Χρονομέτρηση
2015-10-09Ο χρόνος… Ο πανδαμάτωρ, όπως αρέσκονται πολλοί να τον αποκαλούν – ο (κατ’ ανάγκην ή κατ’ επιλογήν;) μόνιμος κι αόρατος σύντροφός μας που τον ακούμε να ψιθυρίζει διαρκώς στο αυτί μας αγχωτικές επικλήσεις του τύπου: «Βιάσου, δεν προλαβαίνεις, πλησιάζει η προθεσμία, θα αργήσεις, τρέχα, μην εφησυχάζεις, οι μέρες διαδέχονται γρήγορα η μία την άλλη, οι ώρες κυλούν σαν το νερό, τα λεπτά τώρα είναι κι ύστερα δεν είναι, τα δευτερόλεπτα καταναλώνονται σαν φιστίκια, βιάσου κι άλλο, βιασμένε, βιάσου»!
Κι εμείς, οι άνθρωποι, εκπαιδευμένοι με τρόπο που θα ζήλευε ο Δρ. Παβλώφ (αυτός, ντε, με τα πειράματα με τα σκυλάκια και τη θεωρία των εξαρτημένων αντανακλαστικών), επιχειρούμε, αγκομαχώντας και γκρινιάζοντας, να ανταποκριθούμε στα κελεύσματα του άπιαστου και παντοδύναμου δυνάστη κι έτσι, άθελά μας, γινόμαστε σαν (οποία έκπληξις) σκυλάκια που κυνηγούν την ουρά τους (αν και δεν θυμάμαι να έχω δει και πάρα πολλές φορές στη ζωή μου τα συμπαθέστατα αυτά ζώα να επιδεικνύουν τέτοιου είδους συμπεριφορά), μιας και άπαξ και παγιδευτούμε στην λούπα του κυνηγιού του χρόνου, δεν θα ξεμπλέξουμε ποτέ (ή μάλλον θα μας ξεμπλέξει οριστικά ένας άλλος πανδαμάτωρ τύπος – ξέρετε τώρα, αυτός με την γκρίζα κουκούλα και το δρεπάνι στα σκελετωμένα του χέρια).
Αλλά τί τελικά, στ’ αλήθεια, είναι αυτός ο χρόνος; Αν πιστέψουμε τον πασίγνωστο βάρδο: «… ο χρόνος ο αληθινός, σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος…». Χαίρω πολύ, Χαιρόπουλος – τι σημαίνει τώρα πάλι αυτό, ρε παιδιά; Τί θέλει να πει ο ποιητής; Αν ο αληθινός χρόνος είναι εξόριστος, τότε αυτό συνεπάγεται πως ο «άλλος» χρόνος, ο συμβατικός, ο καθημερινός, εκείνος που έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε, είναι κάτι το απατηλό, το παραπλανητικό, ένα αντικαθρέφτισμα του Τίποτα; Και πώς πρέπει να ξυπνήσουμε το μικρό παιδί μέσα μας ώστε να διαλύσουμε τις ομίχλες της αβεβαιότητας και σύγχυσης περί χρόνου (και γενικότερα) και να αποκτήσουμε επίγνωση του τι στ’ αλήθεια συμβαίνει ή να το ανακαλέσουμε στη μνήμη μας;
Μνήμη… Νοείται άραγε χρόνος α-μνήμων;
Ωραία - και τώρα για να μπερδέψω ακόμα περισσότερο τα πράγματα, θα σας δώσω τον δικό μου ορισμό του χρόνου. Για την ακρίβεια, θα σας δώσω δύο ορισμούς: του συμβατικού χρόνου (εφεξής: «χρόνος») και του αληθινού χρόνου (εφεξής «Χρόνου»). Είστε έτοιμοι; Πάμε: «χρόνος είναι ο, μονής κατεύθυνσης, συμβατικός τρόπος συναντίληψης από την ανθρωπότητα των εναλλαγών των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων και παραστάσεων στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται η ίδια από την, φαινομενικά δισυπόστατη, σκοπιά του δημιουργού / παρατηρητή» και «Χρόνος είναι ο τρόπος που η κάθε ανθρώπινη συνείδηση ερμηνεύει τον θεμελιώδη μηχανισμό της Ύπαρξης, που είναι η αέναη και αυτόματη εναλλαγή των σκηνικών και των περιστάσεων που Την αποτελούν / Την περιβάλλουν». Αναλογιστείτε λίγο τους παραπάνω ορισμούς.
Τους αναλογιστήκατε; Αν όντως το κάνατε, διαπιστώσατε ότι και οι δύο εμπεριέχουν (και επιδεικνύουν, σχεδόν ξεδιάντροπα, σε κοινή θέα) γενναίες δόσεις αυτοαναφορικότητας; Μήπως, ακόμα, καταλήξατε στο συμπέρασμα ότι τόσο ο συμβατικός, κοινός χρόνος όσο και ο εξατομικευμένος, καθαρά βιωματικός Χρόνος ουσιαστικά κυλάνε πάντα προς μια κατεύθυνση; Και, δεν μου λέτε, αυτό αποκλείει το γεγονός οι δύο αυτές κατευθύνσεις (του χρόνου και του Χρόνου) να μην συμπίπτουν ενίοτε (ή και συχνότατα ή και σχεδόν ποτέ) μεταξύ τους; Θα μπορούσε, επί παραδείγματι, το δικό μου μέλλον να μπλέκεται με το δικό σας παρελθόν ή τανάπαλιν; Επίσης, εάν δεχθούμε ότι όντως η θεμελιώδης κατάσταση της Ύπαρξης είναι η αλλαγή πάντων των στοιχείων που την συναποτελούν, πόσο βάσιμη και ακλόνητη φαντάζει τελικά η γενική πεποίθησή ημών των ανθρώπων περί συνέχειας της ταυτότητάς μας και διατήρησής της στον χρόνο και στον Χρόνο;
Αν «όλα τριγύρω αλλάζουν», τότε τι είναι αυτό που «όλο το ίδιο μένει»;
Ρητορικά τα παραπάνω ερωτήματα – δεν χρειάζεται να απαντήσετε.
«Ωραία – και τι σχέση έχουν όλες αυτές οι αμπελοφιλοσοφίες με την Αθήνα;», είναι σαν να σας ακούω να ρωτάτε. Α, μα ήδη μάλλον ξεχάσατε ότι για να συμπληρωθεί η δομή της περιήγησης μας θα πρέπει να ορίσουμε, πέραν των χωρικών, και τις χρονικές συντεταγμένες της. Και πώς θα τις ορίσουμε αν δεν αναδιφήσουμε πρώτα λίγο στα περιεχόμενα αυτής της πολυσήμαντης και φορτισμένης λέξης / έννοιας (όχι ότι κι ο χώρος είναι έννοια κρυστάλλινης νοηματικής διαυγείας, αλλά, όσο να’ ναι, τα πράγματα εκεί είναι σχετικά απλούστερα) και αποπειραθούμε να θέσουμε ένα, έστω τσουρούτικο, πλαίσιο κατανόησής της; Μη νομίζετε, μπορεί να μην του φαίνεται με την πρώτη, αλλά έχετε να κάνετε με πολύ μεθοδικό και συστηματικό ξεναγό...
Λοιπόν, αγαπητές και αγαπητοί μου, το χρονικό πλαίσιο αναφοράς της (μικρής ή μεγάλης - θα δείξει…) περιπλάνησης μας θα πρέπει να είναι ευθυγραμμισμένο με την εν Αθήναις προσωπική διαδρομή του γράφοντος και τα αντίστοιχα βιώματά του, δεν βρίσκετε; Έχοντας αυτό κατά νου, όσα πρόκειται να κατατεθούν σε αυτήν την σειρά κειμένων θα αντιστοιχούν στην περίοδο που ξεκινά από το ύστερο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980 (ας ορίσουμε την αφετηρία στον Αύγουστο του 1983 και στο θρυλικό πάρτυ στη Βουλιαγμένη του Λουκιανού Κηλαηδόνη) και καταλήγει στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας του 2010 (ας ορίσουμε το τέρμα στην ψήφιση του δεύτερου μνημονίου από το Ελληνικό Κοινοβούλιο τον Φεβρουάριο του 2012[i]).
Σχεδόν 30 χρόνια, δηλαδή.
Φυσικά, όταν η συζήτηση πάει στον Χρόνο, τα πράγματα για ευνόητους λόγους (αν δεν είναι ευνόητοι ακόμα, σας προσκαλώ / συνιστώ να ξαναδιαβάσετε το κείμενο από την αρχή) γίνονται πιο ασαφή. Εδώ τα ορόσημα παίρνουν, αναγκαστικά, έναν έντονα προσωπικό χαρακτήρα. Με βάση αυτό το δεδομένο, ως Χρονική αρχή της περιήγησής μας ορίζεται η περίοδος των πρώτων συγκροτημένων αναμνήσεων μου (όταν πήγαινα στο Νηπιαγωγείο) και ως τέλος της οι τελευταίοι μήνες προ της (οριστικής;) αναχώρησής μου για το εξωτερικό.
Βεβαίως, η χρονική και Χρονική πυκνότητα των σταθμών της περιήγησής μας δεν είναι ομοιόμορφη, αλλά παρουσιάζει πυκνώσεις κι αραιώσεις – έτσι θα διαπιστώσετε ότι θα εστιάσουμε, σε όρους χρόνου, στο διάστημα 1993-2008 ή, σε όρους Χρόνου, στο διάστημα από την απότομη είσοδο μου στην εφηβεία μέχρι την έναρξη της διαδικασίας της ουσιαστικής μου ωρίμανσης (εδώ σας επιτρέπω - ή και σας προτρέπω - να γελάσετε).
Λοιπόν, θέσαμε το πλαίσιο και, συνεπώς, και τους περιορισμούς του όλου εγχειρήματος και καταστήσαμε σαφή, ελπίζω, τον έντονα υποκειμενικό του χαρακτήρα. Περαιτέρω εισαγωγές και θεωρητικές αναλύσεις μάλλον θα κούραζαν και θα σύγχυζαν παρά θα διευκόλυναν, οπότε, χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις, φορέστε τις περιπατητικές σας μπότες, περάστε στους ώμους τα σακίδια με όλα τα απαραίτητα εφόδια και μην παραλείψετε να φορέσετε τα ειδικά πολυπρισματικά γυαλιά με τα οποία σας προμήθευσαν οι βοηθοί μου χθες βράδυ όταν ονειρευτήκατε ότι ήσασταν καλεσμένοι σε αυτό το υπέροχο, εκμαυλιστικό αλλά και κάπως ασαφές και φευγαλέο πάρτυ στην καρδιά της πόλης. Ναι, είναι τα Μνημονικά εκείνα γυαλιά που θα μας θυμίζουν καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής (αλλά και μετά - είναι δώρο και δεν είναι ανάγκη να τα επιστρέψετε) πως είμαστε όλοι φορείς της πρωταρχικής ζωοποιού δύναμης, δηλαδή της Φαντασίας, και πως - είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε αυτοβούλως είτε εκτελώντας, συνειδητώς ή ασυνειδήτως, βουλές άλλων - είμαστε όλοι συνδημιουργοί και συνδιαμορφωτές της ασύλληπτα πολύπλοκης πραγματικότητας της πόλης μας.
Α, ναι - κάτι ξέχασα, παιδιά: ό, τι έχει αρχή πρέπει να έχει και τέλος. Και τα πάντα (συνεπώς κι οι ΘεΑθήνες) έχουν μια αρχή κι ένα τέλος - με μία και μοναδική εξαίρεση (και ιδού κι η απάντηση στο τελευταίο ρητορικό ερώτημα που τέθηκε μερικές παραγράφους πιο πάνω):
Την ίδια την Ύπαρξη.
---------------------------------------
[i] Μια πλήρης σχετική ανάλυση θα χρειαζόταν να αγγίζει πρακτικά σχεδόν κάθε τομέα της ανθρώπινης γνώσης κι εμπειρίας κι έτσι θα ξέφευγε τελείως από το πλαίσιο των «ΘεΑθηνών», ωστόσο μπορώ εδώ να αναφέρω επιγραμματικά ότι το χρονικό διάστημα 1983-2007 η ανθρωπότητα «ευθυγραμμίστηκε» και «ζυγοσταθμίστηκε» (και μην αφήσετε το μυαλό σας να ξεστρατίσει σε απλοϊκές συνωμοσιο-παρανοϊκές ατραπούς) κατά τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να οδηγηθεί σε ένα εσωστρεφές τέλμα (και, αν και θα το ήθελα, δεν μπορώ να γίνω πιο σαφής εδώ). Κατά την πορεία αυτή, τα κομβικά έτη υπήρξαν τα εξής: 1983, 1987, 1989, 1993, 1997, 2001, 2007.