Πέρα από τη Θάλασσα: Ο Παύλος Παυλίδης συναντά το Γιάννη Μαρκόπουλο
Με αφορμή τη συμπλήρωση 80 χρόνων από τη γέννηση του σπουδαίου συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου, ο Παύλος Παυλίδης διασκευάζει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης 16 από τις σημαντικότερες συνθέσεις του. Μια απρόσμενη μουσική συνάντηση σε σκηνοθεσία Χρήστου Σαρρή.
Ένας σύγχρονος τραγουδοποιός «συναντά» έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες συνθέτες και δημιουργεί μια μουσική παράσταση που μας ταξιδεύει στο μέλλον.
Ύστερα από πρόσκληση της οικογένειας του Γιάννη Μαρκόπουλου, μια απρόσμενη μουσική συνάντηση ξετυλίγεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, γεμάτη αναμνήσεις, έντονα συναισθήματα αλλά και ανεξερεύνητα ηχητικά τοπία. Ο Παύλος Παυλίδης δίνει νέα πνοή σε 16 από τα σημαντικότερα τραγούδια του συνθέτη και τα τοποθετεί σε ένα σύγχρονο ηχητικό περιβάλλον, εμπλουτισμένα με ηλεκτρικούς και synth ήχους, λούπες και πολυφωνίες, φροντίζοντας παράλληλα ώστε να μην απομακρυνθούν από τη βαθιά ουσία τους. Διατηρώντας αναλλοίωτα τα μηνύματα των τραγουδιών του χθες και προσαρμόζοντάς τα ηχητικά, από τη δεκαετία του 1960 στο σήμερα, ο Παύλος Παυλίδης δημιουργεί μια μουσική παράσταση που μοιάζει σαν να είναι φτιαγμένη από το μέλλον για το μέλλον.
Ο Παυλίδης, έχοντας πλάι του σπουδαίους συνεργάτες, βάζοντας τη σφραγίδα και το ιδιαίτερο ύφος του και συνδυάζοντάς τα αρμονικά με το μοναδικό καλλιτεχνικό στίγμα του διεθνώς αναγνωρισμένου συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου, αλλά και με τη συνοδεία των κατάλληλων visuals που συμπληρώνουν τον φουτουριστικό χαρακτήρα του «Πέρα από τη θάλασσα», σε αυτή τη συναυλία λέει μια ιστορία επί σκηνής. «Μπορεί να πει κανείς ότι ο Μαρκόπουλος καταφέρνει και κάνει το ασύλληπτο να ακούγεται σαν φυσιολογικό, ενώνει την Ανατολή με τη Δύση και επαναπροσδιορίζει την ελληνικότητα ανοίγοντας ορίζοντες».
Η συνεργασία των δύο μουσικών γεννήθηκε το 2019, όταν η κόρη του συνθέτη, Λένγκα Μαρκοπούλου, μετέφερε στον Παύλο Παυλίδη την επιθυμία του πατέρα της να διασκευάσει εκείνος τραγούδια του.
Τέσσερα χρόνια μετά, ο Παυλίδης ξαναφαντάζεται τον Μαρκόπουλο και ο Χρήστος Σαρρής δημιουργεί στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης ένα αξιοπερίεργο οπτικό περιβάλλον που συνοδεύει την παράσταση: ένα μελλοντολογικό μετα-τοπίο, όπου οι άνθρωποι αναζητούν ξανά και ξανά ένα καλύτερο αύριο, πέρα από μια θάλασσα. Ένα τρίπτυχο εικόνων και βίντεο για την ανθρώπινη βία που οδηγεί στη μετατόπιση, τη διαρκή ρευστότητα της ταυτότητας φύλου, μια εικόνα από το μέλλον της μετανάστευσης και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Κοινωνικά ζητήματα από το σήμερα, το χθες και το αύριο συνοδεύουν την περφόρμανς που μας προτρέπει να βυθιστούμε σε ένα σύμπαν όπου ο χρόνος σταματά να κυλά. Τα απομεινάρια ενός πολιτισμού του μέλλοντος που δεν υπάρχει πια. Και ξαφνικά, με το βλέμμα πάντα στο μέλλον, για ακόμη μία φορά το έργο του συνθέτη παραμένει μπροστά από την εποχή του αλλά και την δική μας.
Ο σπουδαίος «δικός μας» Παύλος Παυλίδης είναι υπεύθυνος για πολλά από τα πιο ωραία και σημαντικά τραγούδια της ελληνικής μουσικής τα τελευταία τριάντα χρόνια, από τότε που, ως ηγέτης των Ξύλινων Σπαθιών, συνέβαλε σε μια καθοριστική τομή της εγχώριας νεανικής κουλτούρας, μέχρι και σήμερα, που διανύει πια την τρίτη δεκαετία μιας ιδιοσυγκρασιακής και πολυσχιδούς σόλο πορείας.
Από τα «Μαλαματένια λόγια» στα «Χίλια μύρια κύματα» και από εκεί «Πέρα από τη θάλασσα»: Ένας χαρισματικός τραγουδοποιός, που τολμά διαρκώς να εμπλουτίζει τον ήχο του με νέα στοιχεία, τώρα έχει τη δυνατότητα να «πειράξει» και το έργο ενός συνθέτη που θαυμάζει πολύ και από πολύ μικρός.
Ο ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ ΓΙΑ ΤΟ «ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ»
«Πριν από μερικά χρόνια είχα τη χαρά να συναντήσω τη Λένγκα Μαρκοπούλου, κόρη του συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου, η οποία μου εξέφρασε την επιθυμία του να διασκευάσω τραγούδια και ορχηστρικά από όλο το έργο του. Αιφνιδιάστηκα ευχάριστα και συγκινήθηκα γιατί είχα έντονες αναμνήσεις, ειδικά από τον δίσκο “Μετανάστες” που άκουγαν οι γονείς μου όταν βρέθηκα μαζί τους στο Αννόβερο της τότε Δυτικής Γερμανίας. Φυσικά, ζώντας στη δεκαετία του ογδόντα, όπου το ραδιόφωνο και η τηλεόραση είχαν έναν άλλο χαρακτήρα, προβάλλοντας σπουδαίους καλλιτέχνες κάθε είδους, ο Μαρκόπουλος ακουγόταν παντού όταν κυκλοφορούσε κάποιον καινούριο δίσκο. Ήταν σαφές ότι ήταν ένας από τους μεγάλους συνθέτες που εκπροσωπούσαν τη χώρα και σε διεθνές επίπεδο.
Το πρώτο τραγούδι του, πάντως, που θυμάμαι να με τράνταξε ήταν “Τα λόγια και τα χρόνια”, σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Η ερμηνεία του Γαργανουράκη ήταν, σχεδόν, πέρα από τα ανθρώπινα όρια. Καταλάβαινες πως εδώ, τώρα, συμβαίνει κάτι κοσμογονικό για το ελληνικό τραγούδι. Ως τραγουδοποιός, κουβαλάω πάντα αυτό το βίωμα σαν βαρύ και πολύτιμο εσωτερικό φορτίο. Θυμάμαι, επίσης, το αλλόκοτο συναίσθημα από την ακρόαση του αινιγματικού “Ζαβαρακατρανέμια”. Σαν να άκουγα κάποιον μυστικό γλωσσικό κώδικα. Ένας αγαπημένος μου συγγενής είχε πικάπ. Ήταν δάσκαλος, ζούσαμε τα τελευταία χρόνια της χούντας και με βοήθησε να καταλάβω ότι το έργο του Μαρκόπουλου είχε να κάνει και με την πολιτική κατάσταση της χώρας. Όταν στην εφηβεία μου άκουσα το “Παραπονεμένα λόγια”, δεν χρειαζόμουν άλλες εξηγήσεις.
Όντας έφηβος, άρχισα να ακούω πολλή ξένη μουσική. Η υψηλή ένταση και η ενέργεια που είχαν τα αγαπημένα μου συγκροτήματα άλλαξε την οπτική μου για το τι μπορεί να χωρέσει μέσα σε ένα τραγούδι, αλλά ακόμη και τώρα, ακούγοντας τραγούδια όπως το “Κάτω στης μαργαρίτας τ' αλωνάκι” με τη συγκλονιστική ποίηση του Ελύτη, συνειδητοποιώ ότι το έργο του Μαρκόπουλου περιείχε όλη αυτή την ένταση, και μάλιστα μέσα από ενορχηστρώσεις σαφώς πρωτοποριακές για την εποχή – αλλά και για πάντα. Δεν μου έκανε και πολλή εντύπωση όταν είδα τον Παύλο Σιδηρόπουλο ανάμεσα στους ερμηνευτές του.
Εξερευνώντας, λοιπόν, εξαρχής το έργο του, μετά από την ευκαιρία που μου δόθηκε, πέρασα και από τοπία που γνώριζα και δεν ήξερα καν ότι του ανήκουν, όπως το μαγικό “Πέρα από τη θάλασσα”, ενώ πάγωσα όταν άκουσα τη φωνή της Μοσχολιού και του τεράστιου Νίκου Ξυλούρη σε άλλα, πασίγνωστα τραγούδια. Τρομάζεις και λες: “Τι δουλειά έχω εγώ εδώ…;” Πήρα τηλέφωνο τη Λένγκα και της είπα: “Είστε σίγουροι; Δεν είμαι καν τραγουδιστής…” Γέλασε και μου είπε ότι “γι’ αυτό σε διάλεξε ο πατέρας μου, του αρέσει ο τρόπος σου και σε βλέπει σαν ερμηνευτή”. Έτσι, λοιπόν, αφέθηκα και άρχισα να βρίσκω τον εαυτό μου μέσα στο έργο του μεγάλου αυτού συνθέτη.
Δεν θέλω να αναλύσω εδώ τη μουσικολογική προσέγγιση που θα μπορούσε κάποιος να κάνει στον Μαρκόπουλο, αλλά δεν μπορώ να μην αναφερθώ στο σοκ που παθαίνει κανείς όταν επιχειρεί να εμπλακεί στη ρυθμολογία του. Μιλώντας και με φίλους, καταξιωμένους μουσικούς, πάντα συμφωνούσαμε ότι οι παρτιτούρες του, κυρίως όσον αφορά το ρυθμικό κομμάτι, θα έπρεπε να φυλάσσονται σε κάποιο μουσείο παγκόσμιας μουσικής κληρονομιάς, όπως και ο τρόπος με τον οποίο μελοποιεί τον ελεύθερο στίχο. Επιγραμματικά, μπορεί να πει κανείς ότι ο Μαρκόπουλος καταφέρνει και κάνει να ακούγεται το ασύλληπτο σαν φυσιολογικό, ενώνει την Ανατολή με τη Δύση και επαναπροσδιορίζει την ελληνικότητα ανοίγοντας ορίζοντες.
Δεν ξέρω τι έχω καταφέρει, μαζί με τους συνεργάτες μου, αλλά σίγουρα αποπειράθηκα να φέρω τα τραγούδια του σ’ ένα σύγχρονο ηχητικό τοπίο, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μη χάνω την ουσία των συνθέσεων. Προσπάθησα να αφαιρέσω κάποια “αγκάθια” όσον αφορά το ύφος, αλλά και ταυτόχρονα να μην τον “προδώσω”. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όπως μου είπε μια φίλη, ότι ο Μαρκόπουλος προέρχεται από την εποχή των Μύθων. Ο Μαρκόπουλος έχει ένα τεράστιο σε αξία αλλά και σε όγκο έργο.
Ασχολήθηκα με τα τραγούδια. Η επιλογή των κομματιών έγινε, κυρίως, με κριτήριο το κατά πόσο έβρισκα μέσα σε αυτά τον εαυτό μου σαν ερμηνευτή. Μιλάμε για έναν συνθέτη ο οποίος έχει μελοποιήσει σπουδαίους ποιητές και στιχουργούς. Χάριν του ύφους αφαίρεσα ελάχιστους στίχους σε κάποια τραγούδια. Γιατί οι αδικημένοι, που υπερασπίζονταν οι στίχοι αυτοί πριν από πενήντα χρόνια, δεν έπαψαν να υπάρχουν δυστυχώς, αλλά είναι πια άλλοι στην εποχή μας οι μετανάστες και οι ξεριζωμένοι. Πρόσθεσα επίσης, σαν στιχουργός κι εγώ, κάποια λόγια, όπου αισθανόμουν ότι συνεισέφερα κάτι ουσιαστικό.
Ανυπομονώ να μας δοθεί η ευκαιρία να συναντηθούμε και να μοιραστούμε αυτό το υλικό που είχαμε την τιμή, εγώ και οι συνεργάτες μου, να αγγίξουμε με τον τρόπο μας. Ανυπομονώ, έχοντας ακέραια την αγωνία του μαθητή, να εμφανιστούμε μπροστά σας και μπροστά στον μεγάλο, τον μυθικό μας δάσκαλο, Γιάννη Μαρκόπουλο, ελπίζοντας ότι φυσήξαμε λίγο απ’ τον αέρα της ψυχής μας στα πανιά των ωραίων του τραγουδιών, έτσι όπως ταξιδεύουν προς το μέλλον. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τον Χρήστο Λαϊνά για το πάθος και την προσήλωσή του σε αυτή μας τη συνεργασία, όπως επίσης και τον Φάνη Συναδινό που βοήθησε καθοριστικά στην εκκίνηση αυτής της προσπάθειας».
EΙΚΑΣΤΙΚΟ: ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΚΟΣ