Τριγυρνώντας – μέρος δεύτερο: Αρκούδες και Λύκοι
2016-01-12... Αφού, λοιπόν, πήρατε μια ανάσα, ας συνεχίσουμε. Είχαμε μείνει στο σημείο όπου μόλις είχα εξέλθει του πάρτι των παρερμηνευμένων προσδοκιών και των ανοικονόμητων συμβάντων μετά της αποκαρδιωμένης οικοδέσποινάς του, μόνο και μόνο για να αντικρίσω ένα επελαύνον χάος: την καλή μου φίλη να κρατάει τον Χ. που άδειαζε τα σωθικά του ενώ παραδίπλα ο Ψ. ήταν ανάσκελα στο καπό ενός πανάρχαιου οχήματος (Φίατ Σούπερ Μιραφιόρι ή Λάντα ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων).
Χωρίς να χάσω χρόνο, έσπευσα στο πλευρό της φίλης μου να την βοηθήσω να κουμαντάρει την κατάσταση με τον Χ. Ο εν λόγω Χ. ήταν ήδη γονατισμένος στην άσφαλτο και μονολογούσε: «Μα είναι ώρα αυτή; Έπρεπε ήδη να βρίσκομαι σπίτι μου». Ενόσω το επαναλάμβανε σαν πικάπ με κολλημένη τη βελόνα, η φίλη μου είπε: «Αυτός είναι χάλια. Πρέπει να τον φροντίσουμε. Απορώ, όμως, ειλικρινά πως κατάντησε έτσι – το μόνο που τον είδα να πίνει ήταν μισό ποτήρι μπύρα...». Στο σημείο αυτό ο Χ. έδειξε να συνέρχεται. Σταμάτησε να κλαψουρίζει, στάθηκε στα πόδια του και με μια απρόσμενη διαύγεια μας ανακοίνωσε: «Μα, δεν ήταν το ποτό που με πείραξε, φίλτατοι. Έκανα το θανάσιμο λάθος να καταναλώσω ένα πολύ ύποπτο τη όψει πιροσκί πρωτύτερα στη Δροσιά...»
«Μα, πότε ήσουν στη Δροσιά;», αναρωτήθηκε η φίλη μου.
«Ήμασταν ενωρίτερα εκεί, οικογενειακώς, καλή μου. Είναι παράδοση: το τρίτο Σαββατόβραδο εκάστου μηνός δειπνούμε όλοι μαζί - κάθε φορά και σε διαφορετικό μέρος. Τον προηγούμενο μήνα φάγαμε σε μια ψαροταβέρνα στον Πειραιά, τον προ-προηγούμενο σε μια ιταλική τραττορία στους Αμπελοκήπους, τον ακόμα πιο πίσω μήνα σε ένα ζυθεστιατόριο στην Αργυρούπολη και πάει λέγοντας...», αποκρίθηκε ο Χ.
«Μάλιστα... Και τώρα τι κάνουμε ρε παιδιά;», ήταν η σειρά μου να αναρωτηθώ μεγαλόφωνα- μη απευθυνόμενος συγκεκριμένα σε κάποιο από τα έτερα μέλη της παρέας.
«Έχω μια ιδέα», είπε η οικοδέσποινα του πάρτι, η οποία στεκόταν από πίσω μας, όλη την ώρα κατά την οποία διεξάγετο αυτή η συζήτηση. «Υπάρχει ένα στέκι στα Σεπόλια, που ελάχιστοι «μη μυημένοι» το γνωρίζουν. Συνήθως λειτουργεί σαν καφέ-μπαρ, αλλά τα Σαββατόβραδα μετατρέπεται σε ρωσική ντίσκο».
«Μα... αυτό είναι εξαιρετική ιδέα... συγνώμη, δεν γνωρίζω το όνομά σου, νομίζω πως δεν συστηθήκαμε», είπα, για να ακολουθήσουν οι απαραίτητες συστάσεις...
...
… Μισή ώρα με σαράντα πέντε λεπτά αργότερα, βρισκόμασταν στα Σεπόλια εγώ, η πρώην οικοδέσποινα του πάρτι (εφεξής, θα αναφέρομαι σε αυτήν ως «Όλγα», αν και αυτό δεν είναι το πραγματικό της όνομα) και η καλή μου φίλη (ο Χ. με τον Ψ. είχαν αποσυρθεί - οικειοθελέστατα ο μεν, με τα χίλια ζόρια ο δε) και λικνιζόμασταν, λίγο αμήχανα μα και, ταυτοχρόνως, διασκεδάζοντάς το αφάνταστα, υπό τους καταιγιστικούς ρυθμούς των τραγουδιών διαφόρων επίδοξων Bee Gees των Ουραλίων, τα οποία ενάλλασσε με αστραπιαία ταχύτητα ένας ψιλόλιγνος κατάξανθος ντι-τζέι με αμάνικο μπλε ελεκτρίκ φανελάκι το οποίο παντρευόταν αρμονικότατα (και σας διαβεβαιώ ότι επ’ ουδενί δεν ειρωνεύομαι εδώ) με το συνδυασμό καράφλας και χαίτης στο κεφάλι του.
«Μα αυτό είναι υπέροχο, είναι καταπληκτικό!», αναφώνησε η καλή μου φίλη μετά από μία ακόμα, περίπλοκη στη σύλληψη μα παραδόξως αρμονική στην εκτέλεση, χορευτική πιρουέτα.
«Να ζήσει η Όλγα, στην υγεία της Όλγας!», φώναξα ψιλό-εκστασιασμένος εγώ, πριν συνεχίσω: «Πάω να φέρω άλλα τρία σφηνάκια…»!
Αφού είχαμε δοκιμάσει ήδη βότκα από το Καζάν και το Ντνιπροπετρόβσκ είχε έρθει η σειρά του Ιρκούτσκ, του «Παρισιού της Σιβηρίας», κατά τον θρυλικό συγγραφέα – μύστη Τόμας Πύντσον (κι όχι μόνο κατ’ αυτόν). Κατεβάσαμε το περιεχόμενο των σφηνοπότηρων με μια συντονισμένη κίνηση. Το στομάχι μου φλεγόταν κι ήμουν πλημμυρισμένος με τόση ενέργεια που ένιωθα πως τα πάντα ήταν δυνατά: να πετάξω, να ανοίξω τρύπα στο πάτωμα με τα χορευτικά μου παπούτσια που λες και ξέρναγαν φωτιές, να μαχαιρώσω δέκα-δεκαπέντε Ρώσους, να βγω έξω και να τρέξω σαν μανιασμένος από τα Σεπόλια μέχρι τον Πειραιά και πάλι πίσω…
Εκείνη τη στιγμή το ψυχρά λογικό κομμάτι του εαυτού μου προσπάθησε να πρυτανεύσει και να επιβληθεί στο τρελό θηριοτροφείο που είχε καταλάβει το υπόλοιπο κορμί. «Ανόητε, διοχέτευσε σωστά το περίσσευμα ενέργειας που διαθέτεις», με πρόσταξε.
Τώρα, παιδιά, αυτά δεν είναι εύκολα πράγματα… Φανταστείτε να πηγαίνετε καβάλα σ’ ένα γαϊδουράκι ή, άντε, ένα αλογατάκι (χοπ χοπ χοπ, χοπ τ’ αλογατάκι) και ξαφνικά να διαπιστώνετε ότι αυτό που καβαλούσατε ήταν στην πραγματικότητα μια μεταμφιεσμένη και μισοκοιμισμένη αρκούδα (ρωσική ή μη – λίγη σημασία έχει αυτό) η οποία ξυπνάει μετά από ούτε κι εγώ δεν ξέρω πόσο χρονικό διάστημα κατά το οποίο βρισκόταν σε χειμερία νάρκη. Και φανταστείτε, ακόμα, να μην σας φέρνει ύστατο τρόμο αυτή η διαπίστωση και η συνοδευτική αίσθηση, αλλά, αντιθέτως, να σας ενθουσιάζει.
Εκεί λοιπόν εντοπίζεται το κρίσιμο σημείο κατά το οποίο ο αναβάτης δεν πρέπει να χάσει τον έλεγχο του άγριου θηρίου, αλλά αντιθέτως πρέπει να χαλιναγωγήσει την ζωώδη κι αρχέγονη ενέργειά του και να την διοχετεύσει στα πρέποντα κανάλια. Όμως δεν πρέπει να το παρακάνει κιόλας, γιατί τότε μπορεί να το πιάσει πάλι η νύστα το θεριό… Είναι μια άσκηση λεπτής ισορροπίας, η οποία από ένα σημείο και μετά, πάντως, δεν είναι τόσο δύσκολη όσο ενδεχομένως ακούγεται.
Για να μην σας πω ψέματα, εμένα μου είχε ξανασυμβεί το ίδιο πράγμα κι έτσι ήδη ήξερα εκ πείρας πως μπορείς να κουμαντάρεις μια τέτοια οριακή (στην κόψη του ξυραφιού) κατάσταση. Έτσι… αφοσιώθηκα πλήρως στις συνοδούς μου. Τώρα, το ότι ήσαν δύο, ανήκαν αμφότερες στο ωραίο φύλο και επιπλέον το εκπροσωπούσαν επαξίως περιέπλεκε, ομολογουμένως, τα πράγματα, αλλά έτσι ήταν διαμορφωμένο το σκηνικό. Καθώς ανέβαζα στροφές ορμώμενος από την ενέργεια του θεριού και οι φιγούρες μου γίνονταν όλο και πιο προκλητικές, κατάλαβα ότι είχα φτάσει σε ένα σημείο καμπής. Δεν γινόταν να τηρώ άλλο ίσες αποστάσεις. Όχι κατ’ ανάγκην γιατί είχα κάποια ιδιαίτερη προτίμηση ανάμεσα στις δύο τους εκείνη τη στιγμή, αλλά γιατί η ισότιμη συμμετοχή σε τέτοιες περιστάσεις μπορεί να οδηγήσει μόνο σε ισότιμη αποκλιμάκωση κι απογοήτευση. Με άλλα λόγια: ή μία μόνο μπαταρία θα φτιάξεις (επιλέγοντας μόνο τον έναν πόλο αντίθετης φόρτισης κι αφήνοντας τον άλλο) ή ένα τρίγωνο (όπου, δηλαδή, όλοι αλληλοφορτίζονται – αν και βεβαίως οφείλουμε να πούμε ότι εδώ πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος να καταλήξεις εσύ ο τρίτος, αμέτοχος, πόλος…). Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Γρήγορα έκανα την επιλογή μου: τρίγωνο. Τις έφερα πιο κοντά την μία στην άλλη και τις έβαλα να χορεύουν για εμένα, με συμμετοχικό, όμως, κι όχι ανταγωνιστικό τρόπο (λεπτή αλλά κρίσιμη διαφορά). Ύστερα τις άφησα μόνες τους για λίγο (να… αρπάξουν λίγη φωτιά) και πήγα προς νερού μου, που λένε. Μετά από μια σπινθηρίζουσα συναλλαγή δευτερολέπτων (σε χρόνο «αντικειμενικό» / ρολογιού), αλλά πολλών λεπτών (σε χρόνο «υποκειμενικό», δηλαδή ουσιαστικό) με μια άκρως παιχνιδιάρα Ρωσιδούλα στον κοινό προθάλαμο των τουαλετών του μαγαζιού, επέστρεψα για να καταλάβω με μια ματιά ότι είχαμε ήδη φύγει από τον αστερισμό του τριγώνου αλλά και της μπαταρίας. Δεν θα πω κάτι πρωτότυπο, αλλά, ξέρετε, άμα διαπιστώνεις ότι μια φάση φτάνει στο τέλος της, καλύτερα να μην το κουράζεις πολύ.
Έτσι ξεκίνησα να ανακοινώνω στα κορίτσια ότι ίσως ήταν ώρα να αποχωρήσουμε από τη ρωσική ντίσκο και, πιθανόν, να συνεχίσουμε τη βραδιά μας κάπου άλλου - ωστόσο εκείνη τη στιγμή η Όλγα εντόπισε μια φίλη της σε μια παρέα που μόλις είχε εισέλθει στο μαγαζί. Η φίλη της φορούσε ένα ζευγάρι πλαστικά κέρατα στο κεφάλι που έλαμπαν μ’ ένα άλικο φως και βαστούσε κι ένα ασημένιο ραβδί (σε περίπτωση που αναρωτιέστε, όχι, δεν βρισκόμασταν στην περίοδο των Αποκριών). Ενώ εγώ είχα αφήσει μισοτελειωμένη τη φράση μου, η Όλγα έσπευσε προς την κατεύθυνση της άρτι αφιχθείσας κερασφόρου ραβδούχου φίλης της κι αγκαλιάστηκαν εν μέσω κοριτσίστικων αλαλαγμών. Την ίδια στιγμή η φίλη μου έλαβε ένα μήνυμα στο κινητό της τηλέφωνο. «Η Ζ. είναι με μια παρέα σ’ ένα μπαράκι στα Πετράλωνα. Τι λες, πάμε;», μου είπε.
Ο αναβάτης ήταν έτοιμος να ακολουθήσει – η αρκούδα όμως (μια και που βρέθηκε στα μέρη μας) είχε πρώτα μια δουλειά να φέρει σε πέρας. Έτσι αφού αποχαιρετήσαμε την Όλγα, ευχαριστώντας την για την συμβολή της και συμπόρευσή της μαζί μας σε αυτήν την μοναδικά υπέροχη βραδιά, κι αφού συνόδεψα τη φίλη μου ως το αυτοκίνητό της, της είπα να συνεχίσει μόνη της για την ώρα και πως εγώ θα ερχόμουν να την βρω, κατά πάσα πιθανότητα, λίγο αργότερα. Στις επίμονες ερωτήσεις της: «Μα τι είναι αυτό που έχεις να κάνεις;», εγώ απάντησα μόνο με ένα αινιγματικό χαμόγελο.
Τι ήταν αυτό που είχα να κάνω, αλήθεια (όχι εγώ - η αρκούδα); Ας πούμε… να φροντίσω να χρησιμοποιηθεί σωστά η εναπομείνασα θηριώδης (τόσο κατά το ποσόν όσο και κατά το ποιόν) ενέργεια. Έτσι, επικοινώνησα με έναν άλλο αναβάτη που, κατά σύμπτωση (;) διαβιεί στην ίδια γειτονιά και του είπα να έρθει να με συναντήσει και να φέρει και τον λύκο του μαζί. «Μα, φίλε», μου επεσήμανε, «επίτρεψε μου να σου πω ότι αυτό συνιστά πλεονασμό εκ μέρους σου – το ξέρεις ότι εκ των πραγμάτων όταν οι δυο μας συναντιόμαστε, είμαστε πάντοτε, δυνάμει και τοις πράγμασι, τέσσερις»… Κι είχε, ασφαλώς, δίκιο.
Ξεκινήσαμε από τα Σεπόλια, περάσαμε από Κολωνό, Ακαδημία Πλάτωνος, Μεταξουργείο και Κεραμεικό και μια ώρα αργότερα η Αρκούδα αποχαιρέτησε τον Λύκο στα σύνορα Γκαζιού – Κάτω Πετραλώνων. Τι κάναμε οι τέσσερις μας κατά τη διάρκεια αυτής της ώρας, σύμφωνα και πάλι με τα συμβατικά ρολόγια μας (που με βάση τα εσωτερικά μας, ψυχολογικά, ρολόγια διήρκεσε τουλάχιστον ένα εξάωρο); Πολλά και διάφορα, που τα περισσότερα δεν διατυπώνονται εύκολα γραπτώς ή και προφορικώς για αντικειμενικούς λόγους. Αλλά ίσως θα έχετε καταλάβει ότι στα πλαίσια του ρόλου μου ως ξεναγού σας στις ΘεΑθήνες, δύσκολα μπορώ να πω όχι σε μια πρόκληση.
Έτσι… ας προσπαθήσω. Λοιπόν, αφήσαμε τα θηριάκια μας λυτά (αλλά πάντα έχοντάς τα σε κοντινή απόσταση) να ιχνηλατούν τα γραφφίτι και τα στένσιλς στους τοίχους πολυκατοικιών και μονοκατοικιών, να οσμίζονται τις ορατές κι αόρατες ενεργειακές ροές της πόλης και να μας κατευθύνουν στους στόχους μας. Συναντήσαμε κι άλλους σαν κι εμάς στην διαδρομή μας, άλλοτε φιλικούς, άλλοτε ύποπτα ουδέτερους. Εντάξει, οι αιλουροειδείς (θυμάστε τις «Γάτες των Αθηνών»;) και οι κυνόμορφοι φίλοι μας ήταν πάντοτε εκεί, συμπαραστάτες και σύμμαχοι.
Προσεγγίζαμε την πόλη (όπως σε όλες τις αντίστοιχες βόλτες μας) σε πολλά επίπεδα. Αλλά το παιχνίδι είναι αμφίδρομο: όπως εσύ προσεγγίζεις την πόλη σε πολλά επίπεδα, με τον ίδιο τρόπο σε προσεγγίζει κι εκείνη. Πρόκειται για δράση κι αντίδραση και για μια αυθεντική διαλεκτική σχέση, έναν αληθινό διάλογο σε γλώσσα ακατανόητη κι αμετάφραστη για έναν ανθρώπινο εγκέφαλο που (επιλέγει να) λειτουργεί αποκλειστικά με τον κοινό, συμβατικό τρόπο σκέψης. Είναι πολύ σημαντικό να επισημανθεί εδώ ότι, αν το δει κανείς από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, από ένα σημείο κι έπειτα δεν υπάρχει ουσιαστικά διαφορά μεταξύ διαφορετικών επιπέδων μιας πόλης και διαφορετικών πόλεων που συντίθεται σε μια υπερ-πόλη. Αλλά ας μην ξεφύγουμε πάρα πολύ – ίσως επανέλθω στο μέλλον.
Κάποια στιγμή, πολύ κοντά στην Ακαδημία Πλάτωνος προσεγγίσαμε μια άκρως σκοτεινή περιοχή (τόσο σε κυριολεκτικό όσο και σε μεταφορικό επίπεδο). Δηλαδή, μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, για τέτοιου τύπου σκοτεινιά μιλάμε. Ήταν λες και είχαμε εντοπίσει μια αόρατη μαύρη Χάρυβδη (βλέπε Ομήρου Οδύσσεια) που ρουφούσε ενεργειακά ό, τι είχε την ατυχία να εισέλθει εντός της ακτίνας επιρροής της. Πραγματοποιήσαμε μια αυτοσχέδια «τελετή κάθαρσης», η οποία κορυφωνόταν με την χάραξη (με διαβήτη τα πόδια μας ή μάλλον ένα ζευγάρι αρκουδίσια κι ένα ζευγάρι λυκίσια πόδια) ενός νοητού προστατευτικού κύκλου γύρω από το επίκεντρο της περιοχής αυτής.
Αυτό ήταν και το δεύτερο κυριολεκτικό γύρισμα της βραδιάς.
Ακολούθησαν το Μεταξουργείο και εν συνεχεία το Γκάζι τα οποία παραλίγο να μας καταπλακώσουν. Ωστόσο, τελικώς καταφέραμε να διασχίσουμε και τις δύο περιοχές με επιτυχία κι αρτιμελείς. Μέχρι που η βόλτα μας κατέληξε στις παρυφές των Κάτω Πετραλώνων. Αποστολή εξετελέσθη…
Όμως αγαπητοί μου, νιώθω ότι είπα πάρα μα πάρα πολλά κι ότι έχετε ανάγκη από ένα διάλειμμα, να πάρετε μια ακόμα ανάσα και να αναλογιστείτε (ή, καλύτερα, να δοκιμάστε να συναισθανθείτε) αυτά στα οποία αναφέρθηκα. Κάντε το, ακόμα κι αν σας φαίνονται εντελώς τρελά κι ασυνάρτητα (μπορεί και να είναι), κι εστιάστε όχι τόσο στις λέξεις όσο στις εικόνες που αυτές διαγράφουν ή, ακόμα καλύτερα, στις ιδιαίτερες ποιότητες κι ατμόσφαιρες που χαρακτηρίζουν και διαπνέουν τις εικόνες αυτές.
Και κάτι ακόμα φίλοι συνοδοιπόροι: σε περίπτωση που με αφορμή τα προλεχθέντα νιώσετε κάτι να σκιρτά μέσα σας, κάτι που σας αγριεύει ίσως, μην τρομάξετε - ιδιαιτέρως αν τυγχάνει να είστε και φιλόζωοι. Δεν είναι κάτι κακό, ίσα ίσα… Εξάλλου, λίγο ή πολύ, στην επιφάνεια ή στο βάθος, δίποδα ή τετράποδα, όλοι μας ζωάκια δεν είμαστε;