Μίκαελ Μπάλχαουζ | Από τον Φασμπίντερ στον Σκορτσέζε
Μια σειρά κινηματογραφικών προβολών στο Goethe-Institut Athen, το FILM CLUB αναπτύσσεται σε ξεχωριστά «επεισόδια» τα οποία επιμελούνται διαφορετικά ελληνικά κινηματογραφικά φεστιβάλ. Στο πλαίσιο του προγράμματος που εκτυλίσσεται σποραδικά από τον Ιούλιο του 2022, προβάλλονται ταινίες από την Ταινιοθήκη του Goethe-Institut μαζί με ταινίες που προτείνονται από τους συνεργάτες του FILM CLUB. Μεταξύ άλλων: SIFF, Nionia Films, Ethnofest.
Το τέταρτο επεισόδιο του προγράμματος πραγματοποιείται την Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου στις 19:30 στο Goethe-Institut Athen, σε επιμέλεια του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας».
Αποτελεί αφιέρωμα σε έναν από τους κορυφαίους και πιο επιδραστικούς διευθυντές φωτογραφίας του σινεμά, τον Μίκαελ Μπάλχαουζ (Michael Ballhaus).
Στη διάρκεια μιας μακροχρόνιας καριέρας που ξεκίνησε από τη χώρα του, τη Γερμανία, και έφτασε μέχρι το Χόλιγουντ, ο Μίκαελ Μπάλχαουζ συνεργάστηκε με πολλούς καταξιωμένους σκηνοθέτες (ανάμεσά τους οι Φράνσις Φορντ Κόπολα για τον Δράκουλα, Τζέιμς Λ. Μπρουκ για το Κύκλωμα, Ρόμπερτ Ρέντφορντ για το Quiz Show).
Η καλλιτεχνική του σφραγίδα καθόρισε και έμεινε ανεξίτηλη, ωστόσο, στο έργο δύο μέγιστων δημιουργών: του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, με τον οποίο γύρισαν 15 ταινίες, και του Μάρτιν Σκορσέζε, με τον οποίο συνεργάστηκαν σε 7.
Τιμώντας τον Μίκαελ Μπαλχαουζ, οι δύο προγραμματισμένες προβολές φιλοξενούν τη σπάνια Μάρθα, που ο ίδιος θεωρεί ως την καλύτερη δουλειά του στο πλευρό του Φασμπίντερ, και το Μετά τα Μεσάνυχτα, την εκπληκτική αφετηρία της μακροχρόνιας συνεργασίας του με τον Σκορσέζε.
Το FILM CLUB είναι μια πρωτοβουλία του Goethe-Institut Athen.
Θερμές ευχαριστίες στην Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023
19:30
Μάρθα [Martha], Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, Γερμανία, 1973, 116'
(Στα γερμανικά με ελληνικούς υπέρτιτλους)
Όταν ρωτούν τη Μάρθα πού μένει, αυτή απαντά «στην οδό Ντάγκλας Σερκ, νούμερο 21». Όταν ο Φασμπίντερ ρωτήθηκε για την πιο πλούσια δεξαμενή των κινηματογραφικών αναφορών του, αυτός απάντησε; «Μόλις είδα τις ταινίες του Ντάγκλας Σερκ, πείστηκα μια και καλή πως ο έρωτας είναι το καλύτερο, το πιο ύπουλο, το πιο αποτελεσματικό εργαλείο κοινωνικής καταπίεσης».
Η ηρωίδα της ταινίας του, μια 30χρονη παρθένα που βάφει τα χείλη της σε ένα φιλήδονο κατακόκκινο χρώμα, απελευθερώνεται από την εξουσία του πατρός, που πεθαίνει από καρδιακή προσβολή σε ένα κοινό τους ταξίδι στη Ρώμη, για να πέσει με μεγαλύτερη φόρα στα δεσμά του γάμου με έναν αινιγματικό μηχανικό, ο οποίος χτίζει φράγματα κατ΄επάγγελμα, αλλά και υψώνει διάφορα σύνορα στη μεταξύ τους σχέση.
Από τις σημαντικότερες, και σταθερά ανεξερεύνητες δημιουργίες του σπουδαίου σκηνοθέτη (καθώς για δεκαετίες παρέμενε απρόβλητη), η σαρδόνια Μάρθα περιέχει και την πρώτη δοκιμή του περίφημου περιστρεφόμενου πλάνου 360 μοιρών, που καθιέρωσε τον διευθυντή φωτογραφίας Μίκαελ Μπάλχαουζ κι έμεινε στην κινηματογρφική ορολογία ως «κύκλος του Μπάλχαουζ».
22:00
Μετά τα μεσάνυχτα [After Hours], Μάρτιν Σκορτσέζε, Η.Π.Α., 1985, 97'
(Στα γερμανικά με ελληνικούς υπότιτλους)
«Διαφορετικοί κανόνες ισχύουν μόλις νυχτώνει» αναφέρει σε κάποιο σημείο της ταινίας ένας από τους αμέτρητους χαρακτήρες που συναντά στην ιλιγγιώδη βραδινή οδύσσεια του ο ήρωας. Ακολουθώντας την υπόσχεση ενός ερωτικού ραντεβού με μια αινιγματική ξανθιά, ένας προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών εγκαταλείπει την ασφάλεια του οικείου περιβάλλοντός του και κατηφορίζει σε μεριές της πόλης που του είναι παντελώς άγνωστες, ίσως επειδή πάντοτε φρόντιζε να τις αποφεύγει.
Με το που πέφτει η νύχτα, όμως, η μεγαλούπολη μεταμορφώνεται σε έναν φαρμακερά σαγηνευτικό κόσμο που επιφυλλάσει τόσο υποσχέσεις, όσο και κινδύνους και η οποία παγιδεύει τον πανικόβλητο πρωταγωνιστή σε ένα παρανοϊκό και φοβικό κλοιό, αφήνοντας ως μοναδική παρηγοριά τον ερχομό του πρώτου πρωινού φωτός.
Μόνο που η δημιουργία του Σκορσέζε δεν είναι ταινία τρόμου, αλλά μια καφκικών διαστάσεων κωμωδία του παραλόγου, όπου μερικοί από τους αρχέγονους ανθρώπινους φόβους και κάμποσα υπαρξιακά άγχη χωρούν μέσα σε ένα σαρδόνιο παιχνίδι με την αγωνία και τις προσδοκίες του θεατή. Ο Σκορσέζε το ενορχηστρώνει με παιχνιδιάρικο και μαεστρικό τρόπο, σαν να σκηνοθετεί έναν ενήλικο και αρκούντως διεστραμμένο Μάγο του Οζ που τρέχει με φρενιτιώδη ταχύτητα από τη μια αξέχαστη σκηνή στην άλλη, αναζητώντας εναγωνίως τον δρόμο για το σπίτι και συναντώντας στην πορεία ένα μικρό αριστούργημα.