην είσοδο του σταθμού. Ο καιρός το είχε ξαναγυρίσει στο ψιλόβροχο. Πλήρωσα ένα αδικαιολόγητα υπέρογκο τίμημα, ακόμα και για τα δεδομένα αυτής της σχετικά μεγάλης διαδρομής (τέλος πάντων, σκέφτηκα, δεν είχα και κουράγια για καβγάδες…), κι άρχισα να βαδίζω άσκοπα, σκυφτός και με τα χέρια στις τσέπες του παλτού μου στους τριγύρω δρόμους.
Κάποια στιγμή, κοντά σε μια διασταύρωση και δίπλα σε μια κολώνα της ΔΕΗ της οποίας η λάμπα τρεμόσβηνε με περίεργη συχνότητα (ανά δέκα δευτερόλεπτα περίπου), είδα μια κάρτα μωβ απόχρωσης που είχε πέσει στο πεζοδρόμιο και που για κάποιον λόγο μου κίνησε την περιέργεια. Έλεγε: «Αλεξάνδρα: μανικιούρ – πεντικιούρ – περιποίηση προσώπου».
Προχώρησα για λίγο κι όταν είχα φτάσει στην μέση εκείνου του δρόμου, άκουσα μια κυρία απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο να φωνάζει στην σκύλα της, την οποία είχε βγάλει για βόλτα: «Ανδρονίκη, έλα εδώ!». Ανδρονίκη, σκέφτηκα, τί περίεργο όνομα για σκυλί, μα την αλήθεια…!
Συνέχισα να βαδίζω, για να ξανασταματήσω, μόλις λίγα μέτρα παρακάτω, για τρίτη (και φαρμακερή) φορά στον συγκεκριμένο δρόμο. Η αφορμή ήταν ένα γκραφφίτι της κακιάς ώρας (επρόκειτο ουσιαστικά για μια κακογραφία με μαύρο σπρέι) στον εξωτερικό τοίχο της αυλής μιας μονοκατοικίας . Έλεγε: «Ανδρομάχη σ’ αγαπάω».
Χμ. Τα γυναικεία ονόματα που περιείχαν το συνθετικό «-άνδρα» είχαν πλακώσει απανωτά μέσα σε διάστημα ελάχιστων λεπτών: πρώτα Αλεξάνδρα, ύστερα Ανδρονίκη, τώρα Ανδρομάχη. Άρχισα να σκέφτομαι ότι αυτό ίσως να σήμαινε κάτι, ίσως οι θεότητες του κλεινού άστεως να ήθελαν να μου στείλουν κάποιο μήνυμα. Αλλά τί μήνυμα θα μπορούσε να είναι αυτό; Έμεινα εκεί, απέξω απ’ την μονοκατοικία, κοιτάζοντας το (ο Θεός να το κάνει) γκραφφίτι, σαν χάνος. Κάτι περίμενα να συμβεί.
Κι όντως συνέβη.
Η αυλόπορτα της διπλανής μονοκατοικίας άνοιξε και κάποιος που κρατούσε μια σακούλα με σκουπίδια βγήκε από κει και πέρασε από μπροστά μου, ρίχνοντας μου ένα γρήγορο πλάγιο βλέμμα. Εγώ παρέμενα ακίνητος. Τότε εκείνος επέστρεψε, στάθηκε μπροστά μου, με αποκάλεσε με τ’ όνομά μου και μου είπε: «εγώ είμαι, ο Μένιος, απ’ την Αγγλία, απ’ το πανεπιστήμιο, με θυμάσαι;».
Βγήκα απ’ την ημι-κατατονική κατάσταση στην οποία είχα περιέλθει, τον κοίταξα προσεκτικά και τον αναγνώρισα. Ναι, πράγματι, ο Μένιος. Είχαμε συνυπάρξει για μια χρονιά στην ίδια πόλη και στο ίδιο πανεπιστήμιο, στην Μεσοδυτική Αγγλία, στο οποίο είχα βρεθεί εκμεταλλευόμενος την σχετική ευκαιρία που μου είχε προσφερθεί στο πλαίσιο γνωστού πανευρωπαϊκού προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών. Κάναμε αρκετή παρέα για μια περίοδο, χωρίς όμως ποτέ να γίνουμε κολλητοί. Ως εκ τούτου, μετά το πέρας της εν λόγω ακαδημαϊκής χρονιάς είχαμε χαθεί.
«Μα και βέβαια σε θυμάμαι, βρε Μένιο! Κοίτα να δεις! Πώπω, πόσα χρόνια περάσανε!», ξεφούρνισα τις γνωστές και μη εξαιρετέες, σε τέτοιες περιπτώσεις, κοινοτοπίες, όντας, κιόλας, ακόμα θολωμένος.
«Πώς και βρέθηκες απ’ τα μέρη μου και, μάλιστα, έξω απ’ το σπίτι μου; Μήπως μένεις Κηφισιά τώρα;», με ρώτησε ο Μένιος.
«Εγώ; Ο… όχι, όχι, τυχαία βρέθηκα εδώ πέρα, εε… είχα έρθει για μια δουλειά εδώ κοντά κι αφού την διεκπεραίωσα είπα να περπατήσω λίγο να ξελαμπικάρω», βρήκα μια πρόχειρη και βολική απάντηση.
«Α… Ε, καλά, να σου πω, μιας και βρέθηκες εδώ, δεν έρχεσαι μέσα, σπίτι, να κάτσουμε να τα πούμε λιγουλάκι, να κάνουμε catch up όπως λένε κι οι φίλοι μας οι Άγγλοι;».
«Τι να σου πω, βρε Μένιο… Εντάξει, ναι, ξέρω γω, γιατί όχι;», απάντησα, με το ενδιαφέρον μου, ομολογουμένως, να έχει κεντριστεί απ’ την απροσδόκητη τροπή που έπαιρνε αυτή η τόσο περίεργη ημέρα.
«Ωραία, τέλεια, κάτσε να πετάξω τα σκουπίδια και πάμε μέσα»…
Το σπίτι του Μένιου ήταν σχετικά ευρύχωρο και με μάλλον αδιάφορη επίπλωση. Με κάθισε στον λευκό αναπαυτικό του καναπέ, μου έφερε ένα ποτήρι λευκό κρασί και βολεύτηκε απέναντί μου, σε μια λευκή πολυθρόνα που έμοιαζε ν’ αποτελεί την προδιαγεγραμμένη του θέση.
«Ξέρεις, είναι περίεργο που σε πέτυχα σήμερα. Ίσως δεν θα το πιστέψεις, αλλά σε σκεφτόμουν νωρίτερα… Ναι, σε σκεφτόμουν, γιατί θυμόμουν εκείνη την ιστορία όταν ήμασταν στην Αγγλία με το ταξί. Θυμάσαι, ε; Που είχαμε ξεμείνει χωρίς μεταφορικό μέσο, αργά το βράδυ, σ’ εκείνη την μικρή πόλη μερικά χιλιόμετρα απ’ την δική μας, και μας πήρε εκείνος ο ταξιτζής με το τουρμπάνι και την γενειάδα σαν του Άγιου Βασίλη και μας άφησε αλλού γι’ αλλού, σ’ εκείνο το άκυρο μέρος στην άλλη άκρη της πόλης, εκεί που βρίσκονται όλες οι εγκαταλελειμμένες βιομηχανίες και βιοτεχνίες. Κι εμείς ζαλισμένοι (μια που ήμασταν κι αρκετά μεθυσμένοι) βγήκαμε έξω απ’ το ταξί σαν τα κοτόπουλα κι αρχίσαμε να βαδίζουμε στα κουτουρού…»
«Ναι, πως δεν θυμάμαι, βρε Μένιο! Ξεχνιέται τέτοιο σκηνικό;», απάντησα και συνέχισα συμπληρώνοντας την εξιστόρηση: «Γρήγορα καταλάβαμε ότι βρισκόμασταν σε πολύ κακόφημη περιοχή της πόλης και φίδια άρχισαν να μας ζώνουν, λόγω του ότι πολλά είχαν ακούσει τ’ αυτιά μας σχετικά με περιστατικά άγριας βίας κι εγκληματικότητας εκεί πέρα. Ξεπεράσαμε γρήγορα την ζάλη του μεθυσιού και οι αισθήσεις μας τέθηκαν σ’ εγρήγορση. Αναζητούσαμε τον γρηγορότερο δρόμο μακριά από εκεί, αλλά δεν είχαμε προχωρήσει πολύ όταν οι χειρότεροι φόβοι μας έδειξαν να επιβεβαιώνονται.
Από μια σκοτεινή γωνία, δίπλα από ένα σωρό από σκουριασμένα σίδερα, πετάχτηκαν πέντε-έξη αγριεμένοι τυπάδες (ορισμένοι απ’ αυτούς βαστώντας αντικείμενα που κάθε άλλο παρά φιλικές διαθέσεις μαρτυρούσαν) και μας πλησίασαν αγριεμένοι. Φαίνονταν ν’ ανήκουν σ’ εκείνη την κατηγορία εγκληματιών που το πρώτιστο ενδιαφέρον τους δεν είναι να ληστέψουν, αλλά να δείρουν και να σακατέψουν. Θυμάσαι τότε, βεβαίως, πως με μια συντονισμένη κίνηση, σαν να έχουμε συνεννοηθεί με τηλεπάθεια, αρχίσαμε να τρέχουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Μας πήραν στο κυνήγι. Τρέχαμε στα τυφλά και, δυστυχώς, δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω (ή και να υπήρχε, θα ήταν μάλλον κάπου κρυμμένη). Δεν γυρνούσα να κοιτάξω, αλλά το ένιωθα ότι βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής. Νόμισα, μάλιστα, κάποια στιγμή ότι ένιωσα τον ένα απ’ αυτούς τους χούλιγκαν (ναι, το ξέρω ότι ακούγομαι σαν πρωταγωνιστής σε ταινία σκηνοθετημένη απ’ τον Γιάννη Δαλιανίδη στις αρχές της δεκαετίας του ’80) να έχει σηκώσει την αλυσίδα που κρατούσε στον αέρα και να ετοιμάζεται να την κατεβάσει στα κεφάλια μας.
Και τότε ήταν που εμφανίστηκε απ’ το πουθενά εκείνο το αυτοκίνητο. Αφήνοντας τα μισά του λάστιχα στην άσφαλτο, φρέναρε με κωλιά μερικά μέτρα δίπλα μας. Όσο στεκόμασταν όλοι, διώκτες και διωκόμενοι, σαστισμένοι, ο οδηγός πετάχτηκε έξω κι άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου, απ’ όπου ξεχύθηκαν δυο λυσσασμένοι μολοσσοί. Οι τελευταίοι μας αγνόησαν και πήραν στο κυνήγι τους πρώην διώκτες μας, που, σοκαρισμένοι, βρέθηκαν εν ριπή οφθαλμού στη θέση που βρισκόμασταν εμείς δευτερόλεπτα νωρίτερα. Καθώς στεκόμασταν εκεί κοκκαλωμένοι, ο οδηγός μας σφύριξε κλέφτικα και μας παρότρυνε να σπεύσουμε να μπούμε στο αμάξι.
Μπήκαμε στο πίσω κάθισμα, εκείνος μπήκε στη θέση του οδηγού, κλείσαμε τις πόρτες και ξεκινήσαμε σπινιάροντας (κι αφήνοντας τα εναπομείναντα μισά λάστιχα στην άσφαλτο).
«Μην ανησυχείτε για τις σκύλες μου, ξέρουν να βρουν τον δρόμο μόνες τους για το σπίτι», μας ενημέρωσε χαρωπά και με βαριά σκωτσέζικη προφορά, κοιτάζοντας μας πάνω απ’ τον αριστερό του ώμο, καθώς έπαιρνε μια απότομη στροφή με χειροφρενιά.
Πολύ ευγενικά, προσφέρθηκε να μας οδηγήσει στην εστία όπου μέναμε. Όταν ήμασταν πια μακριά απ’ την επικίνδυνη ζώνη, πιάσαμε την κουβέντα. Μας είπε ότι το επάγγελμά του ήταν εκπαιδευτής σκύλων για την αστυνομία. Είχε χάσει την γυναίκα του μερικά χρόνια πριν με τον τρόπο που παραλίγο να χάσουμε εμείς τις ζωές μας λίγη ώρα νωρίτερα: είχαν βγει για βόλτα (χωρίς τα σκυλιά) όταν τους επιτέθηκε μια αντίστοιχη συμμορία αλητών. Ήσαν πολλοί, μα το εκπληκτικό ήταν ότι εκείνος κατάφερε ν’ αντισταθεί και να τους αναχαιτίσει εν τέλει. Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης, κι οι δυο τους είχαν τραυματιστεί σοβαρά κι η γυναίκα του, σ’ αντίθεση μ’ εκείνον, δεν τα κατάφερε: υπέκυψε λίγες ώρες αργότερα στα τραύματά της. Αφού την πένθησε κι ανέκτησε τις δυνάμεις του, το έβαλε σκοπό της ζωής του να περιπολεί τις νύχτες στις κακόφημες περιοχές της πόλης (και δεν ήταν λίγες…), παρέα με τις σκύλες του, και να επεμβαίνει όποτε οι περιστάσεις το απαιτούν.
«Εν τέλει, Μένιο μου, όπως θυμάσαι, φτάσαμε σώοι κι αβλαβείς στην εστία και βγήκαμε απ’ το… απ’ το…».
Κόλλησα εκεί, έμεινα με το στόμα ανοιχτό, το βλέμμα χαμένο στο διάστημα και το χέρι στον αέρα, κι άφησα μισοτελειωμένη την φράση μου, καθώς θυμήθηκα. Θυμήθηκα το χρώμα του αυτοκινήτου του Σκωτσέζου σωτήρα μας: ήταν, βεβαίως, λευκό.
Είχε περάσει λίγη ώρα που είχα μείνει έτσι, όταν ο Μένιος με ρώτησε τελικώς και με ειλικρινή απορία: «Τί έπαθες ρε φίλε; Ξέρω ήταν πολύ δύσκολη εκείνη η βραδιά… Αλλά, εντάξει, δες λες πάλι καλά που την γλιτώσαμε τόσο φτηνά;».
Με μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπό μου, τα μάτια μου να γυαλίζουν με απόκοσμο τρόπο και λες και δεν τον είχα ακούσει καν, είπα: «Τ’ όνομα της γυναίκας του… του Σκωτσέζου… τ’ όνομά της… ήταν… Αλεξάνδρα!».
Ο Μένιος με περιεργαζόταν με ειλικρινή περιέργεια και πιθανότατα κι ανησυχία, που καθρεφτιζόταν σ’ αυτό που μου είπε αμέσως μετά: «ρε φίλε, νομίζω ότι… καλό θα ήταν να παίρναμε λίγο αέρα… να σου πω… έλα, έλα να πάρουμε τ’ αυτοκίνητο μου και να πάμε μια βόλτα».
Ενώ παρέμενα με απλανές βλέμμα στο πρόσωπο, με σήκωσε μαλακά απ’ τον καναπέ. Βαδίσαμε μαζί ως το χωλ του σπιτιού του κι από κει, μέσω της εσωτερικής σκάλας που υπήρχε εκεί, κατεβήκαμε ως την είσοδο του γκαράζ της μονοκατοικίας. Άνοιξε την πόρτα και… αντίκρισα την κατάλευκη κούρσα του να μας περιμένει.
Η κατάστασή μου μεταστράφηκε τότε σε χρόνο σχεδόν μηδενικό: απ’ την ημι-κατατονία μεταπήδησα σε καθεστώς άγριας και σχεδόν πλήρως ανεξέλεγκτης μανίας.
«Δώσμου τα κλειδιά, Μένιο, δώσμου τα κλειδιά, θα οδηγήσω εγώ!», τον παρότρυνα εντόνως, με την φωνή μου υψωμένη κατά πολλά ντεσιμπέλ και νιώθοντας να με πλημμυρίζει μια απίστευτη ζωτικότητα.
«Εεε… καλά, εντάξει, πάρτα», μου είπε αιφνιδιασμένος και μου τα παρέδωσε ενώ παράλληλα πίεζε ένα κουμπί στον τοίχο που άνοιγε την γκαραζόπορτα – η ορμή της επιθυμίας μου ήταν τέτοια που δεν του έδωσε το κουράγιο και την δυνατότητα να μου φέρει την οποιαδήποτε αντίρρηση.
Μπήκαμε μέσα: εγώ στη θέση του οδηγού, μ’ ένα χαμόγελο άγριας χαράς στα χείλη, κι ο Μένιος μ’ ένα εμβρόντητο ύφος, το ύφος εκείνου που άγεται και φέρεται απ’ τα γεγονότα, από δυνάμεις ανώτερες κι έξω απ’ αυτόν, τις οποίες ανάθεμα κι αν τις κατανοεί.
Ξεκινήσαμε μια τρελή πορεία, μ’ ανοιχτά τα παράθυρα και τέρμα την μουσική. Δεν είχα τον παραμικρό προορισμό κατά νου, απλώς ήμουν απολύτως συντονισμένος και προσαρμοζόμουν διαρκώς στην ροή των πραγμάτων που σχεδόν την έβλεπα, την άκουγα, την οσμιζόμουνα, την ακουμπούσα, την γευόμουνα... Κατευθυνόμασταν, γενικώς, προς τα νότια – νοτιοδυτικά. Νέα Κηφισιά, Λυκόβρυση, Μεταμόρφωση και τελικώς, κάποια στιγμή, Πετρούπολη. Ανηφορίζαμε προς το Θέατρο Πέτρας από έναν σχετικώς κεντρικό δρόμο, όταν κάτι έπιασα με την άκρη του ματιού μου σ’ ένα στενό, κάθετο στον εν λόγω δρόμο. Κοκκάλωσα τ’ αμάξι με αποτέλεσμα να τιναχτούμε απότομα προς τα μπρος (ευτυχώς φορούσαμε ζώνη κι οι δυο μας). Ο Μένιος τότε, μην αντέχοντας άλλο, την αλλοπρόσαλλη και διπολική συμπεριφορά μου, εξανέστη: «Έλεος πια ρε φίλε! Εμφανίστηκες απ’ το πουθενά, συμπεριφέρεσαι εντελώς παρανοϊκά, με κουβάλησες στου διαόλου την μάνα, θα μου καταστρέψεις και τ’ αυτοκίνητο στο τέλος;!;».
Όμως εγώ τον άκουγα σαν μέσα από ομίχλη και δεν του έδινα καμία σημασία. Είχα, βλέπετε, ήδη πεταχτεί έξω απ’ τ’ αμάξι κι έτρεχα προς το στενάκι. Το τελευταίο ήταν τόσο στενό που μετά βίας θα χωρούσε ενάμισι πλάτος σώματος ενός φυσιολογικού άνδρα. Στο μέσο του υπήρχε αυτό που μου τράβηξε την προσοχή. Ήταν ένα κοριτσάκι όχι πάνω από 10 χρονών. Είχε ράστα μαλλιά, όψη αγοροκόριτσου κι ήταν ντυμένο με κάτι κουρελιασμένα ρούχα. Έκανε εντυπωσιακά ζογκλερικά με τρεις κατάλευκες μπίλιες. Στάθηκα μπροστά του λαχανιασμένος. Χωρίς να σταματήσει το παιχνίδι του με τις μπίλιες και χωρίς να με κοιτάξει, με ρώτησε, κοφτά κι απότομα: «Τί θες;».
«Κασσάνδρα;», την ρώτησα
«Ναι, τί θες;».
«Εγώ δεν θα την πατήσω όπως τόσοι και τόσοι πριν από μένα, Κασσάνδρα. Εγώ ξέρω πως ό, τι μου πεις θα είναι η αλήθεια, τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Γι’ αυτό σε ρωτάω: πού είναι το λευκό αυτοκίνητο;».
Με μια αριστοτεχνική κίνηση σπανιότατης επιδεξιότητας πέταξε την μία μπίλια πολύ ψηλά στον αέρα, συνέχιζε να κάνει ζογκλερικά με τις άλλες δύο στο αριστερό της χέρι, ενώ, μην καταδεχόμενη και πάλι να μου ρίξει έστω μια ματιά, τέντωσε το δεξί της χέρι, δείχνοντας μου προς την άλλη άκρη του στενού (όχι, δηλαδή, απ’ αυτήν που είχα έρθει). Γύρισα προς τα εκεί, τη στιγμή που η τρίτη μπίλια επέστρεφε με ορμή απ’ τα ουράνια κι η Κασσάνδρα την ενσωμάτωνε εντελώς ομαλά, σαν βετεράνος ταχυδακτυλουργός, στην προηγούμενη ζογκλερική ρουτίνα της.
Οι προβολείς του λευκού αυτοκινήτου, του ίδιου απ’ το όνειρό μου, με τύφλωσαν.
Παρ’ όλα αυτά, δεν δείλιασα, δεν κοντοστάθηκα, αλλά με βήμα αργό και σταθερό προχώρησα προς την κατεύθυνση του.
Το οπτικό μου πεδίο ήταν απόλυτα λευκό, ωστόσο άκουγα μια υπέροχη γυναικεία φωνή ν’ απαγγέλει την συνέχεια του ποιήματος, την πρώτη στροφή του οποίου είχα ακούσει προηγουμένως:
«Το πιο ξεχωριστό πλάσμα της πόλης / Κοιμάται / Κι ονειρεύεται / Δεν ξεχνάει τίποτα / Ζει στους δρόμους, κοιμάται σε κάδους / Χορεύει στα σαλόνια, το μπαλκόνι της έχει θέα όλο το σύμπαν / Σε βλέπει / Θέλει να την χαϊδέψεις, να την μυρίσεις, να την γευτείς / Εσένα θέλει»
Ξύπνησα, για τα καλά αυτήν την φορά, με τον ήχο της εξάτμισης ενός αυτοκινήτου (πιθανότατα «πειραγμένου», κατά την ορολογία της πιάτσας, ίσως και λευκού, ποιός ξέρει…) που μάρσαρε στον δρόμο έξω.
Όνειρα μέσα σε όνειρα μέσα σε όνειρα.
Πόλεις μέσα σε πόλεις μέσα σε πόλεις.
Μία πόλη, δηλαδή, μία πόλη.
Αθήνα.