Τριγυρνώντας – μέρος τρίτο: Στη χώρα του αιωνίως ανατέλλοντος ηλίου

Τριγυρνώντας – μέρος τρίτο: Στη χώρα του αιωνίως ανατέλλοντος ηλίου

… Είπαμε να πάρουμε μια ανάσα πριν συνεχίσουμε, αλλά εδώ βλέπω ότι κάποιοι από εσάς το παρακάνατε κι ως εκ τούτου ήδη ροχαλίζετε. Εντάξει, ίσως φταίω κι εγώ που δεν φρόντισα να περιορίσω χρονικά το διάλειμμα, αλλά σας άφησα λάσκα. Τέλος πάντων, εντάξει, δεν πειράζει – θα κάνω ό, τι περνά απ’ το χέρι μου για να εξασφαλίσω την αμέριστη προσοχή σας (η οποία, ας μην κρυβόμαστε, αποτελεί και το οξυγόνο του ξεναγού / αφηγητή / ραψωδού σας - κι εδώ που τα λέμε και το οξυγόνο του οιουδήποτε ομιλούντος ανθρώπου, ακόμα και στην ακραία περίπτωση κατά την οποία ο πομπός κι ο δέκτης της ομιλίας τυχαίνει να ταυτίζονται).

Αλλά πάλι τείνω να ξεφύγω – τι πράγμα είναι κι αυτό μ’ εμένα, ρε παιδί μου…

Θα ενθυμείστε ότι είχα διακόψει την αφήγησή μου στα σύνορα Γκαζιού – Κάτω Πετραλώνων (και για να είμαι περισσότερο ακριβής, βρισκόμουν στην οδό Πειραιώς από τη μεριά του Γκαζιού και πιο συγκεκριμένα κοντά στην είσοδο της Τεχνόπολης) τις πολύ προχωρημένες ώρες (ολίγον τι παραδόξως καλούμενες και ως «μικρές» - υπό την έννοια του ότι όλα μάλλον μεγεθύνονται εκείνες τις ώρες για όσους, τουλάχιστον, δεν κοιμούνται) εκείνου του Σαββατόβραδου (πλέον, βεβαίως, ημερολογιακώς ήταν Κυριακή – όσο για το ότι ήταν ψυχολογικώς οι απόψεις διίστανται, με επικρατέστερη, ωστόσο, εκείνη σύμφωνα με την οποία επρόκειτο περί μιας χρονικής περιχώρησης – δηλαδή, εγώ και οι υπόλοιποι ξενύχτηδες βιώναμε, ανεπίγνωστα ή μη, το χρόνο ως χωνευτήρι ή μωσαϊκό πολλών διαφορετικών συμπιπτουσών στιγμών, οι οποίες όμως δεν απεμπολούσαν την κυριαρχία τους. Για να το κάνουμε πιο λιανά: ήταν Σάββατο βράδυ αλλά ήταν ταυτοχρόνως και Κυριακή πρωί καθώς και τελευταία Κυριακή των Απόκρεω αλλά ίσως ήταν και Βαλπουργία Νύχτα[i], ξεχωριστά αλλά και όλα μαζί και σε όλα τα πιθανά υποσύνολα συνδυασμών τους - σαν την Αγία Τριάδα, ένα πράγμα, της οποίας τα τρία μέλη υπάρχουν αυτόνομα αλλά και συνιστούν, ταυτοχρόνως, μια ακατάλυτη κι αδιαίρετη ενότητα).

[Και, ναι, ήταν που δεν θα ξέφευγα… Ωστόσο, όπως ο Μενέλαος τον Πρωτέα, ας κρατήσουμε σφιχτά το νήμα αυτής της ιστορίας η οποία αενάως ρέπει προς την μεταμόρφωση σε κάτι που πάντως δεν αποτελεί συνεκτική αφήγηση].

Ένιωθα καταβεβλημένος, λοιπόν, εξαιτίας όλων όσων είχαν προηγηθεί, καθώς ετοιμαζόμουν να διασχίσω την οδό Πειραιώς – μάλιστα αναρωτιόμουν κατά πόσο είχα τα κουράγια, σωματικά, πνευματικά και ψυχικά, για να αντισταθώ στο να σφυρίξω τη λήξη μιας ακόμα αναμέτρησής μου με την Αθηναϊκή νύχτα (αναμετρήσεις ως προς των οποίων το αποτέλεσμα σπανίως υπάρχει συμφωνία – κάτι σαν τα αποτελέσματα των ελληνικών φοιτητικών εκλογών, τώρα που το σκέφτομαι), όταν από το πίσω δεξιά παράθυρο ενός ταχέως διερχομένου την κάθοδο της εν λόγω οδού αυτοκινήτου εκσφενδονίστηκε ένα ανοιχτό και σχεδόν γεμάτο μπουκάλι νερό προς το μέρος μου. Το στόμιο του μπουκαλιού με βρήκε ξώφαλτσα στο αυτί κι αυτό το οδήγησε σε ελαφρά αλλαγή πορείας, μία από τις πρωτεύουσες συνέπειες της οποίας ήταν πως καταβράχηκε το αριστερό ημισφαίριο της κεφαλής μου όπου, όπως είναι γνωστό, εδράζεται το εγκεφαλικό κέντρο της λογικής ανάλυσης κι επεξεργασίας – δευτερεύουσα δε συνέπεια αυτής της αλλαγής πορείας του νερομπούκαλου υπήρξε η απότομη αφύπνισή μου και η επαναφόρτισή μου με όση ενέργεια χρειαζόμουν για να συνεχίσω τη νυχτερινή μου εποποιία. Αξίζει ίσως εδώ να σημειώσω πως μια άλλη πρωτεύουσα συνέπεια της προαναφερθείσας αλλαγής πορείας ήταν η εντελώς καρτουνίστικη κατάληξη του ιπτάμενου μπουκαλιού, του οποίου το στόμιο καρφώθηκε στην υπέρ το δέον αιχμηρή απόληξη της μπότας (τεχνοτροπίας: δέρμα κροταλία) ενός διερχομένου (ο οποίος, μάλιστα, προφανώς στην προσπάθειά του να καταστεί μια ζώσα εκδοχή όσο το δυνατόν περισσότερων στερεοτύπων / κλισέ, έφερε ΚΑΙ καουμπόυκο καπέλο ΚΑΙ μπουφάν με κρόσσια – για να μην αναφέρω και την πλούσια και μακριά κόμη του).  

Πάντως εγώ, χωρίς ίχνος οργής μα ούτε και ντροπής για ό, τι είχε μόλις διαμειφθεί (κάτι που το θεώρησα περίεργο μεν, καλό δε, σημάδι), έσπευσα (το ρήμα «σπεύδω» υποδηλώνει λίγη ντροπή εδώ που τα λέμε…) να διασχίσω την οδό Πειραιώς και κατευθύνθηκα πεζή προς το μπαράκι όπου υπέθετα πως θα βρισκόταν ήδη η καλή μου φίλη μετά της κοινής μας φίλης Ζ. και της παρέας της.

Πράγματι ήταν εκεί. Δέκα και βάλε πανέμορφα, πανέξυπνα και γεμάτα, αστείρευτη κατά τα φαινόμενα, ζωντάνια κορίτσια.

«Μα ήταν όλες τους και πανέμορφες και πανέξυπνες και γεμάτες αστείρευτη ζωντάνια, μωρέ - γίνεται αυτό;»

«Ναι, έτσι όπως το λέω».

«Οπότε, βρέθηκες στον Παράδεισο»;

Δεν ξέρω αν ήταν Παράδεισος ή Κόλαση ή η Σάνγκρι-λα μου[ii], πάντως ξέρω πολύ καλά το εξής: τέτοιες στιγμές δεν είναι για χόρταση. Η εγγενώς αδύναμη κι ατελής τρισυπόστατη (σαρκίο – πνεύμα – ψυχή) ανθρώπινη υπόστασή μας δεν μπορεί να σηκώσει το συντριπτικό τους βάρος παρά σποραδικώς και για ελάχιστο χρονικό διάστημα την κάθε φορά. Οπότε, έχοντας πλήρη επίγνωση της παροδικότητας, των κινδύνων (όσο νέος και γερό σχετικά σκαρί κι αν ήμουν) και του επακόλουθου κι αναπόφευκτου πένθους - των δεδομένων εκείνων, δηλαδή, που ήταν αξεδιάλυτα συνδεδεμένα με την απόφασή μου να μην αποχωρήσω ακαριαία – αφέθηκα.

Και θυμάμαι, λοιπόν, πως χόρευα με την ψυχή μου μεν - κατά μία έννοια όπως και στη ρωσική ντίσκο στα Σεπόλια λίγες ώρες νωρίτερα - ωστόσο τώρα υπήρχε μια βασική κι ειδοποιός διαφορά: δεν συμμετείχα καθόλου στη διαδικασία του καθορισμού του ρυθμού και της εξέλιξης των πραγμάτων. Όπως είπα και λίγο πριν, είχα αφεθεί πλήρως κι απλώς ακολουθούσα σα γητεμένος (όχι τυχαία, φυσικά, η συνήχηση με το επίθετο: «σαϊτεμένος») τη ροή όπως εκείνη εκπορευόταν από ένα αόρατο αλλά πανίσχυρο κέντρο σοφίας, κομψότητας, ομορφιάς, πολυδιάστατης ευφυΐας και ποικίλων, εξωτικών και μη, συγκινησιακών δονήσεων, ασύγκριτα ανώτερων από εκείνες που θα αντιστοιχούσαν και στις πιο εμπνευσμένες κι οξυμένης λεπταισθησίας εξάρσεις της μέχρι τότε (και τώρα, που σας μιλάω) ζωής μου.

Κι έβγαινε τόσο αβίαστα όλο αυτό το δέος κι η μυσταγωγία κι ήταν τόσο απελευθερωτική και μεστή εμπειρία, που σε κάποια στιγμή έχασα τον εαυτό μου (κάτι που μου έχει συμβεί μόνο στο πλαίσιο βαθέος διαλογισμού και που και πάλι δεν μπορεί να συγκριθεί, τόσο σε ποιότητα όσο και σ’ ένταση, μ’ εκείνο το βράδυ στα Πετράλωνα). Διευκρινίζω πως τον έχασα όχι με την έννοια που πλέον χάνει τον εαυτό της η πλειοψηφία των σύγχρονων συνανθρώπων μας – ήτοι με βαθμιαία συρρίκνωση, μέχρι του σημείου εξαχνώσεως, των μοναδικά προσωπικών, ιδιοσυγκρασιακών καταβολών, οι οποίες, εν συνεχεία και παρεμπιπτόντως, αντικαθίστανται από ένα ομογενοποιημένο κι έξωθεν υπαγορευόμενο και κατευθυνόμενο σύνολο εξαρτημένων αντανακλαστικών – αλλά με την έννοια των αρχαίων (και συγχρόνων – όσων έχουν απομείνει, τέλος πάντων) μυστών – πάει να πει: αφήνοντας να καεί και να λιώσει το είναι μου στην καθαρτήρια Ζώσα Φλόγα που αποτελεί την πιο ατόφια μορφή της Ύπαρξης – τη Θεμέλια (φιλοσοφική) Λίθο του Κόσμου, αν προτιμάτε – και μπαίνοντας για μία μη-στιγμή (συνεπώς εκτός χρόνου, άρα κι αιώνια) στα θεόρατα μα κι ανάλαφρα παπούτσια της συνειδητότητας του Όλου.

Και, βεβαίως, εν συνεχεία αναγεννήθηκα από τις στάχτες του είναι μου, σαν τον μυθικό Φοίνικα - εντούτοις τώρα ήμουν και δεν ήμουν ο ίδιος. Για να το θέσω στη γλώσσα των μαθηματικών (έχω κέφια σήμερα, δεν μπορείτε να πείτε), αν πριν την εμπειρία που μόλις περιέγραψα ήμουν «Α», τώρα η ουσία αυτού που είχα γίνει (κι όπου αναντίρρητα πάλι δέσποζε το «Α») μάλλον εκφραζόταν από το κλάσμα 1/[Α+(-Α)]2, όπου η τιμή του Α τείνει προς το μηδέν.

Όλο ξεφεύγω, το ξέρω, αλλά σκεφτείτε και τι προσπαθώ να σας μεταδώσω εδώ πέρα ο φτωχός (πλην τίμιος, και τα λοιπά και τα λοιπά).

Η στιγμή της απόλυτης κορύφωσης της βραδιάς είχε φτάσει κι είχε περάσει. Εγώ σωριάστηκα σ’ έναν καναπέ και πήρα να ρεμβάζω πολύ ήρεμα κι απαλά, μ’ ένα μυαλό που δούλευε στο ρελαντί. Οι φίλες της Ζ. άρχισαν να αποχωρούν – ήξεραν κι εκείνες (όλοι μας κατά βάθος το ξέρουμε) ότι όταν οι τίτλοι τέλους ενός αριστουργήματος δεν πέφτουν στην ώρα τους, το αριστούργημα εξοκείλει πάραυτα στις ξέρες της σαπουνόπερας (ενδιαφέρουσα αντίθεση: ξέρα και σαπούνι). Στο τέλος είχαν απομείνει όχι ένας αλλά τρεις: η καλή μου φίλη, η Ζ. και η αφεντιά μου.

Τότε η πολυαγαπημένη φίλη μου, αυτό το αείποτε τέρας κοινωνικότητας, μας ανακοίνωσε ότι, εφόσον το επιθυμούσαμε, λέει, μπορούσαμε να συνεχίσουμε τη βραδιά μας! Συγκεκριμένα, μας ανέφερε [ενόσω η ημι-μόνιμη προέκταση της δεξιάς χειρός της (το κινητό της τηλέφωνο) φωσφόριζε κάπως απόκοσμα], δυο φίλοι της βρίσκονταν σε ένα γνωστό μπαρ (ας το βαφτίσουμε «Ρόμπιν») στην περιοχή του Νέου Κόσμου, το οποίο φημίζεται για τις ώρες λειτουργίες του (από πολύ αργά τη νύχτα μέχρι, κυριολεκτικής, πρωίας) και για την παντελή έλλειψη λογικής αλληλουχίας και προβλεψιμότητας στις μουσικές επιλογές του.  

«Εδώ που φτάσαμε, ε, και δεν πάμε;», αναφωνήσαμε η Ζ. κι εγώ εν είδει δίφωνης χορωδίας (η Ζ. κοντράλτο κι εγώ βαρύτονος - ένεκα της ώρας κι όχι μόνο).

 Έτσι λοιπόν, περί τα είκοσι λεπτά αργότερα, είχαμε κατορθώσει να εισέλθουμε στο εν λόγω μπαρ όπου, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, εκείνο το βράδυ καταρρίφθηκε το παγκόσμιο ρεκόρ πυκνότητας (μάζα ανά τετραγωνικό μέτρο) – μην πω και το ρεκόρ όλων των εποχών του Ηλιακού μας Συστήματος. Θα έλεγα, χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, πως αν οι παστές σαρδέλες μιας κονσέρβας μέσης χωρητικότητας αναγκάζονταν να στριμωχτούν στο «Ρόμπιν» εκείνο το βράδυ, επιστρέφοντας αργότερα στη κονσέρβα τους θα ένιωθαν ότι απολαμβάνουν, συγκριτικά, τις ανέσεις των κατοίκων της Μογγολίας (της πλέον αραιοκατοικημένης χώρας της Υφηλίου) από χωρικής σκοπιάς.

Ήταν εμφανές πως το να σαλπίσουμε οπισθοχώρηση ήταν μονόδρομος και, ούτως ή άλλως, το ύστατο επιχείρημα υπέρ του να παραμείνουμε κατερρίφθη όταν ξεπρόβαλαν μέσα από ένα σύμπλεγμα ανθρώπινων κορμιών αλλόκοτα συνταιριασμένων (τα οποία θύμιζαν έντονα συγκολλημένα τουβλάκια από το κλασσικό ηλεκτρονικό παιχνίδι «Τέτρις»), μπαϊλντισμένοι και εκλιπαρώντας για λίγο φρέσκο αέρα, οι δύο φίλοι της καλής μου φίλης.

Εξήλθαμε λοιπόν του «Ρόμπιν», παρ’ όλα αυτά ούτε και τώρα μας πήγαινε η καρδιά να κηρύξουμε το πέρας της βραδιάς. Εξάλλου, ήμασταν πλέον πολύ κοντά στο πρώτο φως της ημέρας και μόνο και μόνο γι’ αυτό άξιζε τον κόπο να παρατείνουμε το επικό μας ξενύχτι. Οι πέντε μας, λοιπόν, βάλαμε πλώρη για Μεταξουργείο και για ένα ακόμα από τα κλασσικά μαγαζιά της «εναλλακτικής» [τα εισαγωγικά στη λέξη αυτή φαντάζουν τώρα πια απαραίτητα, σχεδόν σε κάθε σχετική περίπτωση – θα έλεγε κανείς πως όταν τα πάντα θέλουν να λέγονται εναλλακτικά τίποτα πλέον δεν είναι. Όμως από το προλεχθέν μπορούμε να συμπεράνουμε πως και, αντιστρόφως, «μέηνστρημ» είναι όλα και τίποτα. Αν όμως αυτό σημαίνει ότι έχουν καταργηθεί όλα τα, κύρια και δευτερεύοντα, ρεύματα (αυτή είναι η σημασία της λέξης «stream» στα αγγλικά), τότε, αναποφεύκτως, αυτό το οποίο εν τέλει μένει είναι ένα αδιαφοροποίητο έλος] Αθηναϊκής νύχτας. Ας το ονομάσουμε «Ζώον».

Στο μπαρ «Ζώον» η κατάσταση από πλευράς ζωτικού χώρου ήταν ασύγκριτα καλύτερη. Κατά τ’ άλλα, γίναμε μάρτυρες και συνένοχοι ενός αχταρμά, γλυκά μελαγχολικού και φρικιαστικά αποκρουστικού συνάμα (κάτι που, εξάλλου, αποτελεί ίδιον του κάθε καλού αχταρμά που σέβεται τον εαυτό του). Ασυνάρτητες φιγούρες αμφιταλαντευόμενες με αστραπιαίους ρυθμούς μεταξύ ερωτικών στόχων, αλλοπαρμένοι μεσόκοποι Σιγκαπουριανοί, ένας νάνος που έκανε σπαγκάτο κάθε φορά που ο ντι-τζέυ άλλαζε το τραγούδι και διάφορα άλλα τέτοια, πιθανόν καταχωνιασμένα σε κάποια σκονισμένο σεντούκι της μνήμης μου μέχρι να βρω το θάρρος, δίκην Ιντιάνα Τζόουνς, να τα ψαχουλέψω. Δεν μας είχε απομείνει και πολύ κουράγιο για να χορέψουμε και, γενικώς, ν’ αλληλεπιδράσουμε με τους άλλους θαμώνες - ωστόσο κάναμε ό, τι περνούσε από το χέρι μας (και τα κομμένα από την κούραση πόδια μας) κι έτσι αντέξαμε ηρωικά μέχρι την ώρα που το «Ζώον» κατέβασε ρολά.

Βγήκαμε στο πρώτο φως της ημέρας (αποστολή εξετελέσθη!) και σχηματίσαμε αυθορμήτως διάταξη ισόπλευρου πενταγώνου – εξίσου δε αυθορμήτως αρχίσαμε να τραγουδάμε σε τέλειο συντονισμό. Τι τραγουδούσαμε; Νομίζω ήταν κάτι του Δεληβορέως (ο Δεληβοριάς, του Δεληβορέως). Ή ίσως να ήταν κάτι από Τώνη Μαρούδα – θα σας γελάσω και δεν το θέλω. Εδώ, πάντως, θεωρώ πως το να αποπειραθώ να βάλω σε λόγια την εκτυλιχθείσα σκηνή θα ισοδυναμούσε με (έστω, οριακή) ιεροσυλία. Παρ’ όλα αυτά θα πω ότι ένας οξυδερκής παρατηρητής θα μπορούσε πιθανόν να διακρίνει πως το πεντάγωνο που σχημάτιζαν τα κορμιά μας ήταν εγγεγραμμένο σε κύκλο που σχημάτιζαν οι ψυχές μας (άρα το εμβαδό του κύκλου ήταν μεγαλύτερο). Αυτό – και τίποτε άλλο.  

Καθώς κατευθυνόμασταν προς το όχημα της φίλης μου, με χτύπησε σαν αστραπή η επίγνωση του ποια θα ήταν η πρέπουσα συνέχεια: μα να πάμε όλοι σε μια Εκκλησία και να παρακολουθήσουμε τη Θεία Λειτουργία (Κυριακή πρωί γαρ). Καθώς ανακοίνωνα στην ομήγυρη την μεγαλοφυή (θαρρούσα) σύλληψη, συνεπαρμένος από ενθουσιασμό, γλίστρησα σε κάτι λάδια μηχανής (μα, πώς βρέθηκαν εκεί!) και, αφού έφερα μια στροφή γύρω από τον εαυτό μου, σωριάστηκα στο πεζοδρόμιο.

Αυτό ήταν το τρίτο και τελευταίο κυριολεκτικό γύρισμα της βραδιάς.

Στο σημείο αυτό, καθώς βρίσκομαι καταγής στο βρώμικο πεζοδρόμιο του Μεταξουργείου, περιστοιχισμένος από τους υπόλοιπους τέσσερις της παρέας που κλαίνε και δυσκολεύονται ν’ ανασάνουν από τα γέλια κι ως εκ τούτου αδυνατούν προς ώρας να με βοηθήσουν να ξανασταθώ στα πόδια μου, και ατενίζω ένα κόκκινο ημισφαίριο που δειλά κι απρόσμενα ξεπροβάλει μέσα από την περιρρέουσα συννεφιά, όντας ευτυχισμένος και λυπημένος όσο ποτέ, κλείνω τα μάτια μου και δεν περιγράφω άλλο.

Ίσως να συνέβησαν κι άλλα πράγματα μετά, αλλά δεν έχει σημασία. Και είμαι σίγουρος πως μετά από όλα όσα ακούσατε θα συμφωνείτε κι εσείς μαζί μου ότι της αφήγησης αυτής της πρέπει να τελειώσει μ’ έναν αιωνίως ανατέλλοντα ήλιο – δηλαδή, να τελειώσει μ’ ένα τέλος που αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά – μ’ ένα τέλος όπου όλα σβήνουν μέσα σε απόλυτα εξαγνιστικό φως.

 

---

[i] Η νύχτα της 30ης Απριλίου προς την 1η Μαΐου, η οποία από αμνημονεύτων ετών αποτελεί την μία από τις πέντε πιο μαγικές νύχτες του χρόνου – οι άλλες τέσσερις είναι τα δύο ηλιοστάσια και οι δυο ισημερίες. Συνειρμοί ή συνδέσεις με την εργατική Πρωτομαγιά αλλά και με τον γενικότερο συμβολισμό της συγκεκριμένης ημέρας όχι μόνο δεν αποθαρρύνονται – ίσα ίσα συνίστανται ενθέρμως…

[ii] 

 

Αλέξανδρος Έξαρχος

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.