Τριγυρνώντας – μέρος πρώτο: το πάρτι
2015-12-14Λοιπόν, για μαζευτείτε τώρα λίγο εδώ κοντά μου, αν θέλετε, φίλες και φίλοι.
Ναι, εδώ είναι πράγματι ένα ωραίο σημείο για να σας αφηγηθώ την ιστορία που έχω κατά νου.
(Δηλαδή, όχι απλώς ωραίο – η τοποθεσία είναι εκπληκτική. Ταυτόχρονη θέα σε Ακρόπολη, Φιλοπάππου και Λυκαβηττό, και μάλιστα από το επίπεδο του δρόμου κι όχι από τίποτα μπαλκόνια ή ταράτσες, δεν την πετυχαίνεις και οπουδήποτε στην πυκνότατα και χαοτικά ρυμοτομημένη πόλη μας).
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ αφορά την περιπλάνηση του υποφαινόμενου (σε ρόλο άλλοτε ενεργού συμμετόχου κι άλλοτε παθητικού παρατηρητή) στα αλλόκοτα τοπία της Αθηναϊκής νύχτας, ένα Σαββατόβραδο πριν κάμποσα χρόνια.
Αφετηρία της ιστορίας μας η γεωγραφική κι ιστορική καρδιά της πόλης, η πλατεία Συντάγματος και πιο συγκεκριμένα το, πιθανότατα, πιο δημοφιλές σημείο συνάντησης των Αθηναίων στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα, ήτοι το υποκατάστημα της πασίγνωστης πολυεθνικής αλυσίδας ταχείας εστίασης που βρίσκεται στη δυτική πλευρά της πλατείας. Εκεί βρέθηκα με μια φίλη μου εκείνο το χειμωνιάτικο Σαββατόβραδο και, μιας και είχαμε καιρό να τα πούμε, αποφασίσαμε να πάμε για φαγητό κι ίσως και για ένα ποτό αργότερα, ώστε να ανταλλάξουμε τα νέα μας με την άνεσή μας.
Αφού περιπλανηθήκαμε για λίγη ώρα στην οδό Ερμού και στους πέριξ αυτής δρόμους, καταλήξαμε σε ένα μικρό αλλά συμπαθητικό και με ζεστή ατμόσφαιρα εστιατόριο στις παρυφές της Πλάκας. Απολαμβάναμε τα κάπως τολμηρά πιάτα του μάγειρα (του οποίου η φιλοσοφία βασιζόταν στο δημιουργικό κι ελαφρώς παιχνιδιάρικο πάντρεμα της μεσογειακής κι απωανατολίτικης κουζίνας) συνοδεία ενός εξαιρετικού μπουκαλιού από Ασύρτικο Σαντορινιό κρασί, όταν αίφνης (για την ακρίβεια, χωρίς καν να έχω σκεφτεί προηγουμένως αυτό που επρόκειτο να πω) ανεφώνησα: «Αγαπητή μου, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο θα ήθελα να σε συνοδέψω απόψε σε πριβέ πάρτι της υψηλής κοινωνίας».
«Μα, τι ενδιαφέρουσα σύμπτωση αγαπητέ μου! Μια γνωστή του πολύ καλού μου φίλου Χ. μετακομίζει από το Κολωνάκι στην Κηφισιά και διοργανώνει απόψε αποχαιρετιστήριο πάρτι στην παλιά, και μάλλον πλέον εντελώς άδεια από έπιπλα, οικία της. Για περίμενε να καλέσω τον Χ. ένα λεπτό…»
Κάπως έτσι, δύο ώρες αργότερα η αφεντιά μου, η φίλη μου, ο φίλος της ο Χ. και ο φίλος του Χ., ο Ψ., εισερχόμασταν σε ένα άδειο από έπιπλα, μα φίσκα από ανθρώπους, ευρύχωρο διαμέρισμα στο Κολωνάκι, κάπου κοντά στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού. Τώρα, βεβαίως, το κατά πόσο το σκηνικό που αντίκρισα ανταποκρινόταν στην εικόνα περί «πριβέ πάρτι υψηλής κοινωνίας» που είχα στο μυαλό μου προ της αφίξεώς μας είναι ένα άλλο ζήτημα, ήσσονος, ούτως ή άλλως, σημασίας.
Η παρέα μου ήταν αναμφιβόλως πολύ ευχάριστη, ωστόσο εγώ αφού πέρασε λίγη ώρα ένιωσα την ανάγκη να απομακρυνθώ για λίγο από κοντά τους και ν’ αναμειχθώ με τον άγνωστό μου κόσμο. Προφασιζόμενος, λοιπόν, μια δήθεν ξαφνική ανάγκη που ένιωσα να πιω χυμό ανανά, άφησα τους φίλους μου και εξόρμησα προς την κουζίνα – επιχείρηση διόλου ευκαταφρόνητη, καθώς μου πήρε 20 ολόκληρα λεπτά να την ολοκληρώσω.
Στην κουζίνα ο κόσμος ήταν, κατά έναν απροσδιόριστο τρόπο, αρκετά ενδιαφέρων. Η προσοχή μου εστιάστηκε ιδιαιτέρως σε ένα νεαρό ζευγάρι που έμοιαζε λες κι είχε μόλις τηλεμεταφερθεί από το Γουίλλιαμσμπεργκ του Μπρούκλυν ή, έστω, από το Κρόυτσμπεργκ του Βερολίνου. Το αγόρι, που φαινόταν πως ήταν το πολύ 20 ετών, ήταν ψηλό και πολύ αδύνατο, φορούσε ένα γκρίζο πλεχτό μάλλινο πουλόβερ, τρία τουλάχιστον νούμερα μεγαλύτερο, και το (όμορφο, ομολογουμένως) πρόσωπό του ήταν αρκετά μακρύστενο και καλυπτόταν κατά το ένα τρίτο από ένα ανέμελο τσουλούφι. Το κεφάλι του ήταν γερμένο προς τα αριστερά και τα χείλη του ήταν ελαφρώς ανοιχτά σε μόνιμη βάση. Και σκασμένα, ναι, σκασμένα. Το κορίτσι, τώρα… α, το κορίτσι! Πιθανόν λίγο μεγαλύτερο σε ηλικία από το αγόρι, μαλλιά καστανόξανθα πιασμένα σε αλογοουρά, πρόσωπο με μεγάλα, υγρά, εκφραστικά μάτια που ακόμα κι ένας Ρέμπραντ, ένας Φέρμεερ, ένας Ρούμπενς θα αισθάνονταν λίγοι για να το απαθανατίσουν, κολλητή μπλούζα με οριζόντιες μαύρες και λευκές ρίγες, μίνι φούστα της οποίας το χρώμα έμοιαζε να αλλάζει με τρόπο σχεδόν μαγικό καθώς ανταποκρινόταν στις αλλαγές του φωτισμού, καλσόν τύπου «ονειροπαγίδα» και γκρίζα μποτίνια… Απορροφήθηκα τόσο πολύ χαζεύοντάς τους (και ιδίως το κορίτσι, ας μην κρυβόμαστε) ώστε παρά τρίχα δεν συγκρούστηκα μετωπικά με την πόρτα του ψυγείου (μάρκας «ΙΖΟΛΑ», παρακαλώ).
Εντός του ψυγείου δεν υπήρχε χυμός ανανά, ωστόσο υπήρχε βυσσινάδα. Έχοντας την τύχη να έχω στην κατοχή μου ένα από τα ελάχιστα πλαστικά ποτήρια που κυκλοφορούσαν στο πάρτι δίχως να έχουν μετατραπεί σε αυτοσχέδια σταχτοδοχεία (βασικός κανόνας σε αυτού του είδους τα Αθηναϊκά πάρτι είναι: φύλαξε το πλαστικό σου ποτήρι ως κόρη οφθαλμού), το γέμισα κι έκλεισα την βαριά πόρτα του ψυγείου μόνο και μόνο για να αντικρίσω τα πρόσωπα του ζευγαριού που μόλις σας περιέγραψα να με περιεργάζονται από απόσταση αναπνοής.
«Είσαι φίλος της Δ.;», με ρώτησε ουδέτερα το αγόρι (η Δ. ήταν η οικοδέσποινα του πάρτι).
«Εεε… ναι», αποκρίθηκα διστακτικά εγώ.
«Η Τερέζα από εδώ», είπε δείχνοντας με μια μάλλον άχαρη κίνηση το κορίτσι δίπλα του, «λέει πως σε έχει δει κάπου…» - και πριν καλά καλά ολοκληρώσει τη φράση του μας είχε ήδη γυρίσει την πλάτη και κατευθυνόταν προς το σαλόνι.
Έπιασα να μιλάω με την Τερέζα, λοιπόν. Δεν ήταν και πολύ εύκολο να την παρακολουθήσω, καθώς η ένταση της φωνής της ήταν μόλις ένα κλικ πάνω από το κατώφλι που χωρίζει τους υπόηχους από τις εύληπτες για το ανθρώπινο αυτί συχνότητες. Τέλος πάντων, ο διάλογος μας ξεκίνησε με την Τερέζα να ισχυρίζεται ότι σπουδάζαμε κάποτε ισπανικά στο ίδιο φροντιστήριο (ισχυρισμός που, κατά τα φαινόμενα, ουδόλως έστεκε) – γρήγορα όμως απώλεσε κάθε πρόσχημα συνοχής και εξόκειλε σε μια συνειρμική-σουρεαλιστική ανταλλαγή κοφτών φράσεων. Μου είναι αδύνατον να ανακαλέσω έστω κι εν μέρει το περιεχόμενο αυτών των φράσεων, ωστόσο είχα την εντύπωση ότι με τον τρόπο της η Τερέζα με ψιλο-κόρταρε (δεν παίρνω κι όρκο, πάντως).
Τελικώς, κάποια στιγμή η Τερέζα με ρώτησε: «Πάμε να βρούμε τον Λου;».
«Λου λένε τον φίλο σου;!; Ενδιαφέρον…».
«Ορέστης είναι το όνομα του, αλλά τον φωνάζουμε Λου επειδή έχει κόλλημα με τον Λου Ρηντ…».
«Α, μάλιστα… Ναι, αμέ, πάμε».
Η Τερέζα κινείτο με απίστευτη χάρη ανάμεσα στα αναρίθμητα στίφη των παρευρισκομένων – έτσι από ένα σημείο κι έπειτα την έχασα και αφέθηκα στην εσωτερική πυξίδα της διαίσθησής μου για να την εντοπίσω. Τελικώς η πυξίδα μου γι’ άλλη μια φορά μ’ έβγαλε ασπροπρόσωπο κι έτσι την βρήκα στην άκρη του μπαλκονιού παρέα με τον Ορέστη-Λου κι έναν ακόμη μαυροντυμένο και μαυριδερό (όλα μαύρα έμοιαζαν να είναι πάνω του…) τύπο. Τη στιγμή που τους βρήκα, ο τελευταίος ανακοίνωνε: «Θα παίξει πολύ δυνατό κομμάτι τώρα». Δευτερόλεπτα μετά, οι πρώτες νότες από το παρακάτω κομμάτι ξεπρόβαλαν δειλά δειλά από τα ηχεία στο εσωτερικό του διαμερίσματος:
Τα αμέσως επόμενα δευτερόλεπτα συνέβησαν, με αστραπιαίο ρυθμό, τα ακόλουθα:
- Μια άλικη λάμψη εμφανίστηκε στιγμιαία στα νότια-νοτιοανατολικά του ορίζοντα,
- Ένα απόκοσμο ουρλιαχτό ακούστηκε κάπου από την άλλη μεριά του δρόμου,
- Μια γλάστρα, προερχόμενη από κάποιο από τα από πάνω μπαλκόνια (το διαμέρισμα του πάρτι βρισκόταν στον δεύτερο όροφο), έπεσε και διαλύθηκε στο πεζοδρόμιο (κι όχι, ευτυχώς, στο κεφάλι κάποιου άτυχου διερχομένου), σκορπίζοντας καστανόχωμα σε ακτίνα αρκετών μέτρων,
- Είδα από ψηλά τη φίλη μου μαζί με τον Χ. να βρίσκονται στο οδόστρωμα και να κοιτάζουν απορημένοι προς τα πάνω. Ο Χ. κρατούσε στα χέρια του τον Ψ., ο οποίος χαμογελούσε μακαρίως κι είχε ανοιχτά τα χέρια του ενώ το σώμα του σχημάτιζε γωνία 45 μοιρών με το έδαφος,
- Δίπλα μου, η Τερέζα ζούληξε, με χέρι-αρπάγη, τα μάγουλα του Ορέστη-Λου κι ύστερα άρχισε να τον φιλάει με όσο πάθος φαινόταν να διαθέτει στα σώψυχά της – τον φιλούσε λες κι ο κόσμος επρόκειτο να καταστραφεί από στιγμή σε στιγμή,
- Ο μαυριδερός και μαυροντυμένος τύπος με πλησίασε και μου ψιθύρισε στο αυτί: «Γουστάρει ρε το πορνίδιο, εγώ του τα λέω του ζάβλακα αλλά δεν μ’ ακούει…». Πριν προλάβω καν να τον αγριοκοιτάξω (ε, όχι και να μου προσβάλει έτσι την Τερέζα!) είχε ξεγλιστρήσει σαν ερπετό κι είχε χαθεί ανάμεσα στο πλήθος…
…Το οποίο πλήθος τώρα αλάλαζε ξέφρενα – προφανώς ήταν άκρως ενθουσιασμένο με όσα διεμείβοντο τριγύρω του. Ξαφνικά αισθάνθηκα πολύ άβολα κι ένιωσα ότι ήταν ώρα να την κοπανήσω από εκεί. Εξάλλου η φίλη μου με τον Χ. και τον Ψ. φαίνονταν να χρειάζονται τη βοήθειά μου. Σπρώχνοντας κι αγκομαχώντας βρέθηκα και πάλι μέσα στο διαμέρισμα. Καθώς πάσχιζα να αποφύγω διάφορες ενοχλητικές φάτσες που απρόσκλητες εισέβαλαν στο περιορισμένο οπτικό μου πεδίο, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με μια ψηλή κοπέλα που φορούσε ένα ζευγάρι πολύ περίεργα γυαλιά. Πριν προλάβω να καταλάβω τι συνέβαινε, με άρπαξε στα καλά του καθουμένου (που λέει ο λόγος) και από τα δύο χέρια και μ’ έφερε μια γυροβολιά (ξέχασα να σας πω ότι η μουσική είχε αλλάξει κι ότι τώρα ακουγόταν ένα, μάλλον αδιάφορο, χορευτικό κομμάτι).
Αυτό ήταν και το πρώτο κυριολεκτικό γύρισμα της βραδιάς.
Με τα πολλά, κατάφερα να εξέλθω του παλαβά γιορτινού διαμερίσματος. Δεν μου έκανε καρδιά να καλέσω το ασανσέρ κι έτσι πήρα να κατηφορίζω τις σκάλες. Και στο κεφαλόσκαλο του πρώτου ορόφου πετυχαίνω μια κοπέλα καθισμένη χάμω οκλαδόν να αγναντεύει το κενό.
Κοντοστάθηκα και την ρώτησα: «Μα καλά, τι κάνεις εσύ εδώ;»
«Τους βαρέθηκα όλους, ρε φίλε… Και, ξέρεις, έχω κάθε δικαίωμα να το κάνω…».
«Α, μπα, πώς έτσι;», απάντησα εγώ, μάλλον λίγο αγενώς.
«Μα εγώ είμαι η διοργανώτρια του πάρτι…! Άρα, άμα θέλω, φωτιά του βάζω και το καίω! Εξάλλου, το έχω ήδη αδειάσει το σπίτι…».
«Μμμμάλιστα… Όχι, κοίταξε να δεις, ένα δίκιο το έχεις… Όμως, να σου πω, αντί να κλαις τη μοίρα σου, μήπως θες να έρθεις μαζί μου;»
«Να έρθω μαζί σου; Πού; Κι έτσι απλά να παρατήσω το πάρτι μου;»
«Άστο μωρέ το πάρτι! Μοιραία κάποια στιγμή θα αυτοδιαλυθεί!»
«Μα με τι περίεργο τρόπο που εκφράζεσαι! Άκου εκεί, θα αυτοδιαλυθεί! Χαχαχα!»
«Ωραία, σ’ έκανα και γέλασες. Θα έρθεις τώρα;»
«Ε; Καλά, άντε πάμε…»
Βγήκαμε μαζί από την πολυκατοικία, μόνο και μόνο για να βρούμε τη φίλη μου σε απόγνωση να βαστάει τον Χ. που ξέρναγε τα άντερά του. Παραδίπλα, ο Ψ. ήταν ξαπλωμένος επάνω στο… καπό ενός παμπάλαιου αυτοκινήτου (νομίζω ήταν Φίατ Μιραφιόρι). Εμένα όμως το βλέμμα μου στράφηκε ενστικτωδώς προς τα πάνω. Είδα, λοιπόν, στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου τον Ορέστη-Λου να κρατάει αγκαλιά την Τερέζα, θωρώντας το υπερπέραν. Η Τερέζα μάλλον αισθάνθηκε ότι τους κοίταξα γιατί μου ανταπέδωσε το βλέμμα, στέλνοντας μου παράλληλα κι ένα νοητό φιλί. Εγώ έκλεισα τα μάτια μου και, μα την αλήθεια σας λέω, ένιωσα ότι γεύτηκα για μια φευγαλέα στιγμή τα χείλη της…
Όμως, φίλες και φίλοι, η ιστορία αυτή έχει πολύ ψωμί ακόμα, οπότε επιτρέψτε μου, στο σημείο αυτό, να πάρω μια ανάσα.
Πάρτε κι εσείς μια βαθιά ανάσα και σκεφτείτε: «Ποια μοίρα τρελή μ’ έφερε τούτο το βράδυ να περιηγούμαι στην πιο αλλοπρόσαλλη πόλη του κόσμου όλου;».
Τυχεράκηδες…