Τάκης Γερμενής | «in -your-face»
Η ατομική έκθεση ζωγραφικής του Τάκη Γερμενή στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» του Δήμου Αθηναίων αποτελείται από δύο ενότητες γυναικείων πορτρέτων. Στην πρώτη ενότητα, που περιλαμβάνει έργα από το 2015 έως το 2020, ο καλλιτέχνης επιχειρεί να θίξει-όπως ο ίδιος λέει-«τον εκφυλισμό των αξιών και τον κοινωνικό αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης, που συχνά οδηγούν σε φαινόμενα πορνείας, αστέγων και ναρκωτικών». Εδώ διακρίνει κανείς αναφορές στο θρησκευτικό και τραγικό στοιχείο της μεσαιωνικής ζωγραφικής του Matthias Grunewald, στα γκροτέσκα γυναικεία πορτρέτα του Otto Dix και στις σκληρές φωτογραφίες του Boris Mikhailov. η δεύτερη ενότητα (2020-2022) αποτυπώνει γυναίκες καταπιεσμένες από τις κοινωνικές συμβάσεις, από την παράδοση, τη θρησκεία και την οικογένεια. Και οι δύο ενότητες είναι αλληλένδετες με την εμπειρία και την παρακαταθήκη της κρίσης, που οδήγησε στη φτωχοποίηση και στην εξαθλίωση. Γενικότερα, οι προσωπογραφίες του Γερμενή εγγράφονται σε μια μακρά παράδοση ρεαλιστικών απεικονίσεων που σχετίζονται με τα δεινά του πολέμου και τις επιπτώσεις της κοινωνικής παρακμής.
Οι προσωπογραφίες του Γερμενή βασίζονται σε φωτογραφικά πορτρέτα και αυτοπορτρέτα γυναικών που πρωταγωνιστούν σε πορνοταινίες. Ο καλλιτέχνης αποσαφηνίζει ότι σε αυτές τις φωτογραφίες που αλιεύει από το διαδίκτυο τον ενδιαφέρει η κίνηση του σώματος, η πόζα, και όχι η σεξουαλική έλξη ή ο προκλητικός χαρακτήρας των σωμάτων. Διακοσμώντας τα γυμνά κορμιά τους με περίτεχνα τατουάζ, επιχειρεί να ανακαλύψει και συγχρόνως να δείξει τι έχουν στο μυαλό τους αυτές οι γυναίκες, να φανερώσει/εξωτερικεύσει τις ενδόμυχες σκέψεις τους. Το σώμα τους γίνεται έτσι ένας δεύτερος καμβάς, ένας καμβάς μέσα στον καμβά, πάνω στον οποίο ο ζωγράφος αφηγείται «τον πόνο της σάρκας και της ψυχής τους, την απάθεια των καταναλωτών και κυρίως την αδιαφορία του Θεού». Ο Γερμενής ζωγραφίζει έναν καταργημένο παράδεισο όπου το σώμα παρουσιάζεται ως φυλακή της ψυχής και η καταπίεση ως ο κανόνας. Το βαθύτερο θέμα της δουλειάς του είναι οι σκοτεινές πτυχές της ζωής, η τραγική διάσταση του μετανεωτερικού ανθρώπου.
Το 1926 ο τεχνοκριτικός Will Wolfradt χρησιμοποιεί τη φράση «zeitbewusste Malerei» για να περιγράψει την ενοχλητική και ανησυχαστική ζωγραφική του Otto Dix. Σε ελεύθερη απόδοση: μια ζωγραφική με επίγνωση του χρονικού πλαισίου στο οποίο παράγεται. Μια ζωγραφική που συλλαμβάνει τους δυσάνεκτους κραδασμούς του παρόντος και τους μετουσιώνει σε τέχνη. Παρομοίως, η ζωγραφική του Γερμενή είναι μια γροθιά στο στομάχι των θεατών. Οι πίνακες του απεικονίζουν το γυναικείο σώμα όπως δεν θέλουμε να το βλέπουμε: καχεκτικό, ισχνό, μιαρό, αποκρουστικό, τρεμάμενο, πληγωμένο, άθλιο και ρυπαρό, αν όχι μαρτυρικό. Τα αποστεωμένα σώματα που ζωγραφίζει ο Γερμενής συνομιλούν με τις «φρικιαστικές εικόνες» επώνυμων γυναικών που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, εικόνες που δείχνουν ανορεξικά μοντέλα και celebrities, τα κοκαλιάρικα, άρρωστα και αδύνατα πόδια της Bella Hadid, της Celine Dion και της Donatella Versace. Είναι «εικόνες που σοκάρουν» και «προκαλούν αρνητικά σχόλια», διότι απλούστατα περικκλίνουν από τα πρότυπα ομορφιάς που επιτάσσει η κοινωνία και ιδίως η μόδα, την οποία, παραδόξως, οι ίδιες αυτές γυναίκες υπηρετούν ή ακολουθούν «με συνέπεια».
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Τάκης Γερμενής δεν είναι κλασικός πορτρετίστας. Η προσέγγισή του είναι ασυνήθιστη, ιδιοσυγκρασιακή. Δεν τον ενδιαφέρει το ζωντανό μοντέλο, ούτε το πώς αυτό χρησιμοποιείται στην παραστατική ζωγραφική του Γιώργου Ρόρρη, ο οποίος φημίζεται για τις προσωπογραφίες γυμνών γυναικών. Με άλλα λόγια, δεν τον ενδιαφέρει η προσωπογραφία ως αυτοσκοπός, η πιστή απεικόνιση ενός προσώπου σε δύο διαστάσεις. Οι γυναίκες του Γερμενή είναι ξεπεσμένοι άγγελοι. Έχεις την εντύπωση ότι είναι φανταστικά πλάσματα και όχι γυναίκες της διπλανής πόρτας, μια κοπέλα που εργάζεται σε κάποιο «studio», μια άστεγη που ζει στο δρόμο, ένα εξαθλιωμένο πρεζόνι που συναντάς απρόσμενα καθώς βολτάρεις στο πάρκο της γειτονιάς. Ο Γερμενής είναι ο ζωγράφος των απανταχού απόκληρων και, συγχρόνως, ένας ζωγράφος που κατανοεί σε βάθος τη μικροαστική νοοτροπία και τα τραγελαφικά παθήματα των νεόπλουτων, την ξιπασιά και τον ξεπεσμό που συνοδεύουν τη χλιδάτη ζωή. Η αντικειμενικότητα και η αλήθεια καθοδηγούν αλάνθαστα τη ματιά του. Στην ουσία ζωγραφίζει-φαντάζεται-τα τραύματα αυτών των γυναικών, τραύματα που τους οδηγούν για πάντα, όπως τα ανεξίτηλα τατουάζ που φέρουν στο σώμα τους ως σύμβολα ματαιοδοξίας.
Στην προσπάθειά του να αναδείξει αυτό το πάσχον σώμα, ο Γερμενής πλαισιώνει τις γυναίκες με διάφορα διακοσμητικά στοιχεία. Για παράδειγμα, όταν ζωγραφίζει δίπλα στην κεντρική φιγούρα καδραρισμένες οικογενειακές φωτογραφίες πάνω σε ένα τραπέζι, σκοπός του είναι να σχολιάσει δηκτικά την παράδοση, τον περιρρέοντα συντηρητισμό, τις μικροαστικές συνήθειες και συμβάσεις. Στο μυαλό του καλλιτέχνη αυτές οι γυναίκες είναι καταπιεσμένες και καταδικασμένες, «από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, από θρησκείες, και κάποια στιγμή βρίσκουν μια ευκαιρία, μπροστά σε έναν καθρέφτη ή στο κινητό τους, να δείξουν το σώμα τους στα κρυφά». Αυτός είναι και ο λόγος που ο Γερμενής εντάσσει αυτά τα διακοσμητικά στοιχεία/μοτίβα στην εικόνα, φέρνοντάς τα σε αντίθεση με τον ερωτισμό και το σεξ. Σύμφωνα με τον καλλιτέχνη, πρόκειται για «ζωγραφικές λύσεις που θυμίζουν ταπετσαρία, σεντόνια, μπιμπελό, την παραδοσιακή διακόσμηση ενός σπιτιού. Αυτή η γυναίκα ποζάρει σε έναν καθρέφτη θέλοντας να δείξει πόσο σέξι είναι, πώς θα ήταν πιο σέξι. Με ενδιαφέρει στο σώμα της όλη αυτή η ταλαιπωρία, που έχει κάνει με τον έρωτα, τον θάνατο, τη ζωή που βιώνει, τη φθορά. Δεν με ενδιαφέρει να φτιάξω μια όμορφη γυναίκα, παρότι ως εικόνα μπορεί να έχει πολύ ωραία στοιχεία, π.χ. τα μαλλιά της ή ένα κίτρινο παντελόνι». Και αναρωτιέται: «Πώς μπορούν να καλύψουν τα cosmetics τη σωματίλα που κρύβει όλο αυτό, σε σχέση με την οικογένεια, την παράδοση, τη φθορά;»
Η λέξη «σωματίλα» είναι ίσως η πλέον κατάλληλη για να αποδώσει την αμεσότητα και την ευθύτητα που χαρακτηρίζουν αυτές τις εικόνες, αλλά και τη δυσφορία ή την ενόχληση που ενδεχομένως προκαλούν, εξού και ο εύγλωττος τίτλος «in-your-face». Θα ήταν όμως άδικο και βιαστικό να κατατάξει κανείς τις προσωπογραφίες του Γερμενή στην «Ιστορία της ασχήμιας» του Umberto Eco. Αν και υπάρχει εδώ έντονα το στοιχείο της παραμόρφωσης, οι εικόνες του αμφισβητούν τα συνηθισμένα κριτήρια αξιολόγησης (θέτοντας πρώτα απ' όλα το κρίσιμο ερώτημα «Υπάρχει Θεός;») και ταυτόχρονα έχουν κάτι το απελευθερωτικό. Εκείνο που σίγουρα δεν μπορείς να αμφισβητήσεις ως θεατής είναι η δύναμη αυτών των βεριστικών πορτρέτων και η παρρησία του δημιουργού τους, που τον καθιστά άξιο συνεχιστή της Νέας Αντικειμενικότητας.
Χριστόφορος Μαρίνος