Χωροθέτηση
2015-09-25Ποιά εικόνα σας έρχεται στο μυαλό με το άκουσμα της λέξης «Αθήνα»;
Μήπως σας έρχεται η θέα της Ακρόπολης ή του Λυκαβηττού καθώς την κοιτάζετε μέσα από ένα δάσος πολυκατοικιών και κεραιών;
Μήπως σας έρχεται η θέα ενός δάσους πολυκατοικιών και κεραιών καθώς τις κοιτάζετε από την Ακρόπολη ή από τον Λυκαβηττό;
Μήπως σας έρχεται η εικόνα της πλατείας Συντάγματος ή της οδού Πανεπιστημίου στο ύψος της Τριλογίας (Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Εθνική Βιβλιοθήκη) ή της πλατείας Ομονοίας (ό, τι έχει απομείνει από αυτήν την άμοιρη, τέλος πάντων) σε ώρα κυκλοφοριακού κομφουζίου (κατά το «Κομφουκίου» - πλάκα δεν έχει που, καμιά φορά, ομόηχες λέξεις, χωρίς κοινή ρίζα, έχουν αντιδιαμετρικό νόημα ή συνδηλώσεις που απέχουν παρασάγγας μεταξύ των;) ή σε ώρα νυχτερινή με τα ιστορικά τους κτίρια φωταγωγημένα;
Μήπως σας έρχεται η εικόνα του Αυγουστιάτικου φεγγαριού να επικρέμαται επιβλητικό, μα και λίγο χαζοχαρούμενο, πάνω από την κατάμεστη Ηρώδου του Αττικού;
Ή η Κυδαθηναίων μποτιλιαρισμένη από τουρίστες να χαζεύουν το πολύχρωμο μωσαϊκό που σχηματίζουν τα μπουκάλια του μπαρ του «Βρεττού»; Ή ακόμα η Ηρακλειδών στο Θησείο, Σάββατο βράδυ, καθώς ορδές εικοσάρηδων επιχειρούν σλάλομ ανάμεσα σε πανταχού παρόντα τραπεζοκαθίσματα και επιδεικνύοντες υπερβάλλοντα ζήλο «κράχτες»;
Μήπως σας έρχεται η εικόνα ενός πλοίου που αναχωρεί από το λιμάνι του Πειραιά;
Ή μήπως ένας συρμός του ηλεκτρικού, με τα βαγόνια του διάστικτα από, μάλλον αισχίστης ποιότητος, γκραφφίτι, καθώς διασχίζει, κατευθυνόμενος από τον σταθμό του Ταύρου προς εκείνον των Πετραλώνων, την γέφυρα πάνω από την οδό Χαμοστέρνας;
Μήπως βλέπετε την Παραλιακή λεωφόρο πηγμένη κάποιο καλοκαιρινό βράδυ;
Ή μήπως σας έρχεται η εικόνα των χαμόσπιτων των Άνω Πετραλώνων, εκεί κοντά στο θεατράκι της Δώρας Στράτου; Ή, ακόμη, οι κακοφωτισμένες, ως επί το πλείστον, ανηφόρες του Παγκρατίου;
Μήπως η Κηφισίας στο ύψος του Μεγάρου του ΟΤΕ; Η μήπως η Πανόρμου καθώς καταλήγει στην Κηφισίας;
Είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι από εσάς θα είδατε μία από τις παραπάνω εικόνες ή κάποια αντίστοιχη αυτών να προβάλλεται στην κινηματογραφική αίθουσα του μυαλού σας. Όπως πιστεύω επίσης ότι είναι σχεδόν μηδαμινές οι πιθανότητες να είδατε μια από τις παρακάτω εικόνες:
Έναν βοσκό με το κοπάδι του να διακόπτουν προσωρινά την κυκλοφορία ενός στενού δρόμου μέσα στην ύπαιθρο.
Ένα κορίτσι να αναδύεται χαμογελαστό μέσα από τα νερά μιας λίμνης με κατάφυτες όχθες στην οποία πέφτει με ορμή (πώς αλλιώς…) ένας καταρράκτης.
Ένα γαϊδουράκι να ανεβαίνει αγκομαχώντας και ενίοτε γλιστρώντας έναν πλακόστρωτο ανηφορικό δρόμο...
Λοιπόν, ξέρετε πόσην ώρα μου πήρε να σκεφτώ τις παραπάνω τρεις, κατ’ εμέ «μη αντιπροσωπευτικές» της λέξης «Αθήνα», εικόνες; Σχεδόν τρεις φορές περισσότερη από όση χρειάστηκα για να σκεφτώ και να γράψω τις, πολύ περισσότερες, «αντιπροσωπευτικές» της εικόνες. Και αφήστε που δεν έχω πειστεί εντελώς για το μη αντιπροσωπευτικό τους.
Τι θέλω να πω με τα παραπάνω; Γενικότερα, μάλλον πόσο δύσκολο είναι να οριοθετήσεις και να περιγράψεις, εξαντλητικά κι επακριβώς, το πλήθος των σημαινόντων μιας, κατά τ’ άλλα, εντελώς συνηθισμένης και χιλιοχρησιμοποιημένης λέξης (ας είμαστε ειλικρινείς, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο). Ειδικότερα, μάλλον πως άμα είσαι Αθηναίος η πόλη σε έχει διαποτίσει τόσο βαθιά με τις εικόνες και ποιότητές της, ώστε είναι μεγάλη πρόκληση να καταφέρεις να μην εντοπίζεις Αθηναϊκή σύνδεση, άμεση ή έμμεση, σε ό, τι σκέφτεσαι ή κάνεις. Και γιατί άλλωστε να σκοτίζεσαι; «Διώξε τη φύση σου κι αυτή θα επιστρέψει καλπάζοντας», λένε αυτοί οι πουρκουάδες οι Γάλλοι. Κάτι θα ξέρουν αυτοί, δεν μπορεί…
Ωστόσο, για να αποφύγουμε να εξελιχθεί η περιήγησή μας σε μια αέναη κι ανερμάτιστη πελαγοδρόμηση, θα πρέπει να αναζητήσουμε μια δομή. Και για να θεμελιώσουμε μια τέτοια δομή, θα πρέπει να θέσουμε κάποια όρια. Και πού τίθενται τα όρια; Μα, βεβαίως, στις τρεις συν μία διαστάσεις που αποτελούν τον καμβά ή το σκηνικό όπου διαδραματίζονται τα συμβάντα που βιώνουμε και παρατηρούμε – δηλαδή, στον χώρο και στον χρόνο.
Κι ας αρχίσουμε με τον χώρο. Ορίζω λοιπόν (θα παρατηρήσατε ότι εγκατέλειψα και τον πρώτο πληθυντικό της ευγενείας ή της μεγαλοπρεπείας – διαλέγετε και παίρνετε) την Αθήνα ως τον συμβατικό γεωγραφικό χώρο που περικλείεται από τα εξής γεωγραφικά ορόσημα: το όρος του Υμηττού και τον Σταυρό της Αγίας Παρασκευής στα ανατολικά, το όρος της Πεντέλης και την Εκάλη στα βορειοανατολικά-βόρεια, την γέφυρα της Βαρυμπόμπης και το Ποικίλο Όρος στα βόρεια-βορειοδυτικά, το Σχιστό και τον… Σαρωνικό στα δυτικά, τον λαιμό της Βουλιαγμένης και το Πανόραμα της Βούλας στα νότια-νοτιοανατολικά.
Πήρατε μια ιδέα, έτσι; Και πάλι, αυτή η χωροθέτηση δεν είναι 100% ακριβής, αλλά, ξέρετε, εδώ ισχύει και η αρχή του ότι η ασάφεια αυξάνεται γεωμετρικά όσο πηγαίνεις από το κέντρο προς την περιφέρεια, πόσο μάλλον όταν έχεις πια φτάσει στα σύνορα – εκεί όπου βρίσκονται αυτές οι δόλιες οι μεθοριακές περιοχές, θολές και φευγαλέες από τη φύση τους. Και, ξέρετε, ο συμβατικός γεωγραφικός χώρος είναι αυτό ακριβώς που δηλώνει η λέξη: προϊόν σύμβασης. Κι όπως κάθε αποτέλεσμα σύμβασης, είναι αρκετά τεχνητός κι αφηρημένος - τόσο πολύ που κάποιες φορές έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με τον προσωπικό, «μη συμβατικό», χώρο του καθενός. Κι όσο περισσότερο μη συμβατό γίνεται το «μη συμβατικό» ως προς το «συμβατικό», τόσο και πιο ενδιαφέρουσα κι ελκυστική γίνεται η όλη κατάσταση...
Μπέρδεμα, ε; Το ξέρω – φανταστείτε μόνο, λοιπόν, τι έχει να γίνει όταν καταπιαστούμε (ο πρώτος πληθυντικός επέστρεψε) και με το άτακτο και παμπόνηρο αδελφάκι του χώρου, τον χρόνο. Και, εν τέλει, για αμφότερα τα αδελφάκια το πρόβλημα είναι το ίδιο: δεν είναι απεριόριστα τα άτιμα.
Αλλά μην πτοείστε! «Όλοι οι καλοί χωράνε», έτσι δεν λένε; Όχι, αυτό δεν το λένε οι πουρκουάδες οι Γάλλοι - οι Έλληνες το λένε και δη οι Αθηναίοι. Πέντε και βάλε εκατομμύρια άνθρωποι στοιβαγμένοι σε λιγότερα από πεντακόσια τετραγωνικά χιλιόμετρα, κάτι παραπάνω θα ξέρουν κι αυτοί…