Άλεξ Μυλωνά | «Υπαίθρια» Εκπλήρωση στην Εσπλανάδα του ΚΠΙΣΝ
Ό,τι δε γίνεται μνημείο, γίνεται αντικείμενο ή εξάρτημα
Την αναβίωση ή/και την εκπλήρωση του οράματος της γλύπτριας Άλεξ Μυλωνά (1920-2016) - με σύγχρονους όρους - προτείνει η υπαίθρια έκθεση που παρουσιάζεται έως τις 30 Σεπτεμβρίου, με ελεύθερη είσοδο, στην Εσπλανάδα του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ) στο πλαίσιο της συνεργασίας του ΚΠΙΣΝ με την Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου (ΕΠΜΑΣ). Την έκθεση επιμελήθηκε η ιστορικός τέχνης και διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ, Συραγώ Τσιάρα.
Το σκεπτικό της έκθεσης επικεντρώνεται στη σχέση της γυναικείας καλλιτεχνικής δημιουργίας με την ιστορική και θεσμική πραγματικότητα, τους περιοριστικούς όρους, το όνειρο και την έμπρακτη υπέρβαση. Εκκινεί από τις γλυπτικές/αρχιτεκτονικές προτάσεις που συνέλαβε και υλοποίησε η Άλεξ Μυλωνά κατά τη δεκαετία του 1970, αναπτύσσεται ως ένα σπονδυλωτό πρότζεκτ που συνομιλεί με το πρόγραμμα του ΚΠΙΣΝ και επιδιώκει να εκπληρώσει το αρχικό όραμα της δημιουργού με σύγχρονους όρους εκθεσιακού βιώματος, ορατότητας και συμμετοχικής δράσης στη δημόσια σφαίρα.
Η διαδρομή του δυναμικού αυτού εγχειρήματος, με τη συνδρομή της εικαστικού Ελένης Μυλωνά, του MOMus - Μουσείου Άλεξ Μυλωνά και του Ιδρύματος Άλεξ Μυλωνά, ξεκίνησε τον Απρίλιο στο πλαίσιο του φεστιβάλ WOW-Women of the World Athens 2024.
Η έκθεση πραγματοποιείται χάρη στη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ).
Ακολουθεί το επιμελητικό σημείωμα της επιμελήτριας, Συραγώς Τσιάρα:
«Η Άλεξ Μυλωνά απευθύνεται στον φωτογραφικό φακό της εικαστικού Ελένης Μυλωνά φορώντας τις γλυπτές της δημιουργίες «Σταθμός Βενζίνας – Πανοπλία» και «Κεκλιμένο – Περικεφαλαία» εν είδει προστατευτικού εξοπλισμού. Το βλέμμα της, τόσο στη μετωπική πρόσληψη, όσο και στην εκδοχή των τριών τετάρτων, αποπνέει μια αίσθηση ήρεμης αυτοπεποίθησης, επίγνωσης, αλλά και ετοιμότητας. Η μορφή της αντανακλάται μέσα από το «Αεροδρόμιο», κατεβαίνει γυμνή τη σκάλα, ορίζει και ελέγχει το περιβάλλον, συγκροτεί την εικόνα του εαυτού μέσα από την παράθεση των γλυπτών της έργων στον οικείο χώρο του εργαστηρίου. Η ίδια απουσιάζει σωματικά μόνο από το «Κυκλικό Θέατρο – Φρουτιέρα», τη μία από τις έξι φωτογραφίες που παρουσιάζονται στην υπαίθρια έκθεση στην Εσπλανάδα του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ). Στη συγκεκριμένη φωτογραφία, ωστόσο, συνοψίζεται πιο εμφατικά η πρόθεση της Άλεξ: να μετατρέψει σε διακοσμητικά ή χρηστικά αντικείμενα εκείνα τα γλυπτά που δεν κατάφεραν να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό, να διανύσουν την απόσταση από το αρχικό μέγεθος στην τελική πραγμάτωση. Εκτός από ιδιαίτερες ερμηνείες του καλλιτεχνικού υποκειμένου, οι έξι vintage αρχειακές φωτογραφίες της Ελένης Μυλωνά αποτελούν τεκμήριο της συνάντησης δυο γυναικών εικαστικών δημιουργών που τις ενώνει επιπλέον η σχέση μητέρας - κόρης.
Η πρόταση της Άλεξ Μυλωνά για το πώς μπορείς να αντιπαρέλθεις με χάρη και επινοητικότητα τα εμπόδια που αντιμετωπίζεις στην πορεία για την επίτευξη του καλλιτεχνικού σου οράματος, συνιστά μια θαρραλέα, αισιόδοξη και ανατρεπτική χειρονομία. Ήταν τo 1976, όταν παρουσίασε για πρώτη φορά στην αίθουσα τέχνης «Πολυπλάνο», σε μια έκθεση αφιερωμένη στα θύματα της Κύπρου με τίτλο Γλυπτική – Προτάσεις για Αρχιτεκτονική, εκείνα τα γλυπτά έργα - φιλοτεχνημένα από φύλλα ψευδάργυρου ή ανοξείδωτο χάλυβα - που φιλοδοξούσαν να εξελιχθούν σε αρχιτεκτονικές κατασκευές, να κατοικήσουν στον δημόσιο χώρο για να εξυπηρετήσουν ποικίλες ανάγκες των χρηστών τους, με κοινό άξονα την προοπτική της συνάθροισης, όπως κυκλικό θέατρο, περίπτερο σε διεθνή έκθεση, εκκλησία, μνημείο πεσόντων, μουσείο - σχολείο, σταθμό βενζίνης, δημόσια ουρητήρια, αεροδρόμιο και κάθισμα σε μουσείο. Μέχρι να επιτευχθεί ο επιθυμητός στόχος για την κοινωνική λειτουργία της δημόσιας γλυπτικής, η Άλεξ Μυλωνά δεν πτοείται: επινοεί εναλλακτικούς τρόπους αξιοποίησης, τα κάνει στοιχεία εξάρτυσης, διακοσμητικά ή χρηστικά αντικείμενα, τα αφήνει να ταξιδέψουν ελεύθερα και να αναζητήσουν τη δική τους ταυτότητα, όπως τα παιδιά της.
H Άλεξ Μυλωνά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1920. Νεαρή αστή, ήδη παντρεμένη με τον δικηγόρο και μετέπειτα πολιτικό, Γιώργο Μυλωνά και μητέρα δύο κοριτσιών, της Μαρίας και της Ελένης, ξεκινά το 1945 να σπουδάζει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στο εργαστήρι του Μιχάλη Τόμπρου. Μετά τις σπουδές της και αφού έχει ήδη αποκτήσει τον Αλέξανδρο, το τρίτο της παιδί, φεύγει από την Ελλάδα, ταξιδεύει στην Ευρώπη, ζει και εργάζεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο Παρίσι και το 1960 παρουσιάζει γλυπτά έργα στο Ελληνικό Περίπτερο, στην 30ή Μπιενάλε της Βενετίας.
Η πρώτη έμπρακτη υλοποίηση του οράματος της Άλεξ Μυλωνά κατέστη δυνατή στο πλαίσιο της αναδρομικής της έκθεσης στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου (ΕΠΜΑΣ) το 1986, όταν η πρωτότυπη μακέτα του έργου «Ανάπτυξη του κύκλου – Πρόταση για κάθισμα σε Μουσείο» μεταφέρθηκε σε σίδερο, σε μεγάλες διαστάσεις, εκτέθηκε στον κήπο της Πινακοθήκης, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Γουδί, στο υπαίθριο πάρκο της Εθνικής Γλυπτοθήκης. Από εκεί, μεταφέρεται το 2024 στην Εσπλανάδα για να υποδεχθεί το κοινό του ΚΠΙΣΝ και να ενταχθεί σε ένα πλαίσιο ολιστικής προσέγγισης για τη λειτουργία της τέχνης στον δημόσιο χώρο που δεν περιορίζεται στην αισθητική αγωγή, αλλά συγκροτεί πυρήνες συλλογικής αλληλεπίδρασης, ανταλλαγής εμπειριών, εργαστηριακής δραστηριότητας και κοινωνικού διαμοιρασμού. Πρόκειται για μια γλυπτή σύνθεση που δημιουργείται από τον αρμονικό συσχετισμό οριζόντιων και κατακόρυφων καμπυλόγραμμων επιφανειών, οι οποίες διασταυρώνονται για να συναρμόσουν με την καθαρότητα, τη λιτότητα και τη στιβαρή χορογραφία των όγκων τους μια οργανική σύζευξη μεταξύ του κενού και του πλήρους.
Την έκθεση στην Εσπλανάδα ολοκληρώνει η εγκατάσταση του γλυπτού της Άλεξ Μυλωνά με τίτλο «Μπεριόσκα», έργο του 1957, φτιαγμένο από σφυρήλατο σίδερο. Το έργο ανήκει σε μία ιδιαίτερα δημιουργική χρονική περίοδο (1955 – 1960), κατά την οποία η Άλεξ Μυλωνά απαλλάσσει τα γλυπτά της από κάθε επίπλαστο ή περιττό όγκο, επικεντρώνεται σε λιτές, αιχμηρές και ραδινές φόρμες και διερευνά την πλαστικότητα ποικίλων υλικών, όπως το σίδερο και το τσιμέντο, για να καταλήξει σε στέρεες, μετωπικές συνθέσεις που περιορίζουν την τρίτη διάσταση στην απολύτως απαραίτητη λειτουργική αναγκαιότητα της στήριξης. Τα γλυπτά της αρθρώνουν χωρικές προτάσεις συνεύρεσης απλοποιημένων όγκων και πάλι μέσα από τη γόνιμη συμπληρωματικότητα του κενού με το πλήρες. Η «Μπεριόσκα», που ανήκει στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης, με την τοτεμική μορφολογία της αφαιρετικής επιμήκυνσης προτείνει μια αφαιρετική και συγχρόνως μνημειακή εκδοχή ένταξης των μορφών στον χώρο, σε μια καλλιτεχνική δημιουργία που ξεχωρίζει για την ελλειπτικότητα, τη σχηματοποίηση και τη λυρική ενορχήστρωση των χορευτικών κινήσεων.
H διαδρομή της Άλεξ Μυλωνά χαρακτηρίζεται από ριζικές ανατροπές ως προς τους κοινωνικά προδιαγεγραμμένους ρόλους. Διαγράφει μία ξεχωριστή εικαστική πορεία ανάμεσα στο σχέδιο, τη ζωγραφική και τη γλυπτική, στην οποία αφιερώνεται συστηματικά επιδιώκοντας τη γεωμετρική λιτότητα, την αιχμηρότητα, τη μετωπικότητα και την εναρμόνιση των αντιθέτων. Από το τσιμέντο και τον πωρόλιθο μέχρι τον ορείχαλκο, το σίδερο, το αλουμίνιο και το μάρμαρο πειραματίστηκε με ποικίλα υλικά και συνομίλησε με νεωτερικές εικαστικές τάσεις, όπως ο κονστρουκτιβισμός και η γεωμετρική αφαίρεση, χωρίς να απεμπολήσει την πολιτισμική μνήμη της αρχαϊκής γλυπτικής και της κυκλαδικής τέχνης.
Σε προσωπικό, επαγγελματικό και κοινωνικό επίπεδο διεκδικεί και διαμορφώνει μια νέα, αυτοτελή ταυτότητα που την οδηγεί σε ρήξη με τη μητρότητα, τον οικογενειακό βίο, την ασφάλεια, αλλά και τους περιορισμούς των θεσμών. «Εμείς οι γυναίκες προσπαθούμε να σταθούμε σ’ αυτόν τον ανδροκρατούμενο κόσμο και με τις αιχμές μας να ισορροπήσουμε. Είναι ο αγώνας μας -» εξομολογείται στο φακό, σε ένα βίντεο-πορτρέτο που δημιούργησε η Ελένη Μυλωνά για την Άλεξ με αρχειακό υλικό το 2016, χρονιά του θανάτου της. Οι φωτογραφίες της Εσπλανάδας είναι το απότοκο μιας προγενέστερης, απρόσμενης καλλιτεχνικής συνάντησης ανάμεσα σε μητέρα και κόρη, το καλοκαίρι του 1976 στην Αθήνα μετά από πρόσκληση της πρώτης προς τη δεύτερη. Φιλέρευνη και ανήσυχη δημιουργός η Ελένη Μυλωνά, ανταποκρίνεται στην πρόσκληση – πρόκληση να συναντηθεί με την Άλεξ και να τη φωτογραφίσει σε μια διεργασία επαναπροσδιορισμού της σχέσης μητέρας – κόρης, μέσα από τους όρους που επιτρέπει η εκ νέου ανακάλυψη, η αμοιβαία αποδοχή και η ισότιμη συνεργασία των δύο γυναικών εικαστικών.
Αν και δεν στάθηκε μια συμβατική, προστατευτική μητέρα για τα βιολογικά της παιδιά, αντιμετώπισε μ’ αυτόν τον τρόπο τα έργα που φιλοτέχνησε. Φρόντισε να δημιουργήσει εκ του μη όντος ένα Mουσείο που φέρει το όνομά της στην Πλατεία Ασωμάτων, στο Θησείο, για να τα στεγάσει. Η Άλεξ συνέλαβε και ολοκλήρωσε το έργο αυτό εν ζωή και -με πλήρη επίγνωση ότι δεν ήταν σε θέση να διασφαλίσει την πορεία του στο μέλλον - εμπιστεύτηκε τη λειτουργία του στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και ειδικότερα στους Ξανθίππη Χόιπελ, Μάρω Λάγια και Ντένη Ζαχαρόπουλο, οι οποίοι το αγκάλιασαν γιατί το εκτιμούσαν. Σήμερα λειτουργεί και υποδέχεται το κοινό του ως μέλος της οικογένειας του Μητροπολιτικού Οργανισμού Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης – MOMus.»
Με αφορμή την έκθεση, το ΚΠΙΣΝ διοργανώνει ένα πλούσιο παράλληλο πρόγραμμα που περιλαμβάνει σχολικά και εκπαιδευτικά προγράμματα καθώς και εργαστήρια για παιδιά και ενήλικες. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.